Οι αποικιοκρατικές φιλοδοξίες της Ιταλίας ξεκινούν την προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και κορυφώνονται την περίοδο του φασιστικού καθεστώτος με την παρουσία κυρίως στην Αφρική (Ερυθραία, Αιθιοπία, Σομαλία, Λιβύη) αλλά και στην Αλβανία και στα Δωδεκάνησα. Η διεκδίκηση ιδιαιτέρως της Λιβύης και των Δωδεκανήσων εγγράφεται στα στρατηγικά σχέδια των Ιταλών για την απομάκρυνση της οθωμανικής παρουσίας από τις δύο αυτές περιοχές, σχέδια που το 1911 οδηγούν στην κήρυξη πολέμου της Ιταλίας κατά της Τουρκίας. Κάθε αποικιοκρατική βλέψη εγκαταλείπεται βέβαια κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που κατατάσσει την Ιταλία στους ηττημένους της σύρραξης.


Η προβολή των αποικιοκρατικών επιτυχιών της Ιταλίας υπήρξε ιδιαίτερα έντονη την περίοδο της μουσολινικής εικοσαετίας, για προπαγανδιστικούς φυσικά λόγους. Η δημοσιοποίηση ωστόσο των αρχιτεκτονικών δραστηριοτήτων στα Δωδεκάνησα υπήρξε ουσιαστικά ανύπαρκτη, αρχής γενομένης από τα ίδια τα ειδικά περιοδικά της εποχής. Οι λόγοι αυτής της παράβλεψης έχουν να κάνουν με το μικρό μέγεθος της ελληνικής «κτήσης» (όρος που ανταποκρίνεται σε μια ειδική νομική ρύθμιση της περιόδου), καθώς και με την περιορισμένη σύνδεσή της με τις άλλες αφρικανικές αποικίες. Εχουν όμως να κάνουν και με το γεγονός ότι η ιταλική παρουσία δεν μπορούσε να έχει εδώ μεσσιανικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν δικαιολογούνταν, όπως αλλού, η χονδροειδής προπαγάνδα του εκπολιτισμού ενός λαού αγρίου και υπανάπτυκτου, από τη στιγμή που τα ελληνικά νησιά ήταν αυτά καθαυτά φορείς του ίδιου πολιτισμού. Το γεγονός επίσης ότι απουσίαζαν από τα Δωδεκάνησα ηχηρά ονόματα της ιταλικής αρχιτεκτονικής της περιόδου απετέλεσε άλλο έναν λόγο αυτής της ελλιπούς προβολής.


Η ίδια διαπίστωση μπορεί να γίνει και για την πρόσφατη ερευνητική δραστηριότητα πάνω στο θέμα, επειδή ακριβώς είναι ευχερέστερη η πρόσβαση στα αρχεία και στις ιστορικές πηγές τις σχετικές με τις αφρικανικές αποικίες, που βρίσκονταν άλλωστε υπό την ενιαία εξουσία του ιταλικού «υπουργείου των Αποικιών» και όχι του υπουργείου Εξωτερικών, όπως τα Δωδεκάνησα. Και στη συλλογική όμως συνείδηση των Ιταλών η αποικιοκρατική δραστηριότητα συνδέεται, τώρα όπως και τότε, σχεδόν αποκλειστικά με την παρουσία στην Αφρική αλλά και στην Αλβανία, ενώ η περιπέτεια των Δωδεκανήσων προκαλεί αμηχανία όταν δεν αγνοείται κυριολεκτικά. Είναι λοιπόν από κάθε άποψη σημαντική η εργασία των δύο νέων και δραστήριων ιταλίδων ερευνητριών, με έδρα τη Ζυρίχη, οι οποίες εντόπισαν ένα σημαντικό κενό και προτείνουν για τα ελληνικά νησιά μια ολοκληρωμένη ανάλυση που δεν συναντάται για οποιαδήποτε άλλη ιταλική αποικία. Το θέμα βέβαια έχει γίνει αντικείμενο έρευνας στο παρελθόν (μεταξύ των κυριοτέρων πρόσφατων μελετών αναφέρουμε: L. Ciacci, Rodi italiana, 1912-1923, Βενετία, 1991· F. Apollonio, Architettura e citta nel Dodecaneso, G. Gresleri κ.ά. (επιμ.), Architettura italiana d’ oltremare, 1870-1940, κατάλογος της έκθεσης, Βενετία, 1994, σ. 313-321· Μ. Livadiotti και G. Rocco (επιμ.), La presenza italiana nel Dodecaneso tra il 1912 e il 1948, κατάλογος της έκθεσης, Κατάνη, 1996).



Το ογκώδες πόνημα των Martinoli και Perotti, με προσεγμένη εκδοτική επιμέλεια και ελκυστικά σχεδιασμένο, χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο επεξεργάζεται διάφορα ζητήματα σχετικά με τη συνολική παρουσία των Ιταλών στα Δωδεκάνησα και το δεύτερο προτείνει μια φιλολογική απογραφή όλων των κτιριακών παρεμβάσεων στη διάρκεια της τριακονταετούς κατοχής. Ο τόμος ολοκληρώνεται με μια ιστορική σύνοψη των τοπικών και διεθνών γεγονότων, βιογραφικό λεξικό των ιταλών αρχιτεκτόνων, τεχνικών και καλλιτεχνών που εργάστηκαν στα Δωδεκάνησα, καθώς και εξαντλητική βιβλιογραφία. Βασικό χαρακτηριστικό της εργασίας είναι η μεθοδολογική συνέπεια και η επιστημονική ακρίβεια με την οποία οι συγγραφείς χειρίζονται το πλούσιο υλικό τους, το οποίο προέρχεται από κάθε δυνατή πηγή, δημόσια και ιδιωτική, στην Ιταλία και στην Ελλάδα.


Η ανάλυση των εκφάνσεων της ιταλικής παρουσίας γίνεται με οκτώ σύντομα κεφάλαια, που ακολουθούν μια γραφή εξαιρετικά πυκνή και εμπεριστατωμένη και δεν αφήνουν περιθώρια για πλατειασμούς ή αυθαίρετα κριτικά συμπεράσματα. Εξετάζονται ο ρόλος της πρώτης κυβέρνησης κατοχής στον σχεδιασμό του χώρου και η οργάνωση του κτηματολογίου (η μόνη περιοχή της Ελλάδας που ήταν ως πρόσφατα εφοδιασμένη με αυτό ήταν ακριβώς τα Δωδεκάνησα), οι αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές μεταρρυθμίσεις του πρώτου κυβερνήτη Mario Lago, η προβληματική γύρω από τον γεωργικό ή τουριστικό χαρακτήρα των νησιών και η σχετική στρατηγική, καθώς και η περίοδος της αυταρχικής διακυβέρνησης του δεύτερου κυβερνήτη Cesare de Vecchi και οι σχετικές μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση και στην αρχιτεκτονική. Θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι η ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα χαρακτηρίζεται από δύο διακριτές περιόδους, εκείνη της ανεκτικής διακυβέρνησης του Lago (1923-36), που σέβεται τη «διαφορά» τόσο στο πολιτικό όσο και στο πολιτισμικό επίπεδο, και εκείνη του καθεστωτικού De Vecchi (1936-40), αυθεντικού εκφραστή του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού και της φασιστικής ιδεολογίας, με απτές συνέπειες στο πεδίο της αρχιτεκτονικής πρακτικής.


Η ανάλυση εξετάζει στη συνέχεια τον «πολιτικό» ρόλο της αρχαιολογίας και των ανασκαφών ως μέσου εθνικής προπαγάνδας, τη διαχείριση της μεσαιωνικής κληρονομιάς ως ιδεολογικού εργαλείου και τις σχετικές αναστηλωτικές δραστηριότητες, τον χειρισμό των οθωμανικών κτιριακών μαρτυριών και την αντίληψη του «ανατολισμού», τις δυσκολίες, τέλος, του διαλόγου με την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση και τη συνθηματολογική ρητορική της «μεσογειακότητας».


Ο κατάλογος των κτιρίων (216 συνολικά!) καλύπτει 14 νησιά του ευρύτερου συγκροτήματος και προχωρεί στην ιστορική περιγραφή και στην κριτική ανάλυση καθενός ξεχωριστά, συχνά με εικονογράφηση εποχής και παράθεση αρχειακών πηγών και της σχετικής κάθε φορά βιβλιογραφίας. Φωτίζεται έτσι το αξιόλογο έργο αρχιτεκτόνων που έδρασαν στα Δωδεκάνησα, όπως οι Florestano Di Fausto, Pietro Lombardi, Rodolfo Petracco και Armando Bernabiti. Η προσέγγιση δεν περιορίζεται στην περίοδο της ιταλοκρατίας αλλά επεκτείνεται στις διαδοχικές χρήσεις και στην αποτίμηση της σημερινής κατάστασης καθενός κτιρίου. Χωρίς αμφιβολία η εργασία αυτή, που εκτός των άλλων δίνει απάντηση σε προβλήματα ταύτισης και χρονολόγησης, θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για οποιαδήποτε μελλοντική έρευνα επί του θέματος.


Η μελέτη των Martinoli και Perotti δεν συμβάλλει μόνο στη γνώση μιας αρχιτεκτονικής εμπειρίας στον ελληνικό χώρο αλλά και στην ιστορία της ίδιας της ιταλικής αρχιτεκτονικής. Αποκαλύπτει ταυτόχρονα μια γοητευτική πορεία σύνθεσης, κατ’ αρχήν στη Ρόδο, της πλούσιας τοπικής βυζαντινής, μεσαιωνικής, οθωμανικής και λαϊκής παράδοσης με τις τάσεις της αρχιτεκτονικής στη χώρα προέλευσης, από τον ύστερο εκλεκτικισμό ως την art deco και τον ρασιοναλισμό. Αξίζει προστασία αυτή η αρχιτεκτονική; Η απάντηση είναι χωρίς άλλο καταφατική (παρά τις ενστάσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί) γιατί, πέρα από τη χρηστική σκοπιμότητα και το σε μερικές περιπτώσεις υψηλό αρχιτεκτονικό και αστικό περιεχόμενό της, αποτελεί μέρος της ιστορίας του τόπου και της ιστορίας του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός της Αρχιτεκτονικής.