Δεν αποκλείεται τον μεθεπόμενο χρόνο, το 2007, να θυμηθούμε τη βασίλισσα Φρειδερίκη και τις παιδουπόλεις της, μια και συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τη γέννησή της και εξήντα από τους οργανισμούς και τα ιδρύματα που σύστησε το σωτήριον 1947, όπως η Βασιλική Πρόνοια Επαρχιών Βορείου Ελλάδος και το Βασιλικό Εθνικό Ιδρυμα, όπου και ανήκαν πλείστες όσες «στέγες» και «σπίτια» για τα παιδιά των «συμμοριοπλήκτων» περιοχών, σύμφωνα με την επίσημη τότε γλώσσα. Με την μπακαλίστικη μάλιστα νοοτροπία νεότερων ιστορικών μπορεί και να παρατηρηθεί έξαρση στις καταμετρήσεις με στόχο τους συμψηφισμούς των εκατέρωθεν θυμάτων. Τόσοι τρόφιμοι στις 58 τόσες παιδουπόλεις ανά την Ελλάδα, τόσα παιδιά-πρόσφυγες στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Δυστυχώς, σε αυτό το θεάρεστο έργο ισοκατανομής ευθυνών δεν φαίνεται να βοηθούν, προσώρας τουλάχιστον, οι νεότεροι μυθιστοριογράφοι. Πέντε χρόνια μετά Τα δάκρυα της βασίλισσας του Βασίλη Μπούτου, ένα δεύτερο μυθιστόρημα επαναφέρει ως κυρίως θέμα του τη σεξουαλική κακοποίηση στις παιδουπόλεις. Ο Θ. Σκρουμπέλος, στη δεύτερη μυθοπλαστική του εξόρμηση, ζωντανεύει με τον χαρακτηριστικό χειμαρρώδη λόγο του μια άγρια εποχή σε όλη της την έξαψη.


Ο σκύλος και το πτώμα


Στο στόχαστρο μια από τις πρώτες παιδουπόλεις στην περιοχή της Αττικής, το «αναμορφωτήριο» της Κηφισιάς, για το οποίο υπήρξαν καταγγελίες για βασανισμούς και σεξουαλική κακοποίηση ήδη από το 1950. Δίκην ντοκουμέντου, στο τέλος του μυθιστορήματος παρατίθενται η καταγγελία και τα πρωτοσέλιδα του τότε αριστερού Τύπου. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μυθιστορία, οι αποκαλύψεις ξεκινούν όταν η βασίλισσα επισκέπτεται το ίδρυμα και ένας σκύλος ξεχώνει το κακοποιημένο πτώμα ενός από τα παιδιά, ενώ δύο άλλα θα βρεθούν υιοθετημένα στην Αμερική χάρις στην ανάμειξη αμερικανού αξιωματούχου που υπηρετούσε στην Ελλάδα ως στρατιωτικός παρατηρητής. Δεύτερος στόχος του συγγραφέα, οι παράνομες υιοθεσίες όπου και πάλιν μνημονεύονται, δίκην ντοκουμέντου, οι δίκες για τις αγοροπωλησίες που έγιναν επί Κέννεντυ και ένας εμπλεκόμενος ελληνοαμερικανός εισαγγελέας που εντέλει απαλλάχτηκε των κατηγοριών, τον οποίον αναφέρει ως Στίβεν ή και Αλεξ Σκίπας, κατά ελαφρά παραλλαγή του πραγματικού ονόματος του δικαστικού.


Με βάση την ιστορική πραγματικότητα και ένα, κατά τα φαινόμενα, πλούσιο μικροϊστορικό υλικό μυθοποιεί και όποτε προσεγγίζει περιοχές ελλιπώς τεκμηριωμένες επιλέγει, κατά τη διακριτική ευχέρεια του μυθιστοριογράφου, την προσφορότερη για μια συναρπαστική πλοκή εκδοχή, έστω κι αν μερικές φορές πρόκειται για την πλέον ευφάνταστη παραλλαγή από τις θρυλούμενες.


Δομικώς περιπεπλεγμένο το δεύτερο μυθιστόρημά του, ενθέτει την κυρίως ιστορία του μεγαλύτερου υιοθετημένου παιδιού, που ήταν ήδη ένα «θαρραλέο αντράκι» στα τέλη του 1949, αρχές του 1950, όταν διαδραματίζονται οι σκηνές στην παιδούπολη, εντός της αφήγησης του μικρότερου υιοθετημένου που λατρεύει τους νεοϋορκέζους θετούς γονείς του. Κατά τις μαρτυρίες, τα υιοθετημένα παιδιά γίνονταν τέλεια αμερικανάκια, μισώντας τους φυσικούς γονείς τους. Αντ’ αυτού στο μυθιστόρημα ο αφηγητής έχει ολότελα λησμονήσει, μάλλον διαγράψει, τα οκτώ πρώτα χρόνια της ζωής του. Δημοσιογράφος το 1974, όπου τοποθετείται το παρόν της μυθιστορίας, τον σπρώχνουν να πάρει συνέντευξη από έναν διάσημο ελληνοαμερικανό ηθοποιό, τον οποίο σκόρπιες πληροφορίες φέρουν να πρωτοστατεί στα δεινά που ο δημοσιογράφος είχε υποστεί στην παιδούπολη. Αν και η μυθιστορηματική σύμβαση της συνέντευξης αποβαίνει μάλλον δεσμευτική, με αποτέλεσμα σε ορισμένα κεφάλαια να παραβιάζεται. Πάντως η αλλοτινή ιστορία του ηθοποιού, που αποκαλύπτεται πως δεν είναι άλλος από το «θαρραλέο αντράκι» της παιδούπολης, εκτυλίσσεται εκτός «αναμορφωτηρίου», στα βουνά, καθώς ο ήρωας πιστός στις υποσχέσεις του, οδηγεί δύο μικρότερα παιδιά σε μια ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού που θα τα περνούσε από τα σύνορα. Μια πορεία προς τα Πιέρια που θυμίζει την πορεία προς τον Γράμμο μιας άλλης ομάδος παιδιών στο μυθιστόρημα του Στρατή Χαβιαρά, Τα ηρωικά χρόνια. Μόνο που εκείνη η πορεία γινόταν το 1947, όταν υπήρχε ακόμη περιθώριο για μια αφήγηση επικού λυρισμού.


Παντρεμένη στο βουνό


Αποκομμένη η αντάρτικη ομάδα στο μυθιστόρημα του Σκρουμπέλου, μετά την κατάρρευση του Γράμμου, και η καπετάνισσα Ελένη προβάλλει σαν τραγική ηρωίδα. Παντρεμένη στο βουνό με έναν ιταλό λοχία από εκείνους τους μετρημένους που αυτομόλησαν στον ΕΛΑΣ, γέννησε στο βουνό και το παιδί της που βρήκε οικτρό τέλος στην παιδούπολη. Το «Μπέλα Τσάο» της τραγουδούσε ο Ιταλός κι όταν σκοτώθηκε στον ελιγμό από τον Γράμμο στο Βίτσι, της έμεινε το παρωνύμιο. Με τη στολή του Δημοκρατικού Στρατού και το χαρακτηριστικό δίκοχο εικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου, που φιλοτεχνήθηκε από Ιταλό, το 1948, για μια υπαρκτή συντρόφισσα Ελένη, της οποίας την ιστορία πιθανώς και να χωνεύει στην αφήγησή του ο συγγραφέας. Οπως κι αν έχει, η εκδίκηση της μυθιστορηματικής Ελένης για το παιδί της, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, δείχνει στους σημερινούς καιρούς αρχέγονη και βάρβαρη.


Το μυθιστόρημα αντλεί από πολλές και διαφορετικές σελίδες της οδύσσειας των αριστερών, με προτίμηση στις σκοτεινότερες. Από το στρατηγείο στο Κάιρο και εκείνον τον «σκληροπυρηνικό σύντροφο» που ενέπνευσε στον Στρατή Τσίρκα το «ανθρωπάκι» των Ακυβέρνητων πολιτειών ως την «τρελή εντολή» του Κόμματος, «να παραμείνουν μικρές αντάρτικες ομάδες στο βουνό και να συνεχίσουν τον αγώνα» μετά τον Αύγουστο του 1949. Εν τέλει, η μνήμη του δημοσιογράφου θα φωτιστεί με ένα ταξίδι στην Αθήνα που συμπίπτει με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οσο για την ιστορική 24η Ιουλίου 1974 θα τη ζήσει στον Κολωνό, τη γενέθλια συνοικία του συγγραφέα, που βρίσκει την ευκαιρία να προσθέσει βιωματικές όψεις και το απαραίτητο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο. Εναλλάσσοντας σκηνές, ρίχνει αυλαία με διάχυτη «τη μαγεία εκείνων των ανθρώπων».