«…Και εγώ γράφω για κείνον, γιατί γνώρισα ένα μέρος της ψυχής του που δεν είδε άλλος, και θέλω αυτό, που είναι το ωραιότερο μέρος της ψυχής του, να μην ξεχαστεί.» Με αυτά τα λόγια ζητούσε η Πηνελόπη Δέλτα τα ημερολόγια του αγαπημένου της Ιωνα Δραγούμη από τον ίδιο του τον αδελφό, Φίλιππο.

Με την έκδοση του τελευταίου τόμου των αναμνήσεών της για τον Ιωνα Δραγούμη συμπληρώνεται ένα κεφάλαιο της ζωής δύο ξεχωριστών προσώπων, που είναι ταυτoχρόνως και μια ανθρώπινη, ερωτική ιστορία. Οι πρώτες αναφορές στον Δραγούμη έγιναν στις Αναμνήσεις 1921 και στις Αναμνήσεις 1940 της Π.Σ. Δέλτα. Σε αντίθεση όμως με τις προηγούμενες εκδόσεις, που αποτελούν αυτοβιογραφικά κείμενα, εδώ έχουμε την παρουσίαση και τον σχολιασμό των ημερολογίων του Ιωνα Δραγούμη σε μια προσπάθεια να σκιαγραφήσει τον πολιτικό έτσι όπως τον γνώρισε εκείνη· μέρος της ανεξίτηλης αγάπης της είναι και η (συγκινητική) εμμονή της ότι εκείνη τον γνώρισε καλύτερα από κάθε άλλον, η απονενοημένη προσπάθεια να διατηρήσει τη φαντασίωση μιας αποκλειστικότητας μαζί του, η οποία δεν πραγματώθηκε ποτέ. «Ποια θέλετε;» είχε ρωτήσει ο Φίλιππος. «Ολα, ως το τέλος» είχε αποκριθεί εκείνη.

Στον τόμο δημοσιεύονται τα τρία χειρόγραφα της Δέλτα, στα οποία σχολιάζονται τα ημερολόγια του Δραγούμη. Στο πρώτο χειρόγραφο σχολιάζονται τα ημερολόγια που καλύπτουν την περίοδο Νοέμβριος 1908- Ιανουάριος 1910. Στο δεύτερο χειρόγραφο τα ημερολόγια από τον Ιανουάριο του 1910 ως τον Ιούνιο του 1917. Στο τρίτο τα ημερολόγιά του από την εξορία του στη Σκόπελο.

Η Δέλτα εμπιστεύτηκε τη διάσωση της ανάμνησης αυτής της σχέσης στην κόρη της Σοφία Μαυρογορδάτου, παραχωρώντας της τα ημερολόγιά της με την παράκληση να ανοιχτούν μετά τον θάνατό της: η κορυφαία απόδειξη της πίστης της στο πρόσωπό του. Και τώρα γινόμαστε εμείς εντολοδόχοι αυτής της πράξης εμπιστοσύνης. Ο παρών τόμος είναι ο ένατος του Αρχείου Π.Σ. Δέλτα που άρχισε να επιμελείται ο εγγονός της Παύλος Ζάννας και που συνέχισε ο δισεγγονός της Αλέκος Ζάννας. Αρχείο το οποίο συνθέτει μια τοιχογραφία της νεότερης ιστορίας μας, ιδωμένη μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών της.

Μια ασυνήθιστη αστή
«Και τότε ήλθε ο κυκλώνας, που σάρωσε τα πάντα… και με ανέβασε σε άλλους κόσμους υπερκόσμιους». Με αυτά τα λόγια αποτύπωσε την πρώτη τους επαφή (έχει καταχωριστεί σε άλλους τόμους): τo 1905, η Πηνελόπη Δέλτα ήταν 31 ετών, παντρεμένη με τον Στέφανο Δέλτα και μητέρα τριών κοριτσιών. Ο Ιων ήταν 26 ετών, είχε μόλις διοριστεί υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια.

Πέραν της εντύπωσης που γεννιέται στον αναγνώστη ότι κοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα στιγμές προσωπικές και «απόκρυφες», υπάρχει και η αίσθηση του δέους μπροστά στα πραγματικά αυτά πρόσωπα: η Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ και της Βιργινίας Μπενάκη, αδελφή του Αντώνη Μπενάκη, ιδρυτού του ομώνυμου μουσείου, δεν ήταν απλώς μια βαθύπλουτη κληρονόμος. Από το ενδιαφέρον της για τα κοινά και τον διάλογό της με τους δημοτικιστές και τους μακεδονομάχους διέσωσε ζωντανές μαρτυρίες για την Ιστορία μας (από τον Βενιζέλο και τον Πλαστήρα, μεταξύ άλλων), έγραψε κλασικά παιδικά μυθιστορήματα ( Παραμύθι χωρίς όνομα και Στα Μυστικά του Βάλτου, μεταξύ άλλων). Την ημέρα που οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου του 1941, η Πηνελόπη Δέλτα δεν αντέχει τη συμφορά, καταπίνει δηλητήριο και εκπνέει πέντε ημέρες αργότερα· θάνατος συμβολικός του ήθους της, που εξύμνησαν ο Ψυχάρης και ο Τερζάκης. Η αγωνία της όμως ήταν ο Ιωνας: «Εσπασα τις σφραγίδες που τόσα χρόνια βούλωναν τους φακέλους και ξαναβούτηξα στη λάβρα του καημού» έγραψε.

Σύντομη γνωριμία, αιώνιος έρωτας
Για να ξεφύγει από την τυραννική επιρροή των γονιών της, η Πηνελόπη παντρεύεται τον αρκετά μεγαλύτερό της Στέφανο Δέλτα. Ενώ εμπλούτισε τη ζωή της πνευματικά, δεν μπόρεσε ποτέ να ενωθεί μαζί του συναισθηματικά. Οταν γνώρισε τον Ιωνα ο πατέρας της την έθεσε προ του διλήμματος: «Τα παιδιά σου ή τον Δραγούμη»- και έστειλε τον Δέλτα στο παράρτημα της επιχείρησής του στη Φραγκφούρτη. Από το 1908 που χωρίζουν οριστικά με τον Ιωνα, δεν ξαναβάζει ποτέ χρώμα, φοράει μαύρα ως τον θάνατό της: «Με ρώτησε αν θα φορώ πάντα μαύρα και του αποκρίθηκα, “Ναι, όσο βαστώ μέσα μου το πένθος μου, όσο σ΄ αγαπώ”. Και μου είπε: “Είσαι τόσο δυνατή!”. Και του αποκρίθηκα, “Ένα δυνατό θέλω όλα τα νικά”». Το 1908, ο Δραγούμης συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη με την οποία παραμένει μέχρι τη δολοφονία του το 1920. Υπάρχουν και άλλα θηλυκά που παρουσιάζονται στα γραπτά του. Εκείνος γράφει στο ημερολόγιό του: «Με τραβούν ακόμα τα κορμιά τους». Και εκείνη σημειώνει: «Η γυναίκα, παντού και πάντα η γυναίκα». Οπως παρατηρεί και ο Αλέκος Ζάννας, «κεντρική ιδέα που επανέρχεται συνεχώς είναι η πεποίθησή της ότι μόνον αυτή τον γνωρίζει πολύ καλά». Για να αντέξει τη συναισθηματικά κενή ζωή της δημιουργεί μια φανταστική σχέση, στην οποία παραμένει πιστή μέχρι τέλους.

Ως τον Διχασμό

Ο Ιων Δραγούμης στην Κωνσταντινούπολη το 1908

Θα συναντηθούν όμως ξανά και ξανά, στην Αθήνα και αλλού. Το 1913 γίνεται για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια μια συζήτηση για τον χωρισμό τους. «Και είδα στα μάτια του πως ήταν αλήθεια, πως δεν παρηγορήθηκε ποτέ. Και με μιας γκρεμίστηκαν και έλιωσαν και σκόρπισαν τα βουνά από πάγη που πέντε χρόνια στοίβαζα στην ψυχή μου, και τον είδα πάλι όπως τον έβλεπα άλλοτε, σαν άλλον εαυτό μου, το συμπλήρωμα του εαυτού μου, σβήστηκαν τα χρόνια και η απόσταση και ο χωρισμός, και ήμασταν πάλι εμείς, δύο ψυχές που είχαν τσουρουφλιστεί και εξαγνιστεί στο ίδιο καμίνι της απελπισμένης αγάπης». Βλέπει στο δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι με μια σκούρα σκαλισμένη πέτρα. «Ναι, είναι δικό της», «Ναι, την αγαπώ»… Αλλά η Δέλτα δεν αποχωρεί. Παίρνει αυτό που θέλει: «Με ξέχασες γρήγορα» του είπε. «Δεν σε ξέχασα ποτέ» της απάντησε.

Στο τρίτο χειρόγραφο αντιγράφονται σε μεγάλο βαθμό τα ημερολόγια του Ιωνα Δραγούμη όταν εκείνος βρίσκεται σε εξορία στη Σκόπελο. Τη Μαρίκα Κοτοπούλη η Δέλτα την αποκαλεί «πρώτης τάξεως θεατρίνα, και μαθημένη σ΄ όλες τις πολύπλοκες μηχανορραφίες της γυναίκας που τα παίζει με δυο ή και τρεις εραστές συγχρόνως» σε αντίθεση με τη βραχύβια «αγάπη του της Κορσικής» (σ.σ.: όπου ήταν εξόριστος). «Αγαπώ γυναίκα παντρεμένη… Δεν μπορώ να της το γράψω, για να μην την εκθέσω, παραπέφτουν τα γράμματα… γιατί δεν είναι σωστό απέναντι της γυναίκας μου, που και αυτήν την αγαπώ»: είναι ο διάλογος με έναν φίλο του που αποτυπώνεται στο ημερολόγιό του και η Δέλτα σχολιάζει: «Συλλογίζεται την αγάπη του της Κορσικής, την τελευταία του; Αυτός ο “παντρεμένος” και αστεφάνωτος (σ.σ.: δεν παντρεύτηκε ποτέ την Κοτοπούλη), που έχει συνδέσει πια την τύχη του με την ερωμένη του, που τη θεωρεί πια καθήκον και δεσμό… Κάπου σε κάποια παλαιά γράμματα…ο διάλογος αυτός ξαναβρίσκεται λέξη σχεδόν προς λέξη, πιο καυτός μόνο, πιο θλιμμένος, και απείρως πιο δραματικός, και απελπισμένος έως θανάτου».

Ο Διχασμός όμως έχει ήδη σφραγίσει αρνητικά τη σχέση τους. Η Πηνελόπη Δέλτα είναι βενιζελική και ο Ιων Δραγούμης βρίσκεται στο αντίθετο στρατόπεδο, βουλευτής της αντιβενιζελικής παράταξης. Το 1916 θα της δώσει κάποια χειρόγραφά του: «Ο,τι και να κάνεις, ό,τι και να κάνω, οι ψυχές μας είναι ένα» της εκμυστηρεύεται. Και εκείνη θυμάται: «Ηταν μοναδική η ώρα αυτή, στην εξοχή, το σούρουπο, ένα σεπτεμβριάτικο απόγευμα… και μεις ζούσαμε την τελευταία σελίδα της μεγάλης αυτής αγάπης». Στα Νοεμβριανά ο πατέρας της συλλαμβάνεται και ο Δραγούμης δεν της συμπαραστέκεται όπως εκείνη ελπίζει. Είναι «η πρώτη, η μόνη απογοήτευση που μου έδωσε εκείνος». «Και τον ξαναμεθά»
Στο απόσπασμα που ακολουθεί,η Πηνελόπη Δέλτα σχολιάζει τη σχέση τού Δραγούμη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.Είναι φανερή η περιφρόνησή της για την ηθοποιό.Μια περιφρόνηση ταξική:

Τι να περιγράφει κανείς την ασχημιά του βούρκου αυτού; Καλύτερα σιωπή. Αλλά δεν την εγκαταλείπει· φεύγει μαζί της. «Ποτέ δεν πέρασα ασκημότερες μέρες απ΄ αυτές που ήμουν στη Σμύρνη», γράφει φεύγοντας. Και λέγει παραπάνω: «Αυτά μ΄ αηδίασαν, τόσο που την ημέρα που φεύγαμε από τη Σμύρνη μαζί, της είπα πως ούτε αργότερα δε θέλω να παντρευτώ μαζί της, γιατί φοβούμαι μη χαλάσει ολότελα η αγάπη μας». Τι είχε πια να χαλάσει; Το είδωλό του είχε γκρεμισθεί. Μα δεν την εγκαταλείπει· την παίρνει πίσω και στο πλοίο ξανανάβει η αγάπη του, και την Πρωτομαγιά, στον Αϊ-Γιώργη της Σαλαμίνας, ζει την «τελευταία ωραία μέρα που πέρασα κοντά της, ημέρα πολύ ωραία της ζωής μου», ημέρα γεμάτη σαρκικές ηδονές, που σκορπά επάνω του για να τον ξαναμεθύσει.

Και τον ξαναμεθά. Και σαν νομίσει πως τον ξανάπιασε καλά, του ξανακάνει, στις 5 Μαΐου 1911, μια σκηνή ίσως πιο πρόστυχη και πιο οδυνηρή από τις δυο της Σμύρνης, όπου τα μίση των τάξεων ανεβαίνουν στην επιφάνεια, όπου του πετά κατάμουτρα την καλοπέρασή του, ενώ αυτή, σα γύρισε από τη Λόντρα όπου ήταν μαζί, ζούσε με δανεικά, γιατί της είχαν λείψει τα χρήματα, και αυτός, χρεωμένος ως στο λαιμό, δεν είχε να της δώσει, και τον βρίζει έτσι που τρομάζει εκείνος μπρος στην αντίληψη που έχει κείνη της ζωής. «Οχι πολύ εξαιρετικά όμορφη ήταν η αντίληψη αυτή, αντίληψη πιο πολύ των δικών της ανθρώπων και του κύκλου της παρά δική της. Την αδίκησε και την αδικεί ο κύκλος της», γράφει, για να την λαφρώσει. «Ο έρωτας την εξευγένιζε την ώρα που αγαπούσε, και την έκανε θηρίο, τίγρη- και τίγρη με γλώσσα- την ώρα που μισούσε. Και όταν γίνουνταν θηρίο, ανάβρυζε από μέσα της ό,τι ασκημιά μπορεί κανείς να φανταστεί, ασχημιά σε λόγια…». «Ηταν τότε ζωγραφιά του κύκλου της…». «Μου έριχνε κατάμουτρα βρομιές κοινωνικές για το γάμο και για την τιμιότητα. Μου έριχνε κατάμουτρα βρομιές κοινωνικές και δεν παραδέχουνταν καμιά ευγένεια στη δική μου αντίληψη του κόσμου…». Και αφού τον έβρισε, τον έδιωξε. Και ενώ έφευγε, γύρισε και την είδε, «είχε βγάλει» από την πόρτα της κάμαράς της «το μαύρο της κεφαλάκι- κεφαλάκι αγριμιού- και με κοίταζε και κείνη- για τελευταία φορά».