Μία βία, δύο βίες, τρεις και το λουρί της μάνας. Η σύμπτωση των περιπτώσεων ξανανοίγει μια επαναλαμβανόμενη τα τελευταία χρόνια συζήτηση για την επιστροφή άλλης μιας έννοιας που θεωρούσαμε ότι είχαμε ευλαβικά ξεφορτωθεί. Για να δει κανείς μερικές θεμελιώδεις λειτουργίες του μηχανισμού της βίας καλό είναι ωστόσο να ξεκινήσει ακριβώς από το παρελθόν.

Η ναζιστική τρομοκρατία στην Κατοχή του Θανάση Φωτίου (εκδ. Επίκεντρο), για παράδειγμα, εκτός από τεκμηριωμένη έρευνα των εγκλημάτων Ελλήνων που συντάχθηκαν με το χιτλερικό καθεστώς, προσφέρεται και για την κατανόηση μιας κρίσιμης προϋπόθεσης της βίας. Ο συγγραφέας δεν το επισημαίνει, αλλά ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται: η βία του Εμφυλίου Πολέμου δεν νοείται χωρίς την Κατοχή ως περίοδο προπαρασκευής. Η διάχυση και επικράτηση της βίας σε μια κοινωνία δεν είναι φαινόμενο που εκδηλώνεται ξαφνικά ή αναίτια, ως θεόπεμπτη συμφορά. Απαιτεί εθισμό ώστε να ριζώσει και να υποκαταστήσει στο επίπεδο της νοοτροπίας ή της κουλτούρας τις αποδεκτές θεσμικές διεξόδους επίλυσης διαφορών. Σε αυτό το πλαίσιο η έκρηξη της εμφυλιακής βίας προϋποθέτει την κατοχική περίοδο ως εποχή ανομίας κατά την οποία σημαντικό μέρος του πληθυσμού υπόκειται σε πλήθος μορφών λεκτικής, ψυχολογικής, συμβολικής και φυσικής βίας με αποτέλεσμα αυτή να νομιμοποιείται εκ των πραγμάτων στη συνείδηση τμήματος της κοινωνίας και των πολιτικών ελίτ ως θεμιτή μέθοδος επίλυσης διαφορών, διεκδίκησης ή άσκησης της εξουσίας. Η βία είναι μια μαθητεία.

Η κατανόηση, επομένως, της βίας ως δυναμικής διαδικασίας, όχι στατικής κατάστασης, είναι καίριας σημασίας από τη στιγμή που αυτή ξεφεύγει από κάποια προηγούμενα όρια. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, για παράδειγμα, η βία είχε λάβει περισσότερο τελετουργικό χαρακτήρα: οι συμπλοκές ή ακόμη και φόνοι σε προεκλογικές περιόδους, σύνηθες φαινόμενο ως τα προδικτατορικά χρόνια, εξέλειψαν το 1985. Έκτοτε, η συλλογική βία στους δρόμους της Αθήνας εκφραζόταν είτε με τις στυλιζαρισμένες συγκρούσεις αντιεξουσιαστών-αστυνομίας είτε με τις βεντέτες μεταξύ οπαδών ποδοσφαιρικών συλλόγων. Για την κοινή γνώμη η βία ήταν παρούσα ως υπόθεση των «γνωστών αγνώστων»: μικρών περιθωριακών ομάδων που ασκούσαν κυρίως υπολειπόμενες μορφές της.

Αν η φυσική βία περιορίστηκε, η λεκτική, ψυχολογική, συμβολική και, τελετουργική βία δεν έλειψαν από την επικαιρότητα. Η συμβολική και τελετουργική βία (έναντι ΑΤΜ ή υποκαταστημάτων τραπεζών, για παράδειγμα) οπωσδήποτε δεν εξισώνεται με τη βία έναντι προσώπων ούτε οδηγεί νομοτελειακά σε αυτή. Η βία όμως δεν είναι ξεκάθαρη. Η βία τείνει εκ φύσεως να είναι διαδικασία αντιφατική, κυκλική και ανατροφοδοτούμενη. Και αν συμβάλλουν σε κάτι οι άλλες μορφές της, αυτό είναι η διατήρησή της ως δυνατότητας στο πίσω μέρος του συλλογικού φαντασιακού της κοινωνίας.

Γιατί, εν τέλει, οι διανοητικές δομές της βίας γύρω μας δεν συγκροτούνται αυτήν τη στιγμή, βρίσκονταν στη θέση τους από καιρό. Πέρα από τα αντιδημοκρατικά μορφώματα που η ευρεία αποδοχή της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας είχε κρύψει κάτω από το χαλί, τις σημερινές συνθήκες κοινωνικής αποδιάρθρωσης και τη συσσωρευμένη οργή που αναζητεί διέξοδο, ο μιθριδατισμός της βίας αναπτύχθηκε με θεσμικό τρόπο. Ο εμπρηστικός λόγος της μεταπολίτευσης, πλήρης «προδοτών», «μειοδοτών», της «χούντας του ΠΑΣΟΚ», της «επάρατου Δεξιάς», των «κυβερνήσεων Τσολάκογλου» πρόσφατα, δεν μπορεί να νοηθεί ως απλή υπερβολή: οικοδομεί με την επίμονη επανάληψή του ένα αφήγημα στο οποίο ο ιδεολογικός αντίπαλος είναι κάποιος του οποίου οι πολιτικές θέσεις είναι είτε ηθικά είτε ποινικά κολάσιμες. Στη λεκτική βία η τιμωρία εξαντλείται στην απειλή («οι προδότες στο Γουδί») – αφού εγγράψει όμως τις προϋποθέσεις για τη δυνατότητα άσκησης της φυσικής. Η συγκρουσιακή αντίληψη της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, όπου οι εκλογές ήταν «μάχη», τα κόμματα «πολεμούνταν» από «συμφέροντα», η «ιδεολογική τρομοκρατία» ανακαλυπτόταν περισσότερο στον αντίλογο παρά στη δράση της «17 Νοέμβρη», είχε εξοικειώσει σε περίοδο ομαλότητας το κοινό με τη γλώσσα της βίας. Και τώρα, σε εποχή αναταραχής, παρέχει όλα τα εχέγγυα για να νομιμοποιήσει την έκρηξή της ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα.