Το υλικό μοιάζει ανεξάντλητο. Το ίδιο και η αγάπη με την οποία κάθε φορά βυθίζεται κάποιος σ’ αυτό για να ανασύρει από τις σελίδες της γραπτής και άγραφης ιστορίας στοιχεία, γεγονότα, μαρτυρίες, που έναν σκοπό έχουν: να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη και να εξασφαλίσουν τη διάρκειά της στον χρόνο. Επιθυμία που αποκτά διαστάσεις όταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντος συμβαίνει να είναι η Κωνσταντινούπολη και οι χαμένες πατρίδες της Μικράς Ασίας, θέματα εκ προοιμίου φορτισμένα, ιστορικά και συγκινησιακά. Οπως ακριβώς συμβαίνει στις δύο αφιερωματικές εκδόσεις για την Κωνσταντινούπολη και το Πέραν, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Δύο λευκώματα στην ουσία, που πάντως πέρα από την έγχρωμη, ιλουστρασιόν απόδοση της ιστορίας προχωρούν σε πρωτότυπες ιστορικές καταθέσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ούτως ή άλλως τα λευκώματα προσφέρουν με την αισθητική τους μία επιπλέον απόλαυση, μέσω της εικόνας, παρέχοντας τη δυνατότητα ενός ταξιδιού μέσα από τις σελίδες τους.


Η ιδιαιτερότητα στο έργο Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη των Πόλεων (εκδόσεις Εφεσος) είναι ο χρόνος παρατήρησής της. Από τη μακραίωνη ιστορία της, γνωστή και από τα σχολικά βιβλία και καταγεγραμμένη πολλαπλώς, η έκδοση έχει επιλέξει να σταθεί στα νεότερα χρόνια, αυτά που ο απόηχός τους είναι ακόμη ζωντανός σε έμψυχα και άψυχα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε αρχίζει και η μεγάλη ακμή των Ρωμιών της Πόλης – ακμή υπό το βάρος πάντα της οθωμανικής κυριαρχίας, που γι’ αυτό δεν θα κρατήσει πολύ -, ως τις αρχές του 20ού αιώνα μόνον, και η αβάσταχτη συρρίκνωση που θα ακολουθήσει ως σήμερα αποτελεί σίγουρα μια ενδιαφέρουσα θέση για να δει κανείς και να παρατηρήσει την Κωνσταντινούπολη. Είναι η εποχή άλλωστε που η βυζαντινή «Βασιλίς των Πόλεων» θα αναδειχθεί σύμβολο και για τον νεότερο ελληνισμό αλλά και ως κοιτίδα της οικουμενικής Ορθοδοξίας. Η εποχή ακόμη που η ιστορία, αλλάζοντας για μία ακόμη φορά τον ρουν της, θα δημιουργήσει νέες συνθήκες και νέα δεδομένα. Οσο για τη μεγάλη συρρίκνωση, που επήλθε στη συνέχεια, ύστερα κυρίως από τα γεγονότα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου του 1955 και τις απελάσεις του 1964, που δημιούργησαν αναμφίβολα μια νέα συνθήκη για τον ελληνισμό της Πόλης, οι συγγραφείς του βιβλίου την καταγράφουν ιδιαίτερα.


Η πολεοδομική εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια του εξευρωπαϊσμού, από το 1840 ως το 1950, το ελληνικό θέατρο του 19ου αιώνα, τα ελληνικά εκπαιδευτήρια αλλά και ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922) είναι μερικά από τα κεφάλαια του βιβλίου, που υπογράφουν ειδικοί επιστήμονες σε επιμέλεια του κ. Γιώργου Γιαννακόπουλου, διευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Με ιδιαίτερα επίκαιρο μεταξύ των κειμένων αυτό ενός τούρκου κατοίκου της νέας γενιάς της Πόλης, που τολμά να πει: «Μακάρι να μην έφευγαν». Το αδημοσίευτο ως σήμερα εξάλλου εικονογραφικό υλικό της έκδοσης από το αρχείο του συλλέκτη κ. Σπύρου Μανουσάκη αποτελεί ένα δυνατό στοιχείο, καθώς παρουσιάζει μια χαμένη για πάντα Κωνσταντινούπολη αλλά και τη σύγχρονη μορφή της. Το βιβλίο πάντως, όπως επισημαίνει και η κυρία Πηνελόπη Σπάθη, ερευνήτρια του Κέντρου Μεσαιωνικού Πολιτισμού της Ακαδημίας Αθηνών, στο κείμενό της, δεν είναι ένα μοιρολόι για το «τι είχαμε και τι χάσαμε». Και ορθώς.


Αν όμως κάθε περιοχή της Πόλης στις ακτές του Κεράτιου, του Βοσπόρου και της Προποντίδας αποτελεί σήμερα ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο για την ιστορία του ελληνισμού, ο Γαλατάς, που υπήρξε το ευρωπαϊκό προγεφύρωμα της Πόλης και του Πέραν, ξεχωρίζει. Αλλωστε από τον 16ο αιώνα και μετά, δύο ήταν οι περιοχές που σημάδεψαν την ιστορία της Πόλης: το Φανάρι και το Πέραν ή Σταυροδρόμι. Το πρώτο ως ιστορική έκφραση της Ορθοδοξίας και το Πέραν ως χώρος έξαρσης και δημιουργίας του ελληνισμού. Σ’ αυτό το Σταυροδρόμι, που υπήρξε όντως σταυροδρόμι των δύο κόσμων, της Ανατολής και της Δύσης, αλλά και δύο ιδεολογιών, επικεντρώνεται το πολυτελές λεύκωμα του Ακύλα Μήλλα Πέρα. Το Σταυροδρόμι της Ρωμιοσύνης (εκδόσεις Μίλητος). Με μαρτυρίες και κείμενα, που μιλούν για τα «ωραία σπίτια του Πέραν, που όλα σχεδόν κατοικούνται αποκλειστικά από Ρωμιούς περιωπής» (1645) ή για το περιώνυμο Κερασοχώρι στα κράσπεδα του λόφου των Ταταύλων και του Αγίου Δημητρίου, που ήταν κατοικημένο πέρα για πέρα από Ρωμιούς, όπως γράφει ο Ερεμία Σελεμπί Κομιρσιάν το 1680. Και με πλήθος αρχειακών φωτογραφιών αλλά και με πρωτότυπες, πρόσφατες φωτογραφίσεις, που καταγράφουν και παραδίδουν τη σημερινή εικόνα του Πέραν. Ιδιαίτερη είναι η αναφορά στις περατικές εκκλησίες των ορθοδόξων Γραικών του Γαλατά, στην ιστορία τους και στα κειμήλια. Και δεν παραλείπεται ασφαλώς η τροπή που πήρε η ιστορία από τις αρχές του 18ου αιώνα με τους διωγμούς που άρχισαν για τους Ρωμιούς, όταν στην κυρίως Ελλάδα ξέσπασε η επανάσταση, ως την τελική και οριστική έξοδο των Ρωμιών από την Περαία μετά τα τραγικά γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 και με τις ευρείας κλίμακας δηώσεις. Μια προσχεδιασμένη καταστροφική θύελλα, όπως παραδέχονται και οι Τούρκοι, που θα οδηγήσει στην απέλαση και δήμευση των ελληνικών περιουσιών, βάζοντας τέλος στο ελληνικό Σταυροδρόμι.


Με μοίρα σε μεγάλο βαθμό κοινή, η Κωνσταντινούπολη και το Πέραν πορεύθηκαν στον χρόνο δίπλα δίπλα, από τη βαθιά αρχαιότητα και τις εποχές που η ιστορία ήταν τυλιγμένη ακόμη με την αχλύ των μύθων, φθάνοντας στον 21ο αιώνα να αναπολούν μέσα από γραπτές μαρτυρίες το παρελθόν. Και για αυτή και μόνον την υπηρεσία που προσφέρουν τούτες οι εκδόσεις χαρακτηρίζονται πολύτιμες.