Επί χρόνια φερόταν ως υποψήφιος για την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση, το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Την περασμένη Πέμπτη η Σουηδική Ακαδημία διέσωσε το κύρος της προβαίνοντας στο αυτονόητο. Βράβευσε έναν συγγραφέα της ίδιας γενιάς με τον άλλον λατινοαμερικανό νομπελίστα, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αλλά, κατά πολλούς, μεγαλύτερης αξίας. Ο Λιόσα είναι από τους συγγραφείς που έχουν αγαπηθεί από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, όπως αποδεικνύεται από τα 20 μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του. Είχε επισκεφθεί πρώτη φορά την Ελλάδα το 1975, μαζί με τον Χούλιο Κορτάσαρ, ως μεταφραστής σε ένα διεθνές συνέδριο για το βαμβάκι. Την επισκέφθηκε πάλι το 2002, ως διάσημος συγγραφέας, για την παρουσίαση του βιβλίου του «Η γιορτή του τράγου», όπου εξοντώνει τον δικτάτορα Τρουχίγιο. Γιατί γράφει
«Γράφω γιατί είμαι δυστυχισμένος. Είναι ο τρόπος μου να πολεμήσω τη δυστυχία».

Από συνέντευξη στο περιοδικό «Ρaris Review», αρ. 116 (φθινόπωρο 1990). Για το μυθιστόρημα
«Το μυθιστόρημα ως είδος τείνει στην υπερβολή. Οι κατευθύνσεις της πλοκής εξαπλώνονται σαν καρκίνος. Αν ακολουθήσεις κάθε κατεύθυνση, καταλήγεις σε μια ζούγκλα. Το μυθιστόρημα ενέχει τη φιλοδοξία να πεις μια ιστορία στο σύνολό της. Ωστόσο πάντοτε ότι έρχεται μια στιγμή όπου πρέπει να σκοτώσεις την ιστορία για να μην απλώνεται επ΄ άπειρον».

Από συνέντευξη στο περιοδικό «Ρaris Review», αρ. 116 (φθινόπωρο 1990). Για το Νομπέλ
«Οι συγγραφείς οι οποίοι όλη την ώρα σκέφτονται το Νομπέλ γίνονται κακοί συγγραφείς».

Από συνέντευξη στην εφημερίδα «Τhe Guardian» (21.6.2007) Για τον Μπόρχες
«Οι ιδέες, το διάβασμα, η σκέψη και η εγκεφαλική λειτουργία, αυτά ήταν η ζωή του. Θυμάμαι ένα βράδυ όπου είχα παραθέσει δείπνο προς τιμήν του στη Λίμα. Στο τέλος μού ζήτησε να τον συνοδεύσω στην τουαλέτα. Καθώς ουρούσε μου είπε ξαφνικά: “Οι καθολικοί πιστεύετε ότι είναι σοβαροί; Μάλλον όχι”».

Από συνέντευξη στο περιοδικό «Ρaris Review», αρ. 116 (φθινόπωρο 1990). Για τον Μάρκες
«Ημασταν γείτονες για χρόνια, αλλά απομακρυνθήκαμε για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους. Θαυμάζω πολύ τα κείμενά του, αλλά δεν τρέφω μεγάλη εκτίμηση για τον ίδιο ως άτομο ούτε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Είναι καιροσκοπικές, με στόχο να προσελκύουν τη δημοσιότητα».

Από συνέντευξη στο περιοδικό «Ρaris Review», αρ. 116 (φθινόπωρο 1990). Για την ουτοπία και την πολιτική
Είμαι υπέρ της ουτοπίας σε όλους τους τομείς, εκτός από εκείνον της πολιτικής. Σε αυτόν τον τομέα είναι καλύτερο να είναι κανείς πραγματιστής. Η ιστορία δείχνει ότι όλες οι προσπάθειες να δημιουργηθεί μια τέλεια κοινωνία οδήγησαν στην κόλαση. Οι ολοκληρωτικές κοινωνίες του 20ού αιώνα ήταν ουτοπικές συλλήψεις. Το ναζιστικό καθεστώς στηρίχθηκε στην ιδέα της κυρίαρχης ράτσας, το κομμουνιστικό σε εκείνη της αταξικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα τρομοκρατία, καταπίεση και λογοκρισία. Από συνέντευξη στην εφημερίδα «Der Standard» (2003). Για την υποψηφιότητά του για την προεδρία
«Τα τρία χρόνια της ενεργού ανάμειξής μου στην πολιτική ήταν πολύ διδακτικά για το πώς η δίψα για την εξουσία μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο, να διαστρέψει τις αρχές και τις αξίες του και να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε μικρά τέρατα». Από συνέντευξη στην εφημερίδα «Τhe Οbserver» (7.4.2002). Για τους δικτάτορες
«Οι δικτάτορες δεν είναι φυσικές καταστροφές. Αυτό ήθελα να περιγράψω στο μυθιστόρημα “Η γιορτή του τράγου”: με ποιο τρόπο δημιουργούνται οι δικτάτορες με τη συνέργεια πολλών ανθρώπων, μερικές φορές μάλιστα και με τη συνέργεια των ίδιων τους των θυμάτων».

Από συνέντευξη στην εφημερίδα «Τhe Οbserver» (7.4.2002). Για τον λαϊκισμό στη Λατινική Αμερική
«Ο λαϊκισμός έχει μεγάλη απήχηση σε λαούς χωρίς μεγάλη πολιτική εμπειρία, κολακεύει τα κατώτερα ένστικτα και κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται λύσεις γρήγορες και εύκολες για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Είναι η άρνηση της πραγματικότητας και έχει καταστρέψει κάθε κοινωνία που υπέκυψε στο κάλεσμά του. Παρά τις αρνητικές εμπειρίες που έχουμε από τον λαϊκισμό, εξακολουθεί και σήμερα να γοητεύει όσους δεν είναι σε εγρήγορση».

Από ανταλλαγή ερωταποκρίσεων με τους αναγνώστες της εφημερίδας «Εl Ρais» (14.9.2009). Για την υποτέλεια των Λατινοαμερικανών
Ο Λατινοαμερικανός έχει μια παράδοση που τον οδηγεί στο να τα περιμένει όλα από ένα ισχυρό και υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, από έναν θεσμό ή έναν μύθο. Ετσι μπορεί να αποφεύγει τις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Αυτή η συνταγή κυριαρχίας εφαρμοζόταν παλαιότερα από τους βάρβαρους Κάιζερ και τους θεούς των Ινκας, των Μάγιας και των Αζτέκων, και αργότερα από τους ισπανούς μονάρχες και την Εκκλησία του αντιβασιλέα. Αυτός είναι για μένα ο κύριος λόγος για την καθυστέρηση της ηπείρου μας και την οικονομική υπανάπτυξη.

Από συνέντευξη στην εφημερίδα «Frankfurter Αllgemeine Ζeitung» (17.9.2010) Για τον Ούγκο Τσάβες και τον Εβο Μοράλες
«Μοιάζουν με χαλασμένο δίσκο που επαναλαμβάνει τις ίδιες ιδέες, τα ίδια κλισέ και τις ίδιες φοβίες, μια απαράλλαχτη πολιτική».

Από συνέντευξη στην εφημερίδα «Τhe Guardian» (4.10.2008 ) Για τον Φιντέλ Κάστρο
«Είναι πραγματικά αξιολύπητη η γεροντική εμμονή του στην αποκαλυπτική δύναμη της επανάστασης».

Από ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Le Figaro» (7.10.2010)