Τα τσιτάτα, στη δουλειά μου, είναι σαν τους ληστές, που ξεπετιούνται οπλισμένοι στο δρόμο κι απαλλάσσουν τον ράθυμο περιπατητή από τις πεποιθήσεις του.


Walter Benjamin


Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), βερολινέζος διανοούμενος από τους σημαντικότερους της γενιάς του, έζησε τη σύντομη ζωή του υπό την επιρροή του Κρόνου, του πλανήτη της μελαγχολίας και της κακοτυχίας. Γόνος μεγαλοαστικής εβραϊκής οικογένειας, σπουδάζει συστηματικά Φιλοσοφία στο Φράιμπουργκ, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στη Βέρνη, αλλά νωρίς αντιλαμβάνεται με τον πιο επώδυνο τρόπο ότι το ακαδημαϊκό περιβάλλον τον απορρίπτει και αδυνατεί να κατανοήσει τον πρωτότυπο τρόπο της σκέψης του που δορυφορεί συνεχώς γύρω από τη διασύνδεση της φιλοσοφικής με τη λογοτεχνική διάνοια. Η έννοια της κριτικής της τέχνης στον γερμανικό Ρομαντισμό (1919) τον απασχολεί στη διδακτορική διατριβή του, ενώ αργότερα (1923-1925) η Καταγωγή της γερμανικής Τραγωδίας, μελέτη που την προορίζει για την απόκτηση υφηγεσίας και στην οποία εξετάζει ιδιαίτερα την προβληματική δομή της γερμανικής μπαρόκ τραγωδίας του 17ου αιώνα και την έννοια της αλληγορίας, προσκρούει στη σχολαστική ακαμψία των πανεπιστημιακών. Ο Μπένγιαμιν αναγκάζεται να αποσύρει την εργασία του και να ακυρώσει κάθε προοπτική ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, ακολουθώντας πλέον τον σκολιό δρόμο του ελεύθερου στοχαστή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε μια εποχή εξαιρετικής πολιτικής και οικονομικής ρευστότητας. Το βιοποριστικό πρόβλημα γίνεται ο μόνιμος εφιάλτης της καθημερινότητας για τον Μπένγιαμιν και εν πολλοίς θα καθορίσει τις συγγραφικές του επιλογές. Οταν το 1933, με την άνοδο του χιτλερισμού, εγκαταλείπει τη Γερμανία για τη Γαλλία, έχει ήδη μεταφράσει Μποντλέρ και Προυστ και είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τη γαλλική πνευματική ατμόσφαιρα: από το 1913, οπότε πρωτογνωρίζει το Παρίσι, επισκέπτεται επανειλημμένα τη γαλλική πρωτεύουσα, και ιδιαίτερα από το 1926 και μετά, όταν αρχίζει τη μετάφραση του Προυστ, δεν περνάει χρόνος χωρίς παρατεταμένη παρισινή διαμονή. Μετά το 1933 η Γαλλία γίνεται ουσιαστικά όχι μόνο η χώρα της αυτοεξορίας του αλλά και η χώρα όπου, παρά τις αντίξοες συνθήκες, εργάζεται εντατικά για το μείζον έργο του, έργο ζωής εμπνευσμένο από τη μποντλερική ποίηση, το Passagen-Werk, μια φιλόδοξη μελέτη για το Παρίσι, τις παρισινές στοές και τη σημασία τους στο αστικό και πνευματικό τοπίο του γαλλικού 19ου αιώνα. Το έργο αυτό για το οποίο ανάλωσε απίστευτη ενέργεια και συγκέντρωσε απίθανο, λαβυρινθώδες πρωτογενές υλικό, μελετώντας ακούραστα στην παρισινή Εθνική Βιβλιοθήκη τόμους επί τόμων έμελλε να μείνει ανολοκλήρωτο· εκπέμπει ωστόσο την αύρα (Aura) της αυθεντικότητας, έννοια που ο Μπένγιαμιν ανέπτυξε ιδιαιτέρως σε κριτικά κείμενά του προκειμένου να δοκιμάζει και να ελέγχει την αντοχή και τη μοναδικότητα του έργου τέχνης.


H φλογερή επαναστάτρια


Ο Μονόδρομος (Βερολίνο, 1928) προηγείται όλης αυτής της περιπέτειας της εξορίας και είναι, όπως τα περισσότερα κείμενα του Μπένγιαμιν, προϊόν έντονων προσωπικών και ιστορικών συγκυριών. Το καλοκαίρι του 1924 γνωρίζει στο Κάπρι την τρίτη μοιραία γυναίκα της ζωής του, μετά τη σύζυγό του Ντόρα Κέλνερ (Dora Kellner) και τη Γιούλα Κον (Jula Cohn). Πρόκειται για μια συνομήλική του φλογερή επαναστάτρια, κομμουνίστρια λεττονή ηθοποιό από τη Ρίγα, την Ασια Λάτσις (Asja Lacis, 1891-1979), που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο τόσο στην προσωπική όσο και στην πνευματική ζωή του και δεν έπαψε να προσανατολίζει την πορεία του, τουλάχιστον ως το 1930. Η Ασια, έχοντας σπουδάσει στη Μόσχα και γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις στο νεοσύστατο σοβιετικό καθεστώς, γίνεται η κύρια αφορμή για τη στροφή του Μπένγιαμιν προς τον μαρξισμό και τις ιδέες του (μολονότι τον είχε ήδη δελεάσει προς αυτή την κατεύθυνση η προβληματική της Ιστορίας της ταξικής συνείδησης του Λούκατς, που είχε κυκλοφορήσει μόλις έναν χρόνο νωρίτερα). Το φθινόπωρο του 1924 βρίσκει τον Μπένγιαμιν μαζί με την Ασια Λάτσις στο Βερολίνο και τον επόμενο χρόνο εκείνος την επισκέπτεται στη Ρίγα όπου συνειδητοποιεί ότι αντιμετωπίζει και πάλι στη ζωή του μια τραυματική ερωτική σχέση.


Το ταξίδι του στη Μόσχα (αρχές Δεκεμβρίου του 1926 ως τέλος του Ιανουαρίου του 1927) γίνεται εν μέρει για να συναντήσει ξανά την Ασια που νοσηλεύεται εκεί, και εν μέρει για να δει από κοντά τα έργα και τις ημέρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στο Μοσχοβίτικο ημερολόγιο, που πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τον Μονόδρομο, ο Μπένγιαμιν καταγράφει ανελλιπώς τις καθημερινές του απογοητεύσεις τόσο σε ιδιωτικό επίπεδο όσο και σε δημόσιο. Αφενός συνειδητοποιεί ότι αποτελεί τον παρείσακτο τρίτο σε μια αδιέξοδη σχέση, αφετέρου το λήμμα «Γκαίτε» που είχε αναλάβει να γράψει για τη Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια απορρίπτεται αμήχανα από τους «υπεύθυνους» κριτές. Αλλωστε και η σοβιετική καθημερινότητα δεν τον πολυενθουσιάζει, μολονότι η Μόσχα ανταποκρίθηκε κάπως στη συλλεκτική του βουλιμία (ανακάλυψε ξύλινα και πήλινα παιδικά παιχνίδια, εξαίρετα λακαρισμένα κουτιά και παλιές καρτ ποστάλ). Σε πολλές εγγραφές αυτού του ημερολογίου ο Μπένγιαμιν σημειώνει ότι διαβάζει στην κυκλοθυμική Ασια πολλά αποσπάσματα από τον Μονόδρομο, που έχει σχεδόν ολοκληρωθεί μέσα σε κλίμα νευρικής κατάρρευσης. Θα της τον αφιερώσει ανενδοίαστα: «Ο δρόμος αυτός ονομάζεται Οδός Ασια Λάτσις από το όνομα αυτής που ως μηχανικός τον διάνοιξε μέσα στον συγγραφέα». Κατά τη δίχρονη παραμονή της στο Βερολίνο (1928-1930) η Ασια θα ζήσει και πάλι για λίγο με τον Μπένγιαμιν, θα του γνωρίσει τον Μπρεχτ, θα γίνει η αφορμή να λήξει και επισήμως μια κακοφορμισμένη σχέση (το διαζύγιο με την Ντόρα βγαίνει κακήν κακώς το 1930), αλλά ξέρουν και οι δύο ότι ο μονόδρομος δεν έχει επιστροφή.


H διαιώνιση του στιγμιαίου


Η μικρολογική και αποσπασματική μέθοδος του Μπένγιαμιν στον Μονόδρομο διαμορφώνει έναν αστερισμό βραχύμορφων φιλοσοφικών στοχασμών, φευγαλέων αφοριστικών κειμένων (θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει και πεζά ποιήματα) που θυμίζουν κάπως τη νιτσεϊκή Χαρούμενη γνώση. Αργότερα ο Αντόρνο, φίλος του Μπένγιαμιν και επιμελητής αρκετών κειμένων του, υιοθέτησε αυτόν τον τρόπο γραφής στα περίφημα Minima Moralia. Την ίδια ποιητική τεχνική διατηρεί ο Μπένγιαμιν και στα Παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900, που γράφονται στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και επιχειρούν να αποδώσουν το ξάφνιασμα της παιδικής ματιάς μπροστά στη γενέθλια πόλη που γίνεται βαθμηδόν οικεία και αναγνωρίσιμη, αλλά και στο ύστατο έργο του, τις Θέσεις πάνω στην έννοια της Ιστορίας (1940). Η ποιητική των πολλαπλών θραυσμάτων, του συγκεκριμένου στιγμιότυπου αντί της μεγάλης αφαιρετικής σύνθεσης και του εννοιακού συστήματος, επιλέγεται ως οφειλή στον υπερρεαλισμό, που εκτός από καλλιτεχνικό κίνημα είναι κυρίως στάση ζωής – και αυτό γοητεύει ιδιαίτερα τον αντισυμβατικό Μπένγιαμιν που βλέπει στο απόσπασμα και στο παράθεμα, σπασμό της σκέψης, να περιέχεται in nuce η διαιώνιση του στιγμιαίου. Η τεχνική του Μονόδρομου συγγενεύει με την πρακτική του παίκτη, φιγούρα με την οποία ο Μπένγιαμιν αισθανόταν μεγάλη οικείωση, καθώς μια ολόκληρη ζωή προκαλούσε την τύχη του ρισκάροντας κάθε φορά τα πάντα – σε λάθος αριθμούς. Κάτω από την παιγνιώδη και ανάλαφρη διατύπωση εντοπίζεται η ίδια πάντα γεύση της μελαγχολίας, στυφή και άγουρη.


Η εμφάνιση της εξαιρετικής μετάφρασης στα ελληνικά του Μονόδρομου συνέπεσε με τις εργασίες ενός διήμερου διεθνούς συνεδρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών αφιερωμένου στον Βάλτερ Μπένγιαμιν (29 και 30 Απριλίου 2004), όπου ακούστηκαν πολλά και ενδιαφέροντα γύρω από το σύνολο έργο του. Η μπενγιαμινική προβληματική, τόσο μοναχική και ακατανόητη στην εποχή της, έχει μπολιάσει αποτελεσματικά τη σύγχρονη σκέψη σε πολλαπλά επίπεδα· μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι αυτός ο ανέντακτος και εκ πεποιθήσεως πλάνης τείνει να γίνει η δημοφιλέστερη μορφή της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης. Στη γλώσσα μας, πότε ατυχώς, πότε προσφυώς, έχουν αποδοθεί αρκετά από τα μείζονα ή ήσσονα έργα του. Η επικείμενη τρίτομη ανθολογία δοκιμίων του (1916-1940) από τις εκδόσεις Αγρα, φιλοτεχνημένη από επιτελείο αρμόδιων ερευνητών, προσβλέπει στη συστηματική γνωριμία μας με αυτόν τον δαιμόνιο στοχαστή που αναπροσανατόλισε το είδος του κριτικού δοκιμίου στον εικοστό αιώνα.


H κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.