Η πεποίθηση ότι ο χρόνος δεν κατόρθωσε να φέρει όσα έθρεψαν οι προσδοκίες μιας άλλης, οριστικά απελθούσης εποχής, που έχει προκαλέσει με την απουσία της μια έντονη αίσθηση ξηρασίας απέναντι στο παντοιοτρόπως ξεχαρβαλωμένο παρόν, αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά μοτίβα της πεζογραφίας της Αμάντας Μιχαλοπούλου, τόσο ως προς τη μυθιστοριογραφική όσο και ως προς τη διηγηματογραφική παραγωγή της.
Το στοιχείο αυτό ξεχωρίζει αμέσως και στην καινούργια συλλογή διηγημάτων της, που βάζει ξανά μπρος τα περισσότερα από τα θέματα τα οποία την έχουν απασχολήσει κατά καιρούς: τα ακυρωμένα εφηβικά και νεανικά όνειρα, τα μικρά ή τα μεγάλα αγκάθια των οικογενειακών σχέσεων, τα πικρά αποτελέσματα του έρωτα, τα αιφνιδιαστικά παιχνίδια της φαντασίας με τις ανύποπτες παραστάσεις της καθημερινότητας, τα μελαγχολικά ταξίδια στην Ευρώπη, όπως και το ρήγμα της ταυτότητας που είναι αναπόφευκτο να υπομείνει το άτομο ζώντας στο εσωτερικό μιας φύσει διαιρετικής και αλλότριας κοινωνίας.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα διηγήματα της Μιχαλοπούλου αναλαμβάνουν τα κορίτσια (ακόμη κι αν συχνά έχουν εγκαταλείψει από καιρό την κοριτσίστικη ηλικία τους). Κορίτσια που πριν και πάνω απ’ όλα ασχολούνται με κάποια μορφή τέχνης: γράφουν βιβλία για παιδιά, είναι ηθοποιοί, παίζουν μουσική, ζωγραφίζουν, μεταφράζουν ή συνθέτουν ποίηση, γυρίζουν κινηματογραφικές ταινίες, δοκιμάζονται σε ασκήσεις γευσιγνωσίας και υπογράφουν τεχνοκριτικές ή κριτικές λογοτεχνίας.
Τα κορίτσια όμως κάνουν κι άλλα: θρηνούν την αγάπη τους καθώς τη βλέπουν να σπάει σε χίλια δυο κομμάτια, γοητεύουν τους άντρες δίχως να έχουν την ικανότητα να τους κρατήσουν κοντά τους ή κυνηγούν τυφλά και απεγνωσμένα το σεξ. Τα κορίτσια μπορεί επίσης να βασανίζονται από τις μνήμες των χαμένων αδελφών και των νεκρών γονιών τους, κινδυνεύοντας κάποτε να αντικρίσουν αυτοπροσώπως το σκοτεινό φάσμα του θανάτου. Τα κορίτσια, τέλος, είναι πιθανόν να αλληλοϋποβλέπονται (να ανεβαίνουν αδίστακτα στο ρινγκ του ερωτικού, του επαγγελματικού και του ταξικού ανταγωνισμού), να ανακαλούν ανήμπορα την αλλοτινή τους ορμή και ρώμη, αλλά και να οδεύουν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, διεκδικώντας θριαμβευτικά ένα εισιτήριο για την αιωνιότητα.
Η Μιχαλοπούλου φωτίζει υποβλητικά τον δαιδαλώδη αυτόν γυναικείο κόσμο, αποφεύγοντας να εμπλέξει τις ηρωίδες στην οιαδήποτε έμφυλη ιδεολογία, μια και ό,τι προέχει στις σελίδες της είναι ο τονισμός των υπαρξιακών χαρακτηριστικών τους, που αποκαλύπτουν και μια εις βάθος επεξεργασμένη ψυχολογία. Η συγγραφέας προικίζει επιπροσθέτως τη ρεαλιστική κατά κανόνα αφήγησή της με μια παράμετρο ονειρικής υπέρβασης, χωρίς να γίνεται ποτέ παράταιρη ή άστοχη η συμπλοκή των δύο επιπέδων. Μετακινώντας επιπλέον τις πρωταγωνίστριές της στα πιο διαφορετικά σημεία του ευρωπαϊκού χάρτη, η Μιχαλοπούλου θα καταφέρει να αποφύγει το λούστρο του κοσμοπολιτισμού εφόσον τη θέση της αμέριμνης περιήγησης θα καταλάβουν ευθύς εξαρχής τα γκρίζα τοπία της εσωτερικής περιπέτειας.
Εκείνα που σίγουρα περισσεύουν στη Λαμπερή μέρα είναι δύο πράγματα: η υποκατάσταση της αίσθησης του χαμένου χρόνου από το νοσταλγικό αναμάσημα του παρελθόντος και η προσπάθεια επικαιροποίησης ορισμένων διηγημάτων με τις μάλλον άνευρες (και ελαφρώς άσχετες) αναφορές τους στα φαινόμενα της μνημονιακής κατάθλιψης. Σε αμφότερες ευτυχώς τις περιπτώσεις το πρόβλημα παραμένει μεμονωμένο και δεν θίγει τη γενικότερη οικονομία του βιβλίου, που διασφαλίζει τη λειτουργικότητά της χάρη στις προσεκτικά δουλεμένες ισορροπίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ