Ποια είναι η ασφαλής ένδειξη ότι ένα έργο της pop culture έχει πάρει το δρόμο της καταξίωσης μεταξύ των κλασικών; Όταν κάποιοι ετοιμάζονται να του προσθέσουν sequel, prequel ή remake, να το μεταφέρουν σε άλλο μέσο, να στείλουν τους χαρακτήρες του σε εναλλακτικό σύμπαν, να το κάνουν κουκλάκια, μπίλιες ή τέλος πάντων κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήταν στην αρχή. Ανακοινώνοντας χθες επισήμως η DC Comics την έκδοση 35 τευχών σε 7 limited series τα οποία θα συνθέτουν το Before Watchmen, έθεσε οριστικά το έργο του Αλαν Μουρ στο πάνθεο του αμερικανικού κόμικ.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το Watchmen (DC Comics, 1987) βρισκόταν ακόμη στο ημίφως μεταξύ cult και κοινού μυστικού. Μια πυκνή μεταμοντέρνα αφήγηση πολλαπλών επιπέδων που αλληλοσχολιάζονταν στην ίδια σελίδα και έθετε τον καμβά ενός υποτιθέμενου κλασικού στόρι περί μαχών και παθών υπερηρώων, το οποίο εξελισσόταν σε δοκίμιο περί της ανθρώπινης κατάστασης, αναπαράσταση των φοβιών του Ψυχρού Πολέμου, ανατροπή των συμβάσεων του είδους, ενώ στο παρασκήνιο των παραρτημάτων του συνοψιζόταν αλληγορικά η ιστορία του ίδιου του κόμικ ως μέσου δύσκολα θα μπορούσε να καταποθεί αμάσητο ώστε να χωνευτεί εύκολα από την ιδιότροπη κουλτούρα των φαν. Πριν γίνει αποδεκτό από το κοινό, ωστόσο, το ρηξικέλευθο κείμενο του Αλαν Μουρ εκπαίδευσε δημιουργούς. Και παράλληλα με τις επικλήσεις των Γκραντ Μόρισον, Μαρκ Μίλαρ, Γουόρεν Έλις, Γκαρθ Ενις, Μαρκ Γουέιντ στο όνομά του, το word of mouth έφερε τελικά το Watchmen στο Χόλιγουντ το 2009.

Το τρέχον word of mouth εν όψει του νέου project είναι κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με ιεροσυλία ή δημιουργική επάνοδο σε έναν λογοτεχνικό τόπο του παρελθόντος – και το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο. Πολύπλοκο και απαιτητικό, το σύμπαν του Watchmen αποτελεί ήδη ολοκληρωμένο κόσμο, στον οποίο η αμφιλεγόμενη πρακτική του prequel πιθανότατα να προσθέσει μια απλώς νερόβραστη σούπα υλικών μαγειρεμένων για τη γαρνιτούρα των δολαρίων. Από την άλλη πλευρά, τα ονόματα που έχουν αναλάβει την αναμέτρηση με το τοτέμ είναι διόλου τυχαίοι επίγονοι (ο Μπράιαν Ατσαρέλο έχει παραδώσει το εξαιρετικό 100 Bullets, ο Τζο Μάικλ Στραζίνσκι έκλεινε το μάτι στον Μουρ ήδη από το Rising Stars), ενώ είναι γεγονός πως και ο ίδιος ο Μουρ χρησιμοποίησε την εικονογραφία δάνειων χαρακτήρων για να χτίσει τους δικούς του.

Εδώ επανερχόμαστε όμως στη σύγκρουση του λόγου των δημιουργών με τα δικαιώματα των εταιρειών. Ο Μουρ έχει ξεθάψει εδώ και μια δεκαετία τον πέλεκυ του πολέμου κατά της DC [αρχικά εξαιτίας των δημιουργικών περιορισμών που θεωρούσε ότι του επιβάλλονταν, έπειτα λόγω των άθλιων κινηματογραφικών μεταφορών (λέγε με League of Extraordinary Gentlemen) και, τέλος, λόγω ακριβώς των πιθανών συνεχειών του Watchmen], αρνούμενος πλέον οποιαδήποτε σχέση με αυτή και φτάνοντας στην πλήρη αποποίηση των οφειλών από πνευματικά δικαιώματα. Καθόλου περίεργο λοιπόν που μόνο ως φόρο τιμής δεν εξέλαβε την εξαγγελία των νέων σειρών – όντας σε μάλλον επιεική για τα μέτρα του διάθεση χαρακτήρισε την κίνηση ως «εντελώς ξεδιάντροπη».

Έχει τελικά νόημα το όλο εγχείρημα; Μάλλον όχι, όπως άλλωστε και σε κάθε απόπειρα συνέχειας μεμονωμένων έργων που δεν προκύπτει ως όραμα του εμπνευστή τους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ωστόσο, με ευγενή αδιαφορία ή ακόρεστη δίψα, το Before Watchmen θα διαβαστεί. Και όταν τελειώσει η ανάγνωσή του, η εντύπωση που θα διαρκέσει θα είναι η απαράμιλλη γοητεία του πρωτοτύπου.