Στις 31 Αυγούστου 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα έχουν εισβάλει στη Σοβιετική Ενωση και προελαύνουν, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, μια από τις σημαντικότερες ρωσίδες ποιήτριες του 20ού αιώνα, συντάσσει στην πόλη Γιελαμπούκα, όπου ψάχνει εναγωνίως για δουλειά, τρία γράμματα: το ένα για τους μάρτυρες, το δεύτερο για τον Νικολάι Ασέγεφ και το τρίτο για τον γιο της Γκεόργκι Εφρόν. Στη συνέχεια κρεμάστηκε. Πέντε ημέρες νωρίτερα είχε υποβάλει αίτηση προς το Σοβιέτ του Λιτφόντ όπου έλεγε: «Σας παρακαλώ να με προσλάβετε για τη δουλειά της λαντζιέρισσας στην καντίνα του Λιτφόντ που πρόκειται να ανοίξει». Η διεύθυνση του Λιτφόντ δεν έχει καμία διάθεση να μπλέξει με μια πρώην εξόριστη, σύζυγο ενός «εχθρού του λαού». «Βοηθήστε με,είμαι σε απελπιστική κατάσταση» έγραφε η ποιήτρια στις 27 Αυγούστου 1940 στον Γραμματέα της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων Πιοτρ Παβλένκο. «Βοηθήστε με, είμαι σε απελπιστική κατάσταση.Η συγγραφέας Μαρίνα Τσβετάγιεβα» τηλεγραφούσε την ίδια ημέρα στον Στάλιν. Οχι μόνο δεν πήρε καμία απάντηση, αλλά την επομένη εκλήθη από τις μυστικές υπηρεσίες, τη Νι Κα Βε Ντε, «για υπόθεσή της». Αυτό συνέβη και κατά το παρελθόν, όμως τώρα πλέον δεν σήμαινε τίποτε. Η ίδια είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή της. Ηταν μόνον 49 ετών.

Εκστατική συλφίδα
Εξήντα επτά χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο της Τσβετάγιεβα το χρονικό της ζωής της περιγράφεται μέσα από τα κείμενα της ίδιας, τα σημειωματάρια και τις επιστολές της, σε έναν ογκώδη τόμο τον οποίο συνέθεσε ο γνωστός γάλλος κριτικός, ιστορικός και φιλόσοφος Τσβετάν Τοντόροφ. Ο τόμος καλύπτει την περίοδο από το 1908 (όταν η ποιήτρια ήταν 16 ετών) ως την ημέρα του θανάτου της. Δεν πρόκειται για απλό χρονικό. Καυτή λάβα χύνεται στις σελίδες του βιβλίου και ταραχή καταλαμβάνει τον αναγνώστη που παρακολουθεί μέσα από αυτές τη ζωή εκείνης της παθιασμένης γυναίκας, της εκστατικής συλφίδας που ο αιώνας της και το καθεστώς την έριξαν στη λάσπη. Ενός πλάσματος ακραίας ευαισθησίας, μιας πεταλούδας που έκαψε τα φτερά της. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Στις 8 Οκτωβρίου 1892 γεννιόταν στη Μόσχα η Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Ο πατέρας της Ιβάν Βλαντιμίροβιτς Τσβετάγιεφ ήταν καθηγητής της Ιστορίας και ιδρυτής του Μουσείου Αλέξανδρος Γ Δ (σήμερα γνωστό ως Μουσείο Καλών Τεχνών Πούσκιν). Το 1902 η μητέρα της προσβλήθηκε από φυματίωση. Η οικογένειά της, από τις επιφανέστερες της προεπαναστατικής Ρωσίας, ταξίδεψε για τη θεραπεία της στην Ιταλία, χωρίς ωστόσο να αποφύγει το μοιραίο. Η μητέρα της Τσβετάγιεβα πέθανε και η μικρή Μαρίνα εισήχθη το 1904 σε σχολείο της Λωζάννης. Το 1908 σπούδασε λογοτεχνία στη Σορβόννη. Το 1910 εξέδωσε την πρώτη συλλογή της Βραδινό άλμπουμ. Το βιβλίο τράβηξε την προσοχή του διάσημου ποιητή της εποχής Μαξιμίλιαν Βολόσιν. Ανάμεσα στον φτασμένο ποιητή και τη 18χρονη Τσβετάγιεβα αναπτύχθηκε θερμή φιλική σχέση. Η Τσβετάγιεβα επισκεπτόταν συχνά τον Βολόσιν στο σπίτι του στο Κοκτεμπέλ της Κριμαίας, τον παράδεισο των συγγραφέων και των καλλιτεχνών της εποχής. Εκεί συναντήθηκε με τον Σεργκέι Γιακόβλεβιτς Εφρόν, μαθητή της σχολής αξιωματικών. Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά- αλλά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, παρόμοιοι υπήρξαν και οι κατοπινοί έρωτες της Τσβετάγιεβα. Παντρεύτηκαν το 1912. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να έχει σχέσεις και με άλλους, όπως με τον κορυφαίο ποιητή Οσίπ Μαντελστάμ. Επιπλέον, περίπου την ίδια εποχή διατηρούσε ερωτική σχέση με την ποιήτρια Σοφία Παρνόκ.

Ως το 1917 ξεκαλοκαίριαζε με τον άνδρα της στην Κριμαία. Απέκτησαν δύο κόρες. Το 1914 ο Εφρόν κατετάγη εθελοντής στο μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το 1917 στον Στρατό των Λευκών με τον οποίον πολέμησε εναντίον των μπολσεβίκων. Από το 1917 ως το 1922 η Τσβετάγιεβα έζησε μακριά από τον άνδρα της, στη Μόσχα, όπου έγραψε έξι έμμετρα- και σε σύγκριση με την υπόλοιπη ποίησή της μέτρια- θεατρικά έργα στα οποία εξυμνεί τους Λευκούς. Στη Μόσχα το 1920 ξέσπασε λιμός. Την ίδια χρονιά η μία κόρη της, που την είχε βάλει σε ειδικό ίδρυμαγια να την προστατέψει υποτίθεταιπέθανε από την πείνα. Από τις τύψεις για τον θάνατό της η ποιήτρια δεν απαλλάχθηκε ποτέ. Ολα αυτά τα χρόνια διατηρούσε δεσμό με την ηθοποιό Σοφία Εβγκένιεβνα Χολιντέι. Για αυτήν έγραψε το πεζογράφημα Σόνετσκα (στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη). Τον Μάιο του 1922 κατάφερε να αναχωρήσει από τη Σοβιετική Ενωση μαζί με την κόρη της Αριάδνη και να συναντήσουν τον Εφρόν στο Βερολίνο. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το ζευγάρι μετέβη στην Πράγα. Εκεί ο Εφρόν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου. Η κακή τους οικονομική κατάσταση δεν τους επέτρεπε να νοικιάσουν διαμέρισμα και έτσι ζούσαν σε φοιτητικούς ξενώνες. Η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία της Τσβετάγιεβα ωστόσο ξεπερνούσε τα κοινά μέτρα. Στην Πράγα γνωρίζεται με τον πρώην αξιωματικό Κονσταντίν Μπεσλάβοβιτς Ρόζεβιτς και ανάμεσά τους αναπτύσσεται θυελλώδης έρωτας. Τον δεσμό τους σύντομα τον μαθαίνει ο Εφρόν που επεμβαίνει και τον διακόπτει. Αυτό της εμπνέει ένα από τα καλύτερα ποιήματά της, το «Ποίημα του τέλους».

Σχέση εξ αποστάσεως
Ενα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής της ήταν η αλληλογραφία της με τον Παστερνάκ που εξελίχθηκε σε έρωτα εξ αποστάσεως και διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα, μολονότι επί είκοσι χρόνια δεν συναντήθηκαν ποτέ. Οπως προκύπτει από την αλληλογραφία αυτή, το αίσθημα ήταν βαθύ. Τα γράμματά τους συνιστούν τη σημαντικότερη ποιητική των αισθημάτων που συναντά κανείς στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Το 1924 γεννιέται ο γιος της. Θέλει να του δώσει το όνομα του Παστερνάκ και να τον ονομάσει Μπορίς, όμως ο Εφρόν την εμποδίζει. Την ίδια χρονιά η οικογένεια μετοικεί στο Παρίσι όπου περνούν τα επόμενα 14 χρόνια. Ζουν στον κύκλο των εμιγκρέδων συγγραφέων και η Τσβετάγιεβα δημοσιεύει ποιήματα και πεζά στα περιοδικά τους. Ωστόσο ο εσωτερικός της κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός από την άγρια εποχή όπου έζησε. Ετσι, ενώ η ίδια ασκούσε σκληρή κριτική στο σοβιετικό καθεστώς, έστελνε ταυτοχρόνως επιστολές θαυμασμού στον επιφανέστερο ποιητή του, τον Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι.

Στροφή 180 μοιρών
Δεν περνάει πολύς καιρός και ο Εφρόν κάνει στροφή 180 μοιρών. Ο παλιός τσαρικός αξιωματικός που πολέμησε εναντίον των μπολσεβίκων στρατολογείται από τη Νι Κα Βε Ντε και γίνεται κατάσκοπος της Σοβιετικής Ενωσης, μιλώντας ταυτοχρόνως ανοιχτά υπέρ του καθεστώτος. Το ίδιο πράττει και η κόρη τής Τσβετάγιεβα, η οποία το 1937 επιστρέφει στη Σοβιετική Ενωση. Την ίδια χρονιά αναγκάζεται να επιστρέψει και ο Εφρόν αφού στα χέρια της γαλλικής αστυνομίας έχουν περιέλθει πλήθος ενοχοποιητικά στοιχεία για τη συμμετοχή του στη δολοφονία κοντά στη Λωζάννη ενός ρώσου διαφωνούντα που είχε αποδράσει στη Δύση. Η αστυνομία ανακρίνει την Τσβετάγιεβα, αλλά αυτή «ζούσε στα σύννεφα» (για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Στάλιν για τον Παστερνάκ). Αντί να τους δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, άρχισε να τους διαβάζει μεταφράσεις των ποιημάτων της στα γαλλικά.

Για χρόνια αποτελούσε απλή υποψία, αλλά σήμερα θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο Εφρόν συμμετείχε και στη δολοφονία τού γιου τού Τρότσκι στο Παρίσι το 1936. (Λέγεται ότι όταν το έμαθε ο Τρότσκι κλειδώθηκε επί μία ημέρα στο δωμάτιό του και όταν βγήκε όλα τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει.)

Το 1939 η Τσβετάγιεβα αποφάσισε να επιστρέψει με τον γιο της στη Σοβιετική Ενωση χωρίς να έχει ιδέα το τι επικρατούσε εκεί. Η προτελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε με τη σύλληψη του Εφρόν και της κόρης της Αριάδνης για κατασκοπεία. Η κατηγορία «τεκμηριώθηκε» από τον αρραβωνιαστικό της Αριάδνης, ο οποίος ήταν πράκτορας της Νι Κα Βε Ντε εντεταλμένος να κατασκοπεύει την οικογένεια. Ο Εφρόν εκτελέστηκε το 1941. Η Αριάδνη πέρασε οκτώ χρόνια στη φυλακή. Η Τσβετάγιεβα αυτοκτόνησε στην πόλη Γιελαμπούκα, όπου σήμερα βρίσκεται και το Μουσείο Τσβετάγιεβα. Οπως συνέβη και με τον Μαντελστάμ, κανένας δεν γνωρίζει πού βρίσκεται θαμμένη η «πιο ευρωπαία» ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα.

Τρεις κορυφαίοι ποιητές του 20ού αιώνα αυτοκτόνησαν- για διαφορετικούς λόγους ο καθένας: ο Γιεσένιν, ο Μαγιακόβσκι και η Τσβετάγιεβα. Ολοι τους νέοι. Τι ποίηση άραγε θα έγραφαν αν είχαν περάσει τα 50; Το ερώτημα μοιάζει με θλιβερό πρωθύστερο. Και πιο θλιβερή ακόμη η διαπίστωση ότι η αξία της Τσβετάγιεβα αναγνωρίστηκε στη Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο εξαιτίας της ιεραποστολικής προσπάθειας δύο σημαντικών συγγραφέων: του ποιητή Γιόζεφ Μπρόντσκι και της εξέχουσας προσωπικότητας της αμερικανικής κριτικής Σούζαν Σόνταγκ. Την παράδοση αυτή συνεχίζει το έξοχο αυτό βιβλίο που συνέθεσε και επιμελήθηκε ο Τσβετάν Τοντόροφ.