Στη Ρωσία, ο Ολεγκ Ντεριπάσκα είναι ένας από τους πλουσιότερους άνδρες στη χώρα, που από την απόλυτη φτώχεια κατάφερε να δημιουργήσει την πρώτη βιομηχανία επεξεργασίας αλουμινίου και μια από τις 10 μεγαλύτερες στον κόσμο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το όνομά του έγινε ευρύτερα γνωστό όταν τον περασμένο Απρίλιο οι αμερικανικές κυρώσεις εναντίον ρώσων επιχειρηματιών, που έβαλαν στο στόχαστρο ολιγάρχες οι οποίοι διατηρούσαν στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο και τον Βλαντίμιρ Πούτιν προσωπικά, ακούμπησαν μεταξύ άλλων τον δισεκατομμυριούχο. Ο Ντεριπάσκα είχε στενούς δεσμούς κάποτε με τον πρώην υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ και δεξί του χέρι, Πολ Μάναφορτ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αμερικανών αξιωματούχων, ο ρώσος επιχειρηματίας βρέθηκε αντιμέτωπος με βαριές κατηγορίες όπως εκβιασμοί, δωροδοκίες, ακόμη και τη δολοφονία ενός επιχειρηματία. Μεταξύ 2014 και 2016, το FBI και το υπουργείο Δικαιοσύνης προσπάθησαν –ανεπιτυχώς –να τον προσεγγίσουν με αντάλλαγμα να του παράσχουν αμερικανική βίζα. Ηλπιζαν ότι ο ρώσος δισεκατομμυριούχος θα άνοιγε το στόμα του, λέγοντας ό,τι γνώριζε για τις σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με την πολιτική ηγεσία στη Ρωσία και κυρίως για την ανάμειξη της Μόσχας στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016.
Δύο από τα πρόσωπα αυτής της προσπάθειας ήταν ο Μπρους Ορ, αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης, και ο Κρίστοφερ Στιλ, βρετανός πρώην πράκτορας που συνέταξε τον φάκελο των υποτιθέμενων δεσμών μεταξύ της εκστρατείας Τραμπ και της Ρωσίας. Η προσπάθεια των Αμερικανών όμως έπεσε στο κενό καθώς ο ολιγάρχης αρνήθηκε τις θεωρίες του FBI περί οργανωμένου εγκλήματος στη Ρωσία, όπως και το επιχείρημα περί ρωσικού δακτύλου στις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι επαφές του Ντεριπάσκα με το FBI έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2015 και τον ίδιο μήνα του 2016. Η τελευταία συνάντηση ήρθε δύο μήνες αφότου το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών ξεκίνησε να ερευνά τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές και έναν μήνα μετά την αποχώρηση του Μάναφορτ από την εκστρατεία του Τραμπ εν μέσω κατηγοριών σχετικά με τη σχέση του με πολιτικά κόμματα στην Ουκρανία που ήταν ευθυγραμμισμένα με τη Μόσχα.
Το να προσεγγίσουν τον ρώσο δισεκατομμυριούχο δεν ήταν τόσο δύσκολο. Ο ίδιος είχε συνεργαστεί με την αμερικανική κυβέρνηση κατά το παρελθόν μεταξύ άλλων για την απελευθέρωση ενός πράκτορα του FBI που είχε συλληφθεί στο Ιράν και οι Αμερικανοί θεώρησαν ότι ο ολιγάρχης είχε κίνητρο να συνεργαστεί και πάλι μαζί τους προκειμένου να μπορεί να εξασφαλίσει την εύκολη μετακίνησή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς γνώριζαν ότι ο ίδιος επεδίωκε περισσότερη ελευθερία για τις επιχειρήσεις του.
Για να διευκολύνει τις συναντήσεις το FBI πίεσε το υπουργείο Εξωτερικών να επιτρέψει στον Ντεριπάσκα να ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη με διπλωματικό διαβατήριο ως μέλος ρωσικής αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Και πάλι όμως οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Ετσι, σε μια δραματική συνάντηση –όπως τη χαρακτηρίζουν οι «New York Times» –πράκτορες του FBI εμφανίστηκαν απροειδοποίητα σε σπίτι που διατηρεί στη Νέα Υόρκη πιέζοντάς τον να τους ομολογήσει εάν ο Πολ Μάναφορτ υπήρξε πράγματι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της εκστρατείας Τραμπ και του Κρεμλίνου.
Οπως επισημαίνουν οι «New York Times», και αυτή η προσπάθεια των αμερικανών πρακτόρων απέβη άκαρπη. Ο ρώσος επιχειρηματίας όχι μόνο αρνήθηκε τα όσα επιχειρούσαν να του εκμαιεύσουν αλλά ενημέρωσε και τις ρωσικές αρχές για τις ωμές προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να τον στρατολογήσουν.
«Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες πληροφοριών προσπαθώντας να στρατολογήσουν τους ρώσους πολίτες, ασκώντας ηθική και άλλη πίεση πάνω τους… Νομίζω ότι αυτά τα περιστατικά δείχνουν με τον πιο ευδιάκριτο τρόπο την προσπάθειά τους να παρέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας» δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ για το εν λόγω δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας.

HeliosPlus