Το επίπεδο του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα σήμερα φαίνεται να ορίζεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τρία σημεία: Ημιτελείς φράσεις στα τηλεοπτικά «παράθυρα», ανταλλαγή επιστολών κάποτε με επιθέσεις ad hominem στις εφημερίδες, παράλληλοι μονόλογοι σε σποραδικές δημόσιες εκδηλώσεις (πάνελ συζητήσεων ή παρουσιάσεις βιβλίων). Αίφνης, συνειδητοποιεί κανείς ότι ο διάλογος πάνω σε αυτό που αφηρημένα θα ονομάζαμε θέματα αρχής γίνεται συγκροτημένα, αν και με πολύ τεχνικό τρόπο, στα κείμενα των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν θεσμικά ζητήματα και περιλαμβάνουν και τη γνώμη της μειοψηφίας. Αφορμή για αυτήν τη συνειδητοποίηση είναι η έκδοση ενός βιβλίου από τον Μιχάλη Πικραμένο. Ο πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλα τα κείμενα δικαστικών αποφάσεων των ετών 1995-1998 σχετικά με την τύχη της «βασιλικής περιουσίας», τις εισηγήσεις που προηγήθηκαν των αποφάσεων και το νομοθετικό πλαίσιο. Ο ίδιος συνέγραψε μια τεκμηριωμένη εισαγωγή (σ. 17-33) που ξεναγεί τον αναγνώστη στους δαιδάλους της δικαστικής διαμάχης ανάμεσα στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο και το ελληνικό Δημόσιο για την τύχη της περιουσίας. Διαβάζοντας την εισαγωγή παρακολουθεί κανείς τον νομικό λόγο και τον αντίλογο της μιας και της άλλης πλευράς. Ο συγγραφέας καταθέτει τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν τη γνώμη της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για απόρριψη των αιτήσεων του τέως βασιλιά, σε άλλο σημείο του βιβλίου (σ. 128-141). Εκεί δημοσιεύει, μετά από τις σχετικές αποφάσεις του δικαστηρίου και εισηγήσεις άλλων δικαστών, και τη δική του προ-εισήγηση που είχε ετοιμάσει για τις τέσσερις αιτήσεις ακυρώσεως του τέως βασιλιά προς το Συμβούλιο.



Οπως σωστά εξηγεί ο Πικραμένος στην εισαγωγή του βιβλίου, νόμος του 1992 (ο ν. 2086/1992, που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Κ. Μητσοτάκη) ουσιαστικά αποδεχόταν ότι η περιουσία ανήκει στον έκπτωτο βασιλιά και τα μέλη της οικογένειάς του. Αντιθέτως, νόμος του 1994 (ο ν. 2215/1994, που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Α. Παπανδρέου) δέχθηκε ότι η περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με νομοθετικό διάταγμα της δικτατορίας (το ν.δ. 225/1973) κατά την κατάργηση της βασιλείας από τους συνταγματάρχες και ότι η ρύθμιση αυτή είχε στην πράξη επικυρωθεί από το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία. Ο τέως βασιλιάς προσέβαλε διατάξεις του νόμου του 1994 ως αντισυνταγματικές. Δικαιώθηκε το 1996, όταν η πλειοψηφία του Αρείου Πάγου έκρινε τις ρυθμίσεις του νόμου του 1994 αντισυνταγματικές. Κατόπιν, το 1996, τέσσερις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί σχετικών θεμάτων έκριναν τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνταγματικές. Τον επόμενο χρόνο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) κλήθηκε να τάμει τη διαφορά μεταξύ του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου Επικρατείας. Το 1997 με απόφασή του το ΑΕΔ συντάχθηκε με τη γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκρινε τον νόμο του 1994 συνταγματικό και στη συνέχεια, το 1998, το Συμβούλιο επανήλθε για να απορρίψει οριστικά τις αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν κατατεθεί από τον τέως βασιλιά κατά της απογραφής, διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας από το ελληνικό Δημόσιο.


Είναι προφανές ότι, δεδομένου του μεγέθους της περιουσίας, πίσω από αυτόν τον δικαστικό αγώνα κρύβεται ο στόχος του τέως βασιλιά για την οικονομική εξασφάλιση του ίδιου και της οικογένειάς του εις στο διηνεκές. Εκείνος θεωρεί ότι, εφόσον η περιουσία του υπέστη αναγκαστική απαλλοτρίωση, δικαιούται αποζημίωση. Πιθανόν να έχει και πολιτικά οφέλη από την ανακίνηση των υποθέσεών του στην Ελλάδα μέσω δικαστικών αγώνων. Για την αντίδικό του, τη δημοκρατικά συντεταγμένη πολιτεία, το πράγμα διαφέρει. Το ζήτημα είναι κατ’ αρχήν θεσμικό και έχει προκαλέσει κάποια σχόλια σε νομικά περιοδικά. Ο τέως βασιλιάς θα εδικαιούτο αποζημίωση αν η ανωτέρω περιουσία ήταν προσωπική, δική του. Οπως όμως σημειώνει ο Β. Βουτσάκης σε σχόλιό του πάνω στην απόφαση του ΑΕΔ, «… η βασιλική περιουσία υπήρξε μέσο αναγκαίο για να λειτουργήσει ο θεσμός της βασιλείας. Υπό την έννοια αυτή δεν συνδέθηκε με συγκεκριμένα πρόσωπα παρά στο πλαίσιο της λειτουργίας του θεσμού αυτού» (Νομικό Βήμα, τόμ. 46, τχ. 6, Ιούνιος 1998, σ. 884).


Η συμπλήρωση του βιβλίου με ­ έστω ­ περιλήψεις των δικογράφων που είχαν καταθέσει οι νομικοί εκπρόσωποι του τέως βασιλιά θα επέτρεπε να δούμε το δικαιοπολιτικό περίβλημα της διεκδίκησής του. Σε επόμενη έκδοση του βιβλίου θα μπορούσαν επίσης να προστεθούν και τεκμήρια από τη μεταφορά της υπόθεσης από τον τέως βασιλιά στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, η εκδίκαση της οποίας δεν έχει λήξει ακόμη και ίσως αποβεί αρνητική για το ελληνικό Δημόσιο. Τούτο θα είναι το τίμημα της μακροχρόνιας παράλειψης που σημειώνει ο Γ. Παπαδημητρίου στον πρόλογο του βιβλίου, δηλαδή της εικοσαετούς παράλειψης του έλληνα νομοθέτη να ρυθμίσει την τύχη της επίδικης περιουσίας (1973-1994). Θα προσθέταμε ότι ούτε τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα ούτε οι κοινωνικές οργανώσεις δραστηριοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση επίλυσης του θέματος. Οι κυβερνητικοί χειρισμοί δεν φαίνεται να ήσαν οι καλύτεροι δυνατοί και η αδράνεια ήταν γενική. Ωστόσο, οι πολιτικοί θεσμοί (και όχι μόνον το αστικό δίκαιο) έχουν φτιαχτεί για τους επαγρυπνούντες.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ πολιτικής επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η κορυφή του πελατειακού κράτους».