Τι είναι ένας καθηγητής και ποια η αποστολή του πανεπιστημίου (universitas) σήμερα; Στο ιστορικό αυτό ερώτημα ο Ζακ Ντεριντά δίνει μια ασυνήθιστη απάντηση λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία των λέξεων, αλλά και τις πολιτικο-ιστορικές συγκυρίες όσο και τις τηλετεχνοεπιστημονικές αλλαγές στο επίπεδο της οικουμενικής επικοινωνίας: Καθηγητής είναι κάποιος που δεσμεύεται μέσω μιας δημόσιας υπόσχεσης να αναζητήσει την αλήθεια, και μάλιστα χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις και χωρίς να υπολογίζει τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Ο τόπος αυτής της δέσμευσης είναι το πανεπιστήμιο. Πέραν τούτου, το πανεπιστήμιο δεν είναι απλώς εργαστήριο παραγωγής «έργου», αλλά και τόπος όπου σχεδιάζονται και προβάλλονται άλλοι, δυνητικοί κόσμοι. Αυτό που διαβάζει επομένως ο Ντεριντά μέσα από το όνομα του καθηγητή δεν είναι τόσο η διαπίστωση ορισμένων «τυπικών» προσόντων ή η αυθεντία ενός ειδήμονα όσο η δεσμευτική ανάληψη του καθήκοντος για απεριόριστη άσκηση της σκέψης ενάντια σε κάθε μορφή δογματισμού. Το πανεπιστήμιο είναι ο θεσμικός τόπος όπου ο καθηγητής διερωτάται ελεύθερα για την ουσία των θεσμών και της κοινότητας εν γένει.


Το να δημοσιοποιούν ευρωπαίοι καθηγητές πανεπιστημίου τις σκέψεις τους για τον θεσμό που εκπροσωπούν δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο. Εκκινώντας από τη Διαμάχη του Καντ για τις πανεπιστημιακές σχολές, τους Λόγους του Φίχτε προς το γερμανικό έθνος και τις Διαλέξεις του Νίτσε για τα δημόσια ιδρύματα, μπορεί κανείς να υπενθυμίσει την αναφορά του Μαξ Βέμπερ στην επιστήμη ως επάγγελμα (Beruf) ή ακόμη και την περίφημη και επίδικη εκφώνηση του πρύτανη Χάιντεγκερ για την Αυτουπεράσπιση του Γερμανικού Πανεπιστημίου το 1933.


Στην ομιλία του κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου στις 3.6.1999 ο Ντεριντά θα συνεχίσει αυτή την παράδοση, διαφοροποιώντας και μετατοπίζοντας ελαφρώς τη δική του τοποθέτηση σύμφωνα με τη γνωστή στρατηγική της αποδόμησης. Θα θέσει υπό αμφισβήτηση τους κανόνες της εθιμοτυπίας μιας διδακτορικής διατριβής honoris causa και θα μιλήσει, κάνοντας χρήση της ιδιότητας του ξένου, για το «διαβολικό τρίγωνο» και τις ηγεμονικές βλέψεις του ΝΑΤΟ, της Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου, ασκώντας κριτική σε κάθε μορφή πολιτικής θεολογίας που διέπει και κατευθύνει την κυριαρχική βούληση.


Το δικαίωμα αντίστασης


H εμφατική του συνηγορία υπέρ ενός απροϋπόθετου πανεπιστημίου είναι αξίωση τόσο για το απόλυτο δικαίωμα μιας εκ των έσω προβληματοποίησης του θεσμού όσο και για το δικαίωμα αντίστασης του πανεπιστημίου ενάντια σε κάθε μορφή οικονομικού, πολιτικού, νομικού ή και ηθικολογικού περιορισμού έξωθεν επιβεβλημένου. Αυτό ισχύει σίγουρα για ένα πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, το οποίο δέχεται σήμερα συνεχείς πιέσεις που υπονομεύουν την αυτονομία του, αλλά και συνολικά για όλες τις ανθρωπιστικές σπουδές, οι οποίες βρίσκονται σε μόνιμη κρίση καθώς η ηγεμονία στον χώρο της γνώσης έχει μεταβιβαστεί στις τεχνοεπιστήμες. Ενα από τα δραστικότερα αποτελέσματα των νέων τηλετεχνολογιών είναι ο απεντοπισμός του χώρου της επικοινωνίας και συνακόλουθα η ανεπανόρθωτη αποσταθεροποίηση της έννοιας του χώρου του πανεπιστημίου (campus). Πού αρχίζει και πού τελειώνει σήμερα αυτό που γνωρίζαμε μέχρι πρότινος ως τοπική κοινότητα του πανεπιστημίου; Επιπλέον, οι τεχνοεπιστήμες δεν υπονομεύουν μόνο την τοπολογία των θεσμών αλλά και την ουσία των υποκειμένων, εφόσον «καθιστούν όλο και λιγότερο διασφαλισμένο ό,τι αποκαλείται ίδιον του ανθρώπου». Ολα αυτά πρέπει να γίνουν αντικείμενα μιας νέας πανεπιστημιακής σκέψης, η οποία οφείλει να αναστοχαστεί την κοινότητα και τον θεσμό πέραν των γεωπολιτικών και κρατικοεθνικών περιορισμών, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη την ήδη συντελούμενη παγκοσμιοποίηση και προωθώντας την στα άκρα, εκεί όπου αυτή απαλλάσσεται από τις φαντασιώσεις της πλανητικής κυριαρχίας.


Εδώ και πολλά χρόνια ο Ντεριντά εργάζεται σκληρά για να αποδομήσει μια κυρίαρχη προκατάληψη που τον θέλει έναν «μεταμοντέρνο» εστέτ και άρα απολιτικό στοχαστή. Εν τούτοις, με τα έργα του των τελευταίων ετών ο Ντεριντά φέρνει τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με μια έννοια του πολιτικού που ερμηνεύει όλους τους δεδομένους πολιτικούς αστερισμούς σύμφωνα με τη σχέση την οποία αναπτύσσουν έναντι της ετερότητας. H ετερότητα αποτελεί τη λυδία λίθο του πολιτικού, το όριο της συνάντησης του ενός με το(ν) άλλο. Αυτό όμως το όριο, μας επισημαίνει ο φιλοξενούμενος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εν καιρώ πολέμου, έχει μεταβληθεί (τότε, το 1999, αλλά και τώρα, εν έτει 2003) σε εχθρικό μέτωπο: μέτωπο σφαγής στα παραδοσιακά μέτωπα του πολέμου αλλά και στα εννοιολογικά μέτωπα του πανεπιστημίου.


Συνοριακή γραμμή


Το ρητορικό σχήμα που οργανώνει όλα τα μέτωπα αυτού του ακήρυχτου και συνεχούς πολέμου είναι εκείνο της συνοριακής γραμμής «μεταξύ δύο εννοιών που συχνά δύσκολα διαχωρίζονται, του απροϋπόθετου και της κυριαρχίας. Πρόκειται για δύο παραπλήσιες αλλά ετερογενείς παραστάσεις του πράγματος που αποκαλείται ελευθερία». Καθήκον του πανεπιστημίου είναι να αμφισβητεί και να περιορίζει κατά το δυνατόν την αρχή της κυριαρχίας ως αρχή εξουσίας. Γνωρίζοντας τη δυσκολία, το αδύνατον του εγχειρήματος, της αποσύνδεσης δηλαδή του απροϋπόθετου από την κυριαρχία, ο Ντεριντά μιλάει για την αναγκαιότητα μιας επ’ άπειρον αποδόμησης του μηχανισμού επανεγγραφής της κυριαρχίας και της βίας στον εκπαιδευτικό θεσμό. Αυτό σημαίνει ότι το απροϋπόθετο δεν είναι κάτι το δεδομένο, κάτι που υπήρξε ή που θα αποκαλυφθεί στο τέλος της ιστορίας, αλλά ότι πρόκειται για ένα συνεχές μέλημα της σκέψης, για την ανάληψη της δέσμευσης να κάνει κανείς δημόσια χρήση της έλλογης δύναμής του «χωρίς προϋποθέσεις».


Στο ντεριντιανό αυτό αδιανόητο σχήμα του «απροϋπόθετου χωρίς κυριαρχία», της «ελευθερίας χωρίς εξουσία», που δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια να εμποδίσει κανείς τη διαδικασία μετατροπής του ορίου σε εχθρικό μέτωπο, έρχονται να ανταποκριθούν οι προσφωνήσεις των καθηγητών Γ. Βέλτσου και Δ. Δημηρούλη, που συμπεριλαμβάνονται στην καλαίσθητη δίγλωσση έκδοση. Ως θεωρητικός της λογοτεχνίας ο Δ. Δημηρούλης θα επισημάνει τη συνοριακή σχέση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, αναγνωρίζοντας το αδύνατον ενός απόλυτου διαχωρισμού των δύο ειδών του λόγου ως ένα από Τα δώρα του Ντεριντά, ενώ ο Γ. Βέλτσος θα προσδιορίσει στο Εγκώμιόν του την πολιτική της φιλίας ως ιδιότητα του ξένου να αμφισβητεί με την παρουσία του τους νόμους του οίκου και της πόλεως. Και οι δύο προσφωνήσεις, μεταφρασμένες παραδειγματικά στα γαλλικά από τη Λευκή Μολφέση, καταφάσκουν το όριο ως την αδιανόητη συνθήκη της φιλοξενίας και του στοχασμού.


Τέλος, θα πρέπει να επαινεθεί η μεταφραστική υποδοχή του ντεριντιανού κειμένου από τον B. Μπιτσώρη, ο οποίος προσφέρει στον έλληνα αναγνώστη ακέραια την απόλαυση του ντεριντιανού γράμματος, προσθέτοντας στο κείμενο έναν εκτενέστατο σχολιασμό των κομβικών σημείων της ομιλίας του φιλοσόφου.


Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.