Ηρθε τις προάλλες στην Αθήνα ο ιρανός πρόεδρος Μ. Χαταμί και η κυβέρνηση οργάνωσε την υποδοχή του. Οι οδηγοί που εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους στις λεωφόρους γύρω από το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου είδαν να περνούν οι πομπές των μοτοσικλετιστών και των αυτοκινήτων με τους επισήμους. Αν γνώριζαν πόσες μοτοσικλέτες ήταν στην προπομπή, πόσες πολιτικές ή εκκλησιαστικές προσωπικότητες και ποια τμήματα απόδοσης τιμών συμμετείχαν στην επίσημη τελετή υποδοχής, τι εμβατήρια παιάνισαν οι μπάντες, τι χειραψίες και πόσες φιλοφρονήσεις ανταλλάχθηκαν, ίσως έδιναν τόπο στην οργή για την ταλαιπωρία τους. Το savoir vivre της εξουσίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διεκπεραίωση της πολιτικής. Μια ολόκληρη τελετουργία κάθε φορά, με την αρχή του προβαδίσματος σε πρώτο πλάνο, δηλώνει την ιεραρχία και την κοινωνική ευταξία. Ακόμη και σε κοινωνικό επίπεδο, γνωρίζουμε λόγου χάρη ότι η δούκισσα του Λουξεμβούργου έχει το προβάδισμα των γαλαζοαίματων κυριών σε γάμους, κηδείες και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, ως η αρχαιότερη.


Εν όψει του 2003, οπότε η χώρα μας αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα πρέπει να ευθυγραμμιστούμε με τις τελευταίες εξελίξεις στο πρωτόκολλο των σύγχρονων ηγεσιών, ώστε να μη βρεθούμε προ εκπλήξεων. Σε μια πρόσκληση σε δεξίωση του υπουργείου Εξωτερικών, λόγου χάρη, είχε δημιουργηθεί θέμα προ ετών, όπως γράφηκε στον ημερήσιο Τύπο, όταν ολλανδός διπλωμάτης απάντησε πως θέλει να προσέλθει με τον φίλο του. Σε πολλές χώρες σήμερα, τα προνόμια του συντρόφου δεν αναγνωρίζονται μόνο στη σύζυγο αλλά στον λεγόμενο «significant other», ήτοι «σημαίνον άλλο πρόσωπο», άνδρα ή γυναίκα, ασχέτως γάμου. Σε ποια κατάσταση βρίσκεται άραγε το ημέτερο savoir vivre; Ας προσέξουμε διότι, όπως γράφει ο συγγραφέας του πρώτου επί του θέματος βιβλίου, «η «ποινή» για όποιον δεν εφαρμόζει τα οριζόμενα από την εθιμοτυπία είναι η σιωπηρή αποδοκιμασία του από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνικής ομάδας».


«Αγαπητή κυρία…»


Ο Σωτήριος Η. Τριαντάφυλλος είναι μάλλον ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να συντάξει ένα σύγχρονο και ενημερωμένο Εγχειρίδιο Πρωτοκόλλου – Εθιμοτυπίας, αφού ο ίδιος υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες και υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων, στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας και στο Επιτελείο του υπουργού Εθνικής Αμυνας, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα διετέλεσε τμηματάρχης Πρωτοκόλλου και Εθιμοτυπίας του υπουργείου, και ειδικότερα του υπουργού Εθνικής Αμυνας. Σημειωτέον ότι η συμμετοχή των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ιδιαίτερα σημαντική στη διαδικασία υλοποίησης επίσημων επισκέψεων, αφού μια σειρά ενέργειες που επιβάλλονται από το επίσημο πρωτόκολλο σχεδιάζονται και υλοποιούνται με ευθύνη των Ενόπλων Δυνάμεων. Βέβαια για το προαναφερθέν ζήτημα ο συγγραφέας ακολουθεί μάλλον την πεπατημένη: παρουσιάζει μόνο υποδείγματα προσκλήσεων «άνευ συζύγου» και «μετά συζύγου», ενώ στο κεφάλαιο «Επιστολές/ Εντυπα αλληλογραφίας» προτείνει για την εξωτερική όψη του φακέλου το «Κύριο/Κυρία (ονοματεπώνυμο) (διεύθυνση)» και προσφώνηση «Αγαπητή/-έ Κυρία/Κύριε», οπότε το μόνο που παρατηρούμε είναι το προβάδισμα της κυρίας – εφόσον υπάρχει – στην προσφώνηση της επιστολής. Αυτό το σημείο ίσως χρειαστεί αναθεώρηση, αλλά προς το παρόν ο συγγραφέας τονίζει την αρχή: «Δεν μπορεί κάποιος να παραβαίνει τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και γενικά τους κοινωνικούς τύπους χωρίς συνέπειες».


Τι υπαγορεύουν λοιπόν οι κανόνες και οι κοινωνικοί τύποι; Επί τροχάδην σταχυολογούμε από τα διάφορα κεφάλαια του βιβλίου: Κατά τη χειραψία τα χέρια κινούνται ρυθμικά και συμβολικά (τρεις ως επτά φορές). Το ταλέντο της συζήτησης συνίσταται στην τέχνη να ακούς και να προσδίδεις αξία στους συζητητές, κατά τρόπο ώστε ο καθένας να μένει ικανοποιημένος από τον εαυτό του και από τους άλλους. Αποφεύγουμε να μιλήσουμε για απόντες, πολύ περισσότερο αν πρόκειται να τους κακολογήσουμε ή να τους σχολιάσουμε. Η αισθητική απαιτεί να μην αναφέρεται κανείς στις προσωπικές σχέσεις, στην περιουσία του, στις επαγγελματικές του ευθύνες, στις αισθηματικές του περιπέτειες κτλ. Οι φιλοφρονήσεις αποτελούν μέρος της κοινωνικής ζωής και είναι τελείως φυσιολογικές μέσα στη συζήτηση, αρκεί να μην είναι επίμονες και να μην καταλήγουν στην κολακεία. Ομοίως, δεν μιλάμε συγκαταβατικά για τον εαυτό μας, διότι έτσι οι συνομιλητές μας υποχρεώνονται να μας κολακεύουν. Η προσφορά δώρων, η προσφορά λουδουδιών, οι προσκλήσεις και η αποστολή προσκλήσεων έχουν και αυτές τα μυστικά τους. Οι γλαδιόλες, λόγου χάρη, θεωρούνται πένθιμα λουλούδια και δέον να αποφεύγονται.


Σπαράγγια και θαλασσινά


Η ενδυμασία κατά τις εθιμοτυπικές εκδηλώσεις, οι χώροι που θα χρησιμοποιηθούν για χοροεσπερίδες, τα μενού για προγεύματα, γεύματα εργασίας, επίσημα γεύματα, δείπνα, είναι ζητήματα ιδιαίτερα λεπτά. Ποιο είναι το επίσημο ένδυμα, το ημιεπίσημο, το ένδυμα περιπάτου και το σπορ ή απλό, καθημερινό ένδυμα για άνδρες και γυναίκες; Ποιες οι υποχρεώσεις των προσκαλούντων και ποιες των προσκεκλημένων; Από ποιον δίνεται μια δεξίωση, με ποια αφορμή, πόσα εδέσματα υπολογίζονται ανά προσκεκλημένο, πότε οφείλουν να προσέρχονται οι προσκεκλημένοι και πότε να αποχωρούν και ούτω καθεξής. Ο συγγραφέας προχωρεί στην εμφάνιση των τραπεζιών στα γεύματα και δίνει υποδείγματα διευθέτησης σκευών και πλάνα καθισμάτων, ως και οδηγίες για τη σαλάτα, τα σπαράγγια και τα θαλασσινά. Υψίστης σημασίας είναι το κεφάλαιο για τους διατροφικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι διάφορες θρησκείες. Επειτα, στο κεφάλαιο «Επιστολές/Εντυπα αλληλογραφίας», λύνεται το ακανθώδες πολλές φορές ζήτημα πώς απευθύνεται κανείς σε υπηρεσιακές επιστολές σε προϊστάμενο, σε στρατηγό, σε υπουργό, σε μητροπολίτη και γενικά σε οποιονδήποτε θα ήθελε να κάνει καλή εντύπωση!


Τα οφίκια του Βυζαντίου


Το πιο χρήσιμο κεφάλαιο για τον προγραμματισμό των ταξιδιών ενός πολιτικού είναι μάλλον το τελευταίο, όπου παρατίθεται ο Πίνακας Εθνικών Εορτών των διαφόρων χωρών (π.χ.: 1η Ιανουαρίου, Σουδάν, Ημέρα Ανεξαρτησίας/ 26 Ιανουαρίου, Αυστραλία, Εθνική Εορτή, Ιδρυση Κράτους Αυστραλίας 1788/ 26 Ιανουαρίου, Ινδία, Ημέρα Δημοκρατίας/ 11 Φεβρουαρίου, Ιράν, Εθνική Εορτή/ και ούτω καθεξής). Της ίδιας στρατηγικής σημασίας είναι και ο πίνακας των τοπικών θρησκευτικών εορτών και ιστορικών επετείων στους νομούς και στις πόλεις της Ελλάδας (Μεσολόγγι: Σάββατο του Λαζάρου – Κυριακή των Βαΐων, Επέτειος Εξόδου του Μεσολογγίου, 10 Απριλίου 1826/ Βόνιτσα: 12 Δεκεμβρίου, Αγ. Σπυρίδωνος/ Θερμό Τριχωνίδας, 24 Αυγούστου, Αγ. Κοσμά του Αιτωλού και ούτω καθεξής). Στις θρησκευτικές εορτές και ιστορικές επετείους πανελλαδικής εμβέλειας, τις οποίες επίσης παραθέτει ο συγγραφέας, προστίθενται τρεις επιπλέον εορτασμοί πανελλήνιου χαρακτήρα που έχουν καθιερωθεί: 19η Μαΐου, Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων, 9η Μαΐου, Ημέρα Εθνικών Αγώνων της Εθνικής Αντίστασης κατά του ναζισμού – φασισμού και 24η Απριλίου, Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Το βιβλίο εν κατακλείδι είναι ένας πολύτιμος οδηγός για πολιτικούς και πολιτικοποιημένους ανθρώπους. Δεν πρόκειται για ανάγκη της εποχής μας. Το πρωτόκολλο και η εθιμοτυπία υπήρχαν σε όλες τις κοινωνίες από την ομηρική εποχή ως σήμερα, συνοψίζει ο συγγραφέας στο ιστορικό επίμετρο του βιβλίου δίνοντας παραδείγματα από την κλασική και τη ρωμαϊκή εποχή.


Μπροστά σ’ αυτά η βυζαντινή περίοδος, το τέλος της τουρκοκρατίας και τα χρόνια της εθνεγερσίας μοιάζουν οι πιο κούφιες περίοδοι σε αξιώματα, προσφωνήσεις και αξίες. Το τι ακουγόταν από χείλη ανθρώπων που ούτε καν καταλάβαιναν τι έλεγαν, είναι απίστευτο. Το έργο Τιμητικοί τίτλοι και ενεργά αξιώματα στο Βυζάντιο. Εθιμοτυπία, διοίκηση, στρατός του Κίμωνα Εμμανουήλ Πλακογιαννάκη είναι αποκαλυπτικό. Ο συγγραφέας προέρχεται και αυτός από τον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου υπηρέτησε ως μόνιμος αξιωματικός διερμηνέας. Μέσα από εκτεταμένη έρευνα και μελέτη των πηγών, αποκαλύπτει έναν λαβύρινθο αξιωμάτων, τίτλων και προσφωνήσεων. Κατ’ αρχάς στο Βυζάντιο υπήρχε ολόκληρη κλίμακα τιμητικών τίτλων και διοικητικών θέσεων, που ήταν επίτηδες πότε μόνιμες και πότε ανακλητές: σπαθάριοι, πρωτοσπαθάριοι, κανδιδάτοι, σπαθαροκανδιδάτοι, μάγιστροι, πραιπόσιτοι, πατρίκιοι, πριμικήριοι, στράτορες, βεστίτορες, σιλεντιάριοι. Υπήρχαν τίτλοι που απονέμονταν σε «βαρβάτους», δηλαδή γενειοφόρους, μη ευνούχους, τίτλοι που προορίζονταν για τους κοινούς θνητούς, τίτλοι για γυναίκες (π.χ. ζωστή πατρικία), όπως και τίτλοι-θέσεις για ευνούχους (έπαρχος, κοιαίστωρ, δομέστικος). Αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η λέξη «Βυζάντιο» πέρασε στην καθομιλουμένη ως συνώνυμο του διοικητικού χάους. Η εντυπωσιακή αυτή μελέτη μάς φέρνει σε επαφή με τους «υπουργούντες εις το Μέγα Παλάτιον», με τον «Μέγαν Παπίαν» και τη σύζυγό του τη «Μεγάλη Παπίαινα» και τους άλλους κατόχους θέσεων της αυλικής ιεραρχίας γύρω από τα οφίκια. Ακόμη αποκαλύπτει καταχρήσεις και καταργήσεις της ιεραρχίας, όπως όταν το 906 ο «Πρωτοπαπάς του Μεγάλου Παλατίου» στεφάνωσε τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ ύστερα από τρεις γάμους με την ερωμένη του Ζωή Καρβουνοψίνα. Οπωσδήποτε το πρόβλημα στη βυζαντινή περίοδο δεν ήταν μόνο το αβυσσαλέο εθιμοτυπικό και διοικητικό σύστημα που παρακολουθούμε στο έργο αυτό, αλλά και η γλωσσική εξέλιξη που εμπόδισε το βυζαντινό κράτος να χρησιμοποιήσει την ίδια γλώσσα με τους πολίτες του, την απλή λογία της Πόλης.


Στα νύχια των καλαμαράδων


Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το 1821 και χειροτέρευε διαρκώς, όπως έχει δείξει στο μοναδικό έργο του Η γλώσσα και το Εικοσιένα ο μακαρίτης πλέον Κυριάκος Σιμόπουλος. Ξεκινώντας από τη βυζαντινή περίοδο και τη λαϊκή μεταβυζαντινή γλώσσα, ο ιστορικός σημείωνε: «Η εμποροναυτική τάξη δεν κατόρθωσε να επιβάλει την προοδευτική ιδεολογία της. Η βυζαντινή οικονομία πέρασε σε ξένα χέρια, με άμεσο αποτέλεσμα να αναβιώσει ο κούφιος μεγαλοϊδεατισμός, ο αποστεωμένος αρχαϊσμός, η ονειροπόληση του μακρινού μεγαλείου και προπαντός το καλογηρικό πνεύμα». Το ίδιο ακριβώς συνέβη και μετά την Επανάσταση του ’21. Ενώ υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για ένα φιλελεύθερο πολίτευμα, το οποίο άλλωστε ονειρεύονταν οι εξεγερμένοι σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις που έγιναν τον καιρό του πολέμου, ήρθε ο λογιωτατισμός από τη Δύση και «κατόρθωσε να επιβάλει στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή μια νεκρή, απολιθωμένη γλώσσα, τη στιγμή ακριβώς που το Γένος αγωνιζόταν, ρωμαλέο και ανυποχώρητο, για την εθνική ανάσταση και την προκοπή του». Οι λογιότατοι συνέτασσαν, γράφει ο Σιμόπουλος, «τις προκηρύξεις, τα δημόσια έγγραφα και τις εφημερίδες σε γλώσσα ολότελα ακατανόητη από τους αγωνιστές». Ο Καραϊσκάκης, «με τον αράθυμο, τον αψύ, βουνίσιο λόγο του», είχε αγανακτήσει κάποια φορά με τον γραμματικό του, και τον πρόσταξε: «Ετσι γράφτο». Σε επιστολή του, όμως, γραμμένη από τους καλαμαράδες που είχαν αναλάβει την αλληλογραφία του, φέρεται να απευθύνεται προς τον Γ. Κουντουριώτη ως εξής: «Εκλαμπρότατε, το από 6 Ιανουαρίου σεβαστόν και έκλαμπρόν σας μοι εγχειρίσθη, το οποίον αναγνούς επευξάμην εκ βάθους ψυχής…». Η κατάσταση έφθασε σε ακραία όρια. Ο Σαντορινιός Μαρίνος Παρθένιος Γαβαλάς απευθύνεται στις 19 Μαΐου 1822 στον Γ. Κουντουριώτη ως εξής: «Τω πανευγενεστάτω μοι αυθέντη κυρίω Γεωργίω Κουντουριώτη δουλικώς εις Υδραν. Την πανευγενίαν της δουλικώς εν ταπεινότητι προσκυνώ. Δεν παραλείπω διά του ταπεινού και δουλικού γράμματός μου να την ταπεινοπροσκυνήσω και να την παρακαλέσω…». Πώς μπορεί η γλώσσα να επιβληθεί πάνω στον άνθρωπο και να τον τσακίσει, αυτό δείχνει το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου. papag@dolnet.gr