Στη διάρκεια του ελληνικού μεσοπολέμου και μετά τη μικρασιατική καταστροφή, στον χώρο της αρχιτεκτονικής αλλά και γενικότερα του πολιτισμού αναπτύχθηκαν τρεις τάσεις: η συντηρητική-ακαδημαϊκή, η νεωτερική και εκείνη της «επιστροφής στις ρίζες». Αν εξαιρέσουμε την πρώτη που εδώ μας ενδιαφέρει λιγότερο, τόσο ο πόθος του μοντέρνου όσο και η αποκάλυψη μιας αληθινής, ίδιας ταυτότητας αποτέλεσαν σε εκείνη την ιστορική συγκυρία νόμιμες στάσεις που υποστηρίχθηκαν με εξαιρετική ιδεολογική ένταση και τιμιότητα και συνιστούν, στο πλαίσιο της ιστορίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού του 20ού αιώνα, ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Οι υπέρμαχοι βεβαίως της κάθε τοποθέτησης υιοθετούσαν ένα είδος στράτευσης με ιδιαίτερα έντονη την αίσθηση της αντιπαλότητας για την άλλη όχθη. H στράτευση τότε απαιτούσε σαφήνεια και καθαρή στάση, δεν ήταν ακόμη ένα είδος ιδεολογίας post-contradictory. H μία στάση ξεκινούσε από το αίτημα ικανοποίησης του πιεστικού αιτήματος «εξευρωπαϊσμού» της χώρας και απαλλαγής της από τη μοίρα της πτωχής βαλκανικής περιφέρειας· η άλλη διέβλεπε ένα «διαχρονικό» πνευματικό περιεχόμενο στην ελληνική πολιτισμική παράδοση, συνδεδεμένο με τον ελληνικό τόπο και την ιστορία, το οποίο είχε ως εκ θαύματος επιβιώσει και περίμενε την εκ νέου ανάδειξη και σχηματοποίησή του μέσω της δράσης φωτισμένων, διανοούμενων αστών που θα έδιναν σάρκα και οστά σε μια νέα ελληνική αναγέννηση του 20ού αιώνα. Οι πρώτοι δεν έβρισκαν τίποτε κακό στο να μιμηθούν, οι δεύτεροι ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για την πολιτισμική τους αυτάρκεια.


Ιστορία και ιδεολογία


Το πρόβλημα ωστόσο έχει να κάνει με τις ανάγκες της χώρας σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο, και κατά συνέπεια με τις δυνατότητες υλοποίησης μιας πολιτισμικής ιδεολογίας συνδεδεμένης με το κοινωνικό σύνολο και περισσότερο ή λιγότερο χαρακτηρισμένης από μια αντίληψη ιστορικής οξυδέρκειας. Μια ιδεολογία άλλωστε, ακόμη και η ποιητική ενός μεμονωμένου δημιουργού, δεν μπορεί να κριθεί σε απόλυτη τιμή αλλά σε σχέση με τη χρονική στιγμή, με την περιρρέουσα κοινωνική συνθήκη. H έλλειψη αυτής της «αντικειμενικής» θεώρησης οδήγησε τους εραστές της «παράδοσης» στο αδιέξοδο, αλλά και πολλούς ξένους μελετητές στο να προσεγγίζουν ορισμένα πολιτισμικά φαινόμενα του ελληνικού 20ού αιώνα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το περιβάλλον αναφοράς (είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ιταλικής μονογραφίας του Α. Ferlenga το 1999 για τον Δημήτρη Πικιώνη). Σήμερα, σχεδόν μετά από έναν αιώνα, μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη τάση μάλλον υπερίσχυσε, η δεύτερη τάση μάλλον ηττήθηκε: η επιφύλαξη ωστόσο παραμένει. Μπορεί να μη γίνεται άμεσα αντιληπτό, αλλά εραστές ενός όψιμου πικιωνισμού υπάρχουν και σήμερα, με άλλο νοητικό ένδυμα, γλώσσα, ηλικία, ακόμη και πολιτική τοποθέτηση. Τούτο μπορεί ενδεχομένως να ενισχύει την ντόπια πολιτισμική διαλεκτική, συχνά ωστόσο καταλήγει σε ένα είδος μεταμοντέρνου ιδεολογήματος που προκαλεί σύγχυση, όταν δεν μετατρέπεται σε ένα αυτάρεσκο είδος νεφελώδους ανατολισμού και ενθάρρυνσης μιας ιδιαιτερότητας με αναπόφευκτη νεοεθνικιστική απόχρωση.


H ποίηση του τόπου


Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις είναι το βιβλίο της Luisa Ferro, καθηγήτριας σήμερα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου του Μιλάνου και πρώην υποτρόφου του Ιδρύματος Ωνάση. H συγγραφέας εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα ερευνώντας το έργο του Πικιώνη και γενικότερα εμβαθύνοντας σε ζητήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής της περιόδου 1920-1960. Ενα από τα αποτελέσματα της έρευνάς της αποτελεί τούτο το βιβλίο. Πρόκειται για ένα είδος «συναισθηματικής τοπογραφίας», ενός αλληγορικού ταξιδιού σε τρεις θεμελιώδεις ελληνικούς τόπους: την Αθήνα του Λουμπαρδιάρη και του Μπενάκη, τους Δελφούς της ανασκαφικής αποκάλυψης και την Αίγινα του σπιτιού του Ροδάκη. Το στιβαρό ερευνητικό υπόβαθρο, ενισχυμένο και από τις εύστοχες βιβλιογραφικές αναφορές, είναι προφανές σε κάθε σελίδα. H συγγραφέας ωστόσο υπερβαίνει τον χαρακτήρα του επιστημονικού δοκιμίου για να διαμορφώσει μια ποιητική πρόζα βασισμένη σε ένα είδος κινηματογραφικής αφήγησης με ιμπρεσιονιστικές «σκηνές» από την ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα κυρίως του Μεσοπολέμου. Παρελαύνουν έτσι, μεταξύ πολλών άλλων, ο Μακρυγιάννης, ο Γιαννόπουλος, η Χατζημιχάλη, ο Πικιώνης και ο Θεόφιλος μαζί με τον Σεφέρη, τον Σικελιανό, τον Τσαρούχη, τον Καΐμη και τον Γκίκα, σε ένα παλίμψηστο με κεντρικό θέμα τον εντοπισμό της διαχρονικής ουσίας της «ελληνικότητας» την περίοδο της μέγιστης αναζήτησής της. H Ferro επιχειρεί επίσης έναν «εννοιολογικό» επαναπροσδιορισμό της έννοιας του «μοντέρνου», υποστηρίζοντας ότι τον τίτλο μπορεί να διεκδικήσει όχι μόνο το έργο του Βαλσαμάκη αλλά και το σπίτι του Ροδάκη, η κατοικία Καραμάνου του Πικιώνη και το σπίτι στην Ανάβυσσο του Αρη Κωνσταντινίδη. Ωστόσο η «αναθεωρητική» αυτή αποτίμηση μάλλον δεν βοηθά στην κατανόηση του χαρακτήρα της πραγματικής και έντονης ιδεολογικής αντιπαλότητας που χαρακτήρισε την πορεία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.


H Ferro ανήκει σε εκείνο το είδος των ιταλών διανοουμένων – και όχι μόνο – για τους οποίους η Ελλάδα αντιπροσωπεύει τον απόλυτο, ιδανικό, λατρευτό μύθο: πρόκειται για ένα ειλικρινές πάθος που έχει μεταξύ άλλων καλλιεργηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες από τη στιβαρή ανθρωπιστική παιδεία που η ιταλική μέση εκπαίδευση είναι σε θέση να προσφέρει. H τάση βέβαια εξιδανίκευσης είναι ένα ζήτημα: παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο της ιταλίδας ερευνήτριας συμβάλλει σε μία ακόμη αναγνώριση του νεότερου ελληνικού πολιτισμικού πλούτου για τους συμπατριώτες της, ενώ σε μας ανακινεί λίγη από τη χαμένη ίσως ευαισθησία για την κατανόηση της ανύποπτης, και ανείπωτης, ποίησης του Τόπου.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις του MIET κυκλοφορεί το βιβλίο του «Στοιχεία για τη νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική. Πάτροκλος Καραντινός».