Οι κλασικοί, λέει η κοινοτοπία, δεν έχουν ηµεροµηνία λήξεως, αν και σε αυτή χρειάζεται να προσθέσουµε µια άλλη: όποιο έργο αποσπάται από την εποχή του χάνει και κάποια από τα ποιοτικά του γνωρίσµατα. Το γοτθικό µυθιστόρηµα γνώρισε µεγάλη άνθηση στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, για να πέσει σε ανυποληψία στις αρχές του 20ού εξαιτίας της σφοδρής επίθεσης των µοντερνιστών εναντίον του κινήµατος του ροµαντισµού, µέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Η επιστροφή των ροµαντικών τα τελευταία χρόνια σηµατοδότησε και την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το γοτθικό µυθιστόρηµα, το οποίο ωστόσο δεν έπαψε να επηρεάζει τη «λαϊκή», ας πούµε, λογοτεχνία.

Η έκδοση για πρώτη φορά στα ελληνικά, σε ωραία µετάφραση της Χαράς Σπύρου, ενός από τα αντιπροσωπευτικότερα γοτθικά µυθιστορήµατα, του Μέλµοθ ο Περιπλανώµενος , γραµµένου από τον ιρλανδό ουγενότο κληρικό Τσαρλς Μάτσουριν, είναι ένα ανάγνωσµα που θα ενθουσιάσει τους θιασώτες του είδους µε την καταιγιστική του δράση, την περίπλοκη και πολυεπίπεδη σύνθεσή του και την ανάπτυξη ενός από τα µεγάλα θέµατα της δυτικής λογοτεχνίας: της φαουστικής εξαγοράς χρόνου και γνώσης και φυσικά της διείσδυσης στη σκοτεινή ήπειρο του Κακού, όπου περιφέρονται τόσες και τόσες ταραγµένες ψυχές ανά τους αιώνες.

Ο Μέλµοθ, πρωταγωνιστής αυτού του περίτεχνα δοµηµένου µυθιστορήµατος-ποταµού των 1.000 σχεδόν σελίδων, κάνει µια συµφωνία µε τον ∆ιάβολο πουλώντας του την ψυχή του για 150 χρόνια ζωής. Ο µόνος τρόπος για να σπάσει το συµβόλαιο είναι να βρει κάποιον άλλον που να δεχτεί να πάρει τη θέση του. Ετσι, περιπλανάται προσπαθώντας να εντοπίσει τον απελπισµένο που θα πάρει τη θέση του ώστε ο ίδιος να πεθάνει ήσυχα πετώντας από πάνω του την κατάρα της Κόλασης.

Ενας Ιρλανδός και ο διάβολος

Η αφήγηση αρχίζει στην Ιρλανδία όπου ο σπουδαστής Τζον Μέλµοθ επισκέπτεται τον ετοιµοθάνατο θείο του. Ο θείος ζει µε τον φόβο κάποιου µυστηριώδους ξένου. Εκεί κοντά ναυαγεί ένα ισπανικό καράβι. Ο µόνος επιζών, ονόµατι Μοντσάδα, θα αφηγηθεί στον Τζον Μέλµοθ (µέσω αφηγήσεων άλλων) την ιστορία του Μέλµοθ του Περιπλανώµενου, ενός δυστυχισµένου Ιρλανδού Φάουστ, θα λέγαµε, που είναι µακρινός πρόγονος του σπουδαστή. ∆υστυχισµένου µεν, κολασµένης ψυχής δε, που προδίνει, εξαπατά και σκοτώνει. Το τέλος του θα είναι τραγικό. Θα τον καταπιεί η θάλασσα, αφού την προηγούµενη νύχτα θα ονειρευτεί την Κόλαση σαν αιώνια θάλασσα φωτιάς.

Το Μέλµοθ δεν είναι ασφαλώς το αντιπροσωπευτικότερο µυθιστόρηµα για τη δύναµη και τη φύση του Κακού – ούτε σε αυτό οφείλεται η δύναµη και η πρωτοτυπία του. Πρόκειται για ακραίο έργο που δεν µας δίνει τη φαντασιακή τοπογραφία της Κόλασης αλλά της ανθρώπινης ψυχής καθώς περιφέρεται σε ένα άλλο τοπίο: της κοσµικής Κόλασης, της ακραίας σύγκρουσης λογικής και συναισθήµατος και κατ’ επέκταση της ατοµικής επιθυµίας µε το σύστηµα καταστολής το οποίο, για τον Μάτσουριν, είναι η Καθολική Εκκλησία. Υπάρχουν πλήθος σελίδες στο βιβλίο που θυµίζουν προτεσταντικό κήρυγµα. Αλλωστε, µια από τις σηµαντικότερες πλευρές του είναι η παθιασµένη καταγγελία του µοναστικού βίου των καθολικών και της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης µε περιγραφές που στοχεύουν στο να προκαλέσουν την αγανάκτηση του αναγνώστη.

Μάτσουριν και Μπαλζάκ

∆εν συνιστά νεωτερισµό η χρήση της µυθιστορηµατικής αφήγησης για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Το γεγονός όµως ότι εµφανίζεται στο έργο ενός εκκεντρικού, ασυµβίβαστου και εν πολλοίς αναρχούµενου από τις ιδέες του συγγραφέα, όπως ο Μάτσουριν, είναι κάτι περισσότερο από αξιοσηµείωτο. Εποµένως δεν θα το θεωρούσαµε τυχαίο που το πρόσεξαν φυσιογνωµίες σαν τον Μποντλέρ και τον Μπαλζάκ. Ο δεύτερος µάλιστα έγραψε µια δική του εκδοχή (ή «συνέχεια»): το Melmoth Reconcilie a l’ Eglise, όπου όλα µεταφέρονται – ειρωνικά φυσικά – στο κοσµικό πεδίο: από τα κάστρα της Ιρλανδίας στο Παρίσι, όπου ο µικροαπατεώνας πρωταγωνιστής του, ονόµατι Ροδόλφος, ταµίας σε τράπεζα, από την οποία κλέβει µικροποσά, συναντά τον Μέλµοθ του Μάτσουριν. Ο Μέλµοθ τον απειλεί ότι θα τον καταδώσει και του φορ-τώνει την κατάρα µαζί µε το πλεονέκτηµα να έχει χρήµατα, να απολαµβάνει την ερωτική ζωή και να διαβάζει τη σκέψη των άλλων.

Να σηµειώσω πως ο Μάτσουριν υπήρξε εξ αγχιστείας θείος του Οσκαρ Γουάιλντ. Ο τελευταίος µάλιστα, µετά την αποφυλάκισή του από το Ρέντινγκ, έδωσε στον εαυτό του το όνοµα Σεµπάστιαν Μέλµοθ. Να θυµίσω, ακόµη, την ειρωνική επιλογή του Ναµπόκοφ στο µυθιστόρηµά του Λολίτα, όπου ο πρωταγωνιστής Χάµπερτ Χάµπερτ «ονοµάζει» Μέλµοθ το αυτοκίνητό του. Τέλος, να τονίσω πως το Μέλµοθ διαβάζεται «ολόκληρο». Είναι έτσι συγκροτηµένο ώστε δεν µπορεί κανείς να το διατρέξει πηδώντας σελίδες και να µη χάσει το νήµα της αφήγησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ