Η ιστορία είναι παράξενη: Ενας άνθρωπος, του οποίου οι γονείς ζούσαν στην Ουγγαρία, γεννήθηκε το 1848 στην Αυστρία, το 1867 παντρεύτηκε στην Ουγγαρία, το 1920 έγινε παππούς στη Ρουμανία, το 1940 αρρώστησε στην Ουγγαρία και το 1947, σχεδόν αιωνόβιος, πέθανε στη Ρουμανία. Σε όλο αυτό το διάστημα αυτός και η οικογένειά του δεν μετακινήθηκαν καθόλου από το χωριό τους, που βρισκόταν στην Τρανσυλβανία. Θυμήθηκα αυτήν την ιστορία, που είναι φανταστική αλλά θα μπορούσε να είναι αληθινή, διαβάζοντας μια υποσημείωση στο νέο βιβλίο του Παντελή Λέκκα (σελ. 191). Η Τρανσυλβανία άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ του 1848 και του 1947, περνώντας διαδοχικά, κατά τις ανωτέρω χρονολογίες, στην κυριαρχία των χωρών που αναφέρθηκαν. Η ιστορία αυτή απεικονίζει τα προβλήματα του παιχνιδιού που παίζει ο εθνικισμός με τον χρόνο. Στο παιχνίδι αυτό, οι άνθρωποι καταλήγουν να αντιλαμβάνονται το παρελθόν ως εξέλιξη της νοερής κοινότητας του έθνους τους, ως εάν τόσο οι ίδιοι όσο και όλοι οι πρόγονοί τους είχαν συνείδηση του «συνανήκειν» σε αυτήν την κοινότητα. Ωστόσο είναι απίθανο ο άνθρωπος της παραπάνω ιστορίας μας και οι προγονοί του να ήταν διαδοχικά ταυτισμένοι με τόσα έθνη. Η ιδέα ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μια εθνική ταυτότητα (homo nationalis – εθνικός άνθρωπος) δεν υπήρχε πριν από την έλευση της νεωτερικότητας. Οφείλεται στην επικράτηση της σύγχρονης ιδεολογίας του εθνικισμού. Σε τι όμως διαφέρει η εθνικιστική ιδεολογία από άλλες εξίσου σύγχρονες, όπως, π.χ., η ιδεολογία της προόδου, της ισότητας κτλ.; «Η ειδοποιός διαφορά της… είναι ο συγκερασμός αποδείξεων πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και αξιώσεων πολιτικής ανεξαρτησίας» (σελ. 75). Η «ιστορία του έθνους είναι η ίδια μια έννοια που εγκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα… η ξεχωριστή ιστορία εκείνου ή του άλλου έθνους… μετουσιώνεται αυτόχρημα σε δικαίωμα πολιτικής αυτοδιάθεσης» (σελ. 1).


Τα κράτη-έθνη οργανώνουν, με τη βοήθεια της «εθνικής διανόησης» και των μηχανισμών κοινωνικοποίησης των ατόμων, τη θέαση του παρελθόντος, επιλέγοντας γεγονότα που όντως συνέβησαν και επινοώντας άλλα που ουδέποτε έλαβαν χώρα, προκειμένου να δημιουργηθεί η εθνική μυθολογία (ηρωικές επέτειοι, σύμβολα κτλ.). Το ίδιο συμβαίνει και με τον χώρο ο οποίος γίνεται αντιληπτός με όρους κυριαρχίας ενός έθνους επί συγκεκριμένου εδάφους. Αυτό μας φαίνεται φυσικό αλλά δεν είναι. «Εχουμε αφομοιώσει ως αυτονόητη τη μορφολογία των σχετικών ιδεολογημάτων ώστε αυτά συνήθως να μη μας ξενίζουν… Μέχρι όμως και τα τέλη του 18ου αιώνα, αυτό που σήμερα εννοούμε ως εθνικισμό δεν αποτελούσε ούτε αυτονόητο τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας ούτε καθολικό κανόνα πολιτικής συμπεριφοράς ούτε βεβαίως αδιαφιλονίκητο κριτήριο διαχωρισμού και οργάνωσης του κόσμου» (σελ. 2-3). Ο άνθρωπος της ιστορίας μας θα πρέπει να κλήθηκε πολλές φορές να «ξαναδιαβάσει» το παρελθόν του ως μέλους ενός έθνους που είχε προαιώνια δικαιώματα στη γη της Τρανσυλβανίας, μόνο που στην περίπτωσή του επρόκειτο για τρία διαφορετικά έθνη.


Η μονογραφία του Λέκκα (καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ειδικού στην ιστορική κοινωνιολογία και στην κοινωνική θεωρία) χωρίζεται στα εξής τρία μέρη: εθνικός χρόνος, εθνική μυθολογία και εθνικός χώρος. Αποτελεί τη δεύτερη σημαντική συμβολή του στη μελέτη του εθνικισμού, μετά από το έργο του Εθνικιστική ιδεολογία (πρώτη έκδοση, Μνήμων, 1992 και δεύτερη, Κατάρτι, Αθήνα 1996). Ο συγγραφέας δηλώνει ότι απορρίπτει το δίλημμα ανάμεσα στην εθνοαφυπνιστική και την εθνογενετική αντίληψη. Η πρώτη αντίληψη, η πιο διαδεδομένη στην κοινή γνώμη, υποστηρίζει ότι το κάθε έθνος διαθέτει τη δική του ιστορία και ότι σε κάποια φάση «αφυπνίζεται», αποκτά συνείδηση της ανέκαθεν ιδιαιτερότητάς του και διεκδικεί την πολιτική του αυτοδιάθεση. Αντιθέτως, η εθνογενετική αντίληψη, η οποία αντανακλά το θεωρητικό ρεύμα του κονστρουκτιβισμού, υποστηρίζει ότι «τα έθνη δεν αφυπνίζονται αλλά γεννώνται στη νεωτερικότητα» (σελ. 10).


Κατά τον Λέκκα το δίλημμα είναι άστοχο. Η μεν εθνοαφυπνιστική αντίληψη δεν εξηγεί γιατί τα «πανάρχαια έθνη» αφυπνίστηκαν στη νεωτερικότητα ούτε γιατί στο παρελθόν δεν είχαν συγκροτημένη ιδεολογία ούτε αντίστοιχη πολιτικοποίηση της επιδίωξής τους για δημιουργία εθνικού κράτους. Η δε αντίπαλή της εθνογενετική αντίληψη δεν εξηγεί πώς είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να μοιράζονται την ίδια ψευδαίσθηση. Ούτε πρέπει η εθνική ιστορία να θεωρηθεί απλό ενεργούμενο της πολιτικής. Μια τόσο πλαστή κατασκευή δεν θα μπορούσε να πείσει τα πλήθη, πολλώ μάλλον να τα συνεγείρει σε τέτοιο βαθμό ώστε να πολεμήσουν, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, για μια τόσο αφηρημένη ιδέα όπως το έθνος.


Ποια είναι λοιπόν η θέση του συγγραφέα; Σε αντίθεση με την κρατούσα στην επιστήμη άποψη, ο Λέκκας υποστηρίζει ότι το έθνος δεν είναι ένα κατασκεύασμα. Είναι «μια υπαρκτή οντότητα, την οποία γεννά η νεωτερικότητα και η οποία στηρίζεται σε αναπλάσεις της πραγματικότητας και ανασυστάσεις του παρελθόντος» (σελ. 101). Η εθνικιστική ιδεολογία δεν παραποιεί απαραιτήτως τα ιστορικά γεγονότα αλλά «τα μαλάσσει ούτως ώστε να χωρούν στη δική της εκδοχή περί του παρελθόντος χρόνου… ο τελικός μύθος αποτελεί ένα παλίμψηστο από αλήθειες και από δοξασίες» (σελ. 135). Οι δε άνθρωποι δεν είναι «απλώς παθητικοί φορείς κάποιας οντότητας που τους υπερβαίνει» αλλά «ανασυγκροτούν οι ίδιοι αυτήν την πραγματικότητα… είναι ενεργοί κοινωνοί του μυθικού αυτού κόσμου τον οποίο αναπαράγουν… με τη συμμετοχή τους» (σελ. 162).


Η αλήθεια είναι ότι, παρά τις προθέσεις του συγγραφέα, διάβασα αυτό το βιβλίο ως έναν καταιγισμό επιχειρημάτων υπέρ της εθνογενετικής αντίληψης. Μάλιστα εντυπωσιάστηκα από τη γεωγραφική ευρύτητα και το ιστορικό βάθος των εμπειρικών αναφορών του Λέκκα που συνάδουν προς αυτήν την αντίληψη. Νομίζω ότι και αν ακόμα το εθνικιστικό αφήγημα περιλαμβάνει αληθινά στοιχεία, σημασία έχει ότι τα ερμηνεύει κατά το δοκούν. Οσο για το επιχείρημα ότι κάτι πρέπει να είναι τουλάχιστον εν μέρει αληθινό για να είναι πειστικό, μου φαίνεται ότι η πειστικότητα δεν είναι πάντα συνάρτηση της ακρίβειας. Πάντως η σύνθεση των θεωρητικών προσεγγίσεων του εθνικισμού που επιχειρεί ο Λέκκας είναι πολύ ενδιαφέρουσα και το ύφος του ξεχωριστό, τόσο που ο αναγνώστης, ο οποίος τυχόν γνωρίζει τα στοιχειώδη της σχετικής επιστημονικής συζήτησης, θα θελήσει να διαβάσει το βιβλίο μονομιάς. Πρόσθετος λόγος γι’ αυτό είναι ότι η εν λόγω μονογραφία αποτελεί μια κριτική της κριτικής, δηλαδή μια αξιολόγηση άλλων προσεγγίσεων που έχουν απομυθοποιήσει τον εθνικισμό. Ο συγγραφέας επικρίνει την κοινωνιολογική προσέγγιση που περιορίζεται στα κοινωνικά ερείσματα της εθνικιστικής ιδεολογίας, τη λειτουργική προσέγγιση που συγχέει τις συνέπειες με τα αίτια εμφάνισης του φαινομένου, την προσέγγιση της θεωρίας του εκσυγχρονισμού που αντιμετωπίζει την εμφάνιση των εθνών ως απλό παρακολούθημα της μετάβασης από την παραδοσιακή στη νεωτερική κοινωνία και, όπως είπαμε, την εθνογενετική προσέγγιση. Ενδιαφέρουσα σύνθεση, εκπληκτική τεκμηρίωση, ξεχωριστό ύφος. Για τους λόγους αυτούς, το βιβλίο θα μπορούσε να κάνει διεθνή καριέρα.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.