Ο Αντρέα Καμιλλέρι (Πόρτο Εμπέντοκλε, 1925), ακούραστος και δημιουργικός, συνεχίζει να γράφει τις περιπέτειες του δημοφιλούς επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο. Στον Χορό του γλάρου ο ήρωας είναι πενήντα επτά ετών και αισθάνεται γερασμένος, με συνέπεια να νυστάζει συνεχώς, να μην μπορεί να διαβάσει ένα βιβλίο και να βασανίζεται στο κρεβάτι του σε σημείο όπου κάποτε ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκι με την ελπίδα να αποκοιμηθεί. Μια τέτοια μέρα, προτού χαράξει, βγαίνει στη βεράντα του και παρακολουθεί το πέταγμα ενός γλάρου στην ακρογιαλιά. Ξαφνικά ο γλάρος πέφτει πεθαμένος στην άμμο σαν να τον είχαν πυροβολήσει. Αργότερα, κι ενώ κατευθύνεται στο αεροδρόμιο για να παραλάβει τη Λίβια, την επίσημη αγαπημένη του, γυναίκα του στην ουσία, αναλογίζεται την κατάσταση στην Ιταλία, όπου «η κυβέρνηση φλυαρούσε, η αντιπολίτευση φλυαρούσε». Φλυαρούν επίσης το σωματείο των βιομηχάνων, μα και τα συνδικάτα των εργαζομένων σε μια εποχή όπου εργάτες πέφτουν από τις σκαλωσιές σαν ώριμα φρούτα, λαθρομετανάστες πνίγονται στη θάλασσα, συνταξιούχοι πένονται και παιδάκια βιάζονται. Πολλοί φλυαρούν ακόμη για ένα διάσημο ζευγάρι που χώρισε, για έναν φωτογράφο που απαθανάτιζε σκηνές που δεν έπρεπε και για τον πιο πλούσιο και ισχυρό άνδρα της χώρας και τις ιδιωτικές του υποθέσεις. Αυτά που συμβαίνουν ενοχλούν τον Μονταλμπάνο, ενοχλούν και τον Καμιλλέρι, ο οποίος βάζει τον ήρωά του να σκέφτεται ότι χρειάζεται μια αλλαγή στο 1ο άρθρο του Συντάγματος. Πρέπει να λέει «Η Ιταλία είναι μια δημοκρατία που βασίζεται στο εμπόριο ναρκωτικών, στη συστηματική καθυστέρηση και στις ανούσιες συζητήσεις».
Και ενώ ο Μονταλμπάνο με τη Λίβια αρχίζουν να τρώγονται με το παραμικρό, τη στιγμή που κάποιος συνάδελφός του παραπονιέται ότι τα χρήματα από τον μισθό του δεν φτάνουν, με αποτέλεσμα να τσακώνεται με τη γυναίκα του, ο επιθεωρητής Φάτσιο εξαφανίζεται μυστηριωδώς από το αστυνομικό τμήμα της Βιγκάτα. Και έπειτα αποκαλύπτεται ένα πτώμα σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Οχι, δεν είναι ο Φάτσιο, αλλά κάποιος που ήθελε να του δώσει πληροφορίες για τη Μαφία. Ο Φάτσιο βρίσκεται τραυματισμένος κάπου στο λιμάνι και μεταφέρεται για νοσηλεία σε νοσοκομείο, όπου επίσης νοσηλεύονται ένας βουλευτής και ένας δικαστής, οι οποίοι δουλεύουν για την Αντιμαφία. Εκεί, ο Μονταλμπάνο γνωρίζει μια όμορφη νοσοκόμα, την Αντζελα, και επιχειρεί να βιώσει μαζί της μερικές ερωτικές στιγμές – έτσι κι αλλιώς η Λίβια τον εγκατέλειψε -, αγνοώντας ότι οι μαφιόζοι τού έχουν στήσει παγίδα.
Βρισκόμαστε στην εποχή Μπερλουσκόνι, όταν ο ισχυρός ακόμη πρωθυπουργός χρησιμοποιούσε τη Δικαιοσύνη για να γλιτώνει από την τσιμπίδα του νόμου, καθώς τα αδικήματά του εξαλείφονταν με τη μέθοδο της παραγραφής. Ο Καμιλέρι θέλει για ακόμη μία φορά να μιλήσει για τη Μαφία, για τους ανθρώπους της, τα συστήματά της, τα εγκλήματά της, την εκδίκηση που παίρνει από εκείνους που την προδίδουν ή αποκαλύπτουν πράγματα γι’ αυτήν, τις διασυνδέσεις της με την πολιτική και τους πολιτικούς. Ακόμη, στην πλοκή του βιβλίου του ενσωματώνει μερικά φαινόμενα που ως έναν βαθμό απεικονίζουν την κοινωνία της Σικελίας. Π.χ., ο πληροφοριοδότης που βρέθηκε σκοτωμένος στο πηγάδι, ονόματι Μανζέλα, ήταν παντρεμένος με παιδί, αλλά είχε και εξωσυζυγική σχέση. Κάποια στιγμή ανακάλυψε έναν κόσμο διαφορετικό και αποφάσισε να ζήσει σ’ αυτόν. Τον ανακάλυψε στο πρόσωπο ενός άνδρα, ενός τρανσέξουαλ, τον οποίο ερωτεύτηκε. Ο ίδιος είχε ένα μεγάλο τηλεσκόπιο και παρακολουθούσε (σαν τον ήρωα στην ταινία «Σιωπηλός μάρτυρας» του Χίτσκοκ) όσα συνέβαιναν στα άλλα σπίτια. Αναφέρει επίσης κάποιον πατέρα που σκότωσε την έγγαμη κόρη του επειδή την έπιασε με τον εραστή της• μετά σκότωσε και τον εραστή και πήγε να παραδοθεί.
Ο συγγραφέας, ο οποίος στο μυθιστόρημά του Τα φτερά της πεταλούδας διαπιστώνει ότι στη Σικελία ανθεί η σωματεμπορία γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη, κυρίως από τη Ρωσία, εδώ πραγματεύεται το θέμα του εμπορίου χημικών όπλων με προορισμό κάποια αραβική χώρα που γίνεται από τη ρωσική μαφία με τη συνεργασία ιταλών κακοποιών και πολιτικών. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ήρωάς του, ευρισκόμενος στο τέλος της καριέρας του, διχασμένος όσο ποτέ, αντί να τα παρατήσει και να γλιτώσει έτσι από την πιθανή εκδίκηση των εμπλεκομένων, αποφασίζει να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Δεν θέλει να παραστήσει τον ήρωα, δεν επιθυμεί να τα βάλει με τους ανεμόμυλους, ως άλλος Δον Κιχώτης. Θέλει απλώς να κάνει τη δουλειά του σωστά και ίσως μετά να «διηγηθεί την ιστορία» στον Αντρέα Καμιλλέρι! Για να την κάνει μυθιστόρημα, βεβαίως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ