Οταν ο Pierre Duhem (1861-1916) και ένας ακόμη σημαντικός αριθμός ιστορικών των επιστημών που ακολούθησαν στράφηκαν στην αναζήτηση της επιστημονικής δραστηριότητας την περίοδο του Μεσαίωνα, μας αποκάλυψαν πως η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα δεν αποτελεί «δημιουργία εκ του μηδενός» και πως, όπως αναφέρεται στο πρώτο Επίμετρο του βιβλίου που παρουσιάζεται εδώ, «η περίοδος του Μεσαίωνα δεν πρέπει να θεωρείται σκοτεινή περίοδος, στη διάρκεια της οποίας δεν συνέβη τίποτα το αξιόλογο». Το βιβλίο αναφέρεται στην καθοδηγητική σημασία που είχε η καταστατική αρχή του «σώζειν τα φαινόμενα» για την επιστήμη της αστρονομίας, από την αρχαία ελληνική επιστήμη έως την καταδίκη του Γαλιλαίου στις αρχές του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, και απλοποιώντας σύνθετα ζητήματα, σκοπός της επιστήμης είναι η επαλήθευση των θεωρητικών της υπολογισμών μέσω των εμπειρικών αποτελεσμάτων, χωρίς να ενδιαφέρεται για μεταφυσικά ερωτήματα, γεγονός που σημαίνει πως η επιστήμη αποτελεί μία από τις ερμηνείες του κόσμου, χωρίς ωστόσο να είναι και η μοναδική.


Ποιος όμως ο λόγος της δημοσίευσης του έργου αυτού ενενήντα εννέα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του; Ποιο το διακύβευμα της έκδοσης του βιβλίου, σε μία εποχή όπου η ιστορία των επιστημών θεωρείται από την πλειονότητα αντικείμενο για ειδικούς; Στα ερωτήματα ετούτα απαντούν με δύο καταχωρημένα στο βιβλίο Επίμετρα οι επιμελητές της έκδοσης και οι ιστορικοί και φιλόσοφοι των επιστημών Κ. Γαβρόγλου, Μ. Ιβάνοβα και Σ. Ψύλλος. Κυρίως όμως την απάντηση παρέχει ο ίδιος ο συγγραφέας με τη «σκεπτικιστική» του στάση απέναντι στην ύπαρξη αποκλειστικών κριτηρίων. Και υπ’ αυτήν την έννοια η σημαντική και πρώτη μετάφραση στα ελληνικά ενός έργου του Pierre Duhem αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως ένα εγχείρημα γενεαλογικό το οποίο «σώζει τα φαινόμενα». Ηδη ο τίτλος του βιβλίου φανερώνει πως ο ερευνητής – και παραφράζοντας εν μέρει μια αναφορά του Foucault για τη γενεαλογία του Νίτσε – «χρειάζεται την ιστορία για να ξορκίσει τη χίμαιρα της καταγωγής», όπως και ο Duhem που αναζητεί τη γέννηση της επιστημονικής σκέψης σε εποχές που προηγήθηκαν της Επιστημονικής Επανάστασης του 17ου αιώνα. Η σημαντική συνεισφορά του γάλλου διανοητή τόσο στην ιστορία και φιλοσοφία των επιστημών όσο και στους εναλλακτικούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και την ανθρώπινη φύση, πραγματοποιώντας ρήξεις με τα προσωπικά «πιστεύω», γίνεται φανερή και από το δεύτερο Επίμετρο: «ο Duhem υπερασπίστηκε τη θέση ότι οι σημαντικές για τη σημερινή επιστήμη ιδέες γεννήθηκαν τον 13ο και 14ο αιώνα που για τους περισσότερους ιστορικούς της επιστήμης πριν από αυτόν αποτελούσαν περιόδους της ιστορίας ανάξιες μελέτης».


Στη συγκεκριμένη έκδοση του «σώζειν τα φαινόμενα» αναδύονται τόσο η ζωή και το έργο του Duhem, ενός κλειστού και βαθιά θρησκευόμενου χαρακτήρα με φιλομοναρχικές ιδέες, ο οποίος διέθετε ένα διευρυμένο πεδίο γνώσεων – από τη θερμοδυναμική έως τη μεσαιωνική παλαιογραφία, ή ακόμη τα αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά -, όσο και οι ξεχωριστές ιστοριογραφικές επιλογές του γάλλου συγγραφέα που προέβαλαν «την πολιτισμική σημασία της ιστορίας των επιστημών» και οι οποίες βασίζονται στις ιστορικές συνέχειες της επιστημονικής σκέψης, που προοδεύει με αργούς ρυθμούς, χωρίς επαναστατικές αλλαγές. Οπως εύστοχα αναφέρει ο Μ. Foucault σε ένα κείμενό του για τον γάλλο επιστημολόγο G. Canguilhem, «η Γαλλία μπορεί να μη διαθέτει πολλούς ερευνητές της λογικής, διαθέτει όμως πολλούς ιστορικούς της επιστήμης». Ο Pierre Duhem ανήκει στην πρώτη γενιά των ιστορικών αυτών, που προκάλεσαν σε σημαντικό βαθμό με τις ιστοριογραφικές τους θέσεις, τη δημιουργία ενός αντίθετου πόλου, εκείνου της γαλλικής φιλοσοφικής παράδοσης του 20ού αιώνα, των επιστημολογικών ρήξεων, της «ιστορικής επιστημολογίας» και των επαναστατικών γεγονότων, των G. Bachelard, Α. Koyré, G. Canguilhem, R. Taton, αλλά και L. Althusser, Μ. Foucault και D. Lecourt. Γνωρίζουμε πλέον πως το ζήτημα που τίθεται είναι η αντιμετώπιση των επιστημών ως προϊόντων μιας ιστορίας εν κινήσει, ώστε να αναδειχθούν οι μεταλλάξεις και οι συνέχειες, οι μορφές εν ολίγοις που έλαβαν οι επιστήμες με το πέρασμα των αιώνων και οι οποίες συγκρότησαν την έγκυρη γνώση κάθε εποχής. Δεν είναι άσκοπο να σημειωθεί πως υπάρχει μια λογική σε αυτή την ιστορία των επιστημών, η οποία δεν εξηγεί απλώς την ανέλιξη της γνώσης και την πορεία του ορθού λόγου, αλλά συνδέεται με το διακύβευμα της επικαιρότητας (τι σημαίνει ζω στο παρόν) αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και ένα ηθικό διακύβευμα (πώς ζω αυτό το παρόν). Πράγματι με ένα βιβλίο των αρχών του 20ού αιώνα είναι σαν να αποβιβαζόμαστε στον τόπο της δικής μας οντολογίας.