Βενετία, αποστολή
Τρίτη 28 Αυγούστου, μεσημέρι. Mια γλυκιά αύρα βοηθά ώστε οι βόλτες των χιλιάδων τουριστών να γίνονται πιο ευχάριστα κάτω από τον αμείλικτα δυνατό βενετσιάνικο ήλιο. Ακριβώς απέναντι από τη Βενετία, στο νησί Λίντο (ένα τέταρτο απόσταση με το βαπορέτο από την πλατεία του Σαν Μάρκο), γίνονται οι τελευταίες προετοιμασίες για το 75ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας. Ενας παλιός επισκέπτης του Φεστιβάλ, που όμως είχε δίχρονη απουσία από τη διοργάνωση, δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί αντικρίζοντας τις τεράστιες αλλαγές που έχουν γίνει στο Παλάτσο Καζινό στο Λίντο, εκεί όπου βρίσκεται η καρδιά του Φεστιβάλ.
Για πολλά χρόνια η πρόσοψη του Καζινό ήταν μια παραμελημένη καρδιά. Γραφειοκρατικά και οικονομικά προβλήματα εμπόδιζαν τη δρομολόγηση των εργασιών που χρονολογούνται από το 2012. Επί σειρά ετών ο χώρος ήταν περιφραγμένος με αλουμίνιο και το εσωτερικό καλυμμένο με μουσαμά· εικόνα που δεν διέφερε και τόσο από εκείνη ενός οικοπέδου με μπάζα ή μιας μάντρας με σκουπίδια. Αδικαιολόγητα άσχημη εικόνα για ένα Φεστιβάλ που ιδρύθηκε πριν από 75 χρόνια και είναι το αρχαιότερο της Ευρώπης. Τώρα οι φράχτες έχουν απομακρυνθεί και το ίδιο σημείο έχει μετατραπεί σε έναν θαυμάσιο υπαίθριο χώρο που αντικρίζει υπερήφανα τη θάλασσα, στην οποία, την ώρα της διεξαγωγής του Φεστιβάλ, πολλοί λουόμενοι απολαμβάνουν τα τελευταία μπάνια του καλοκαιριού.
Ολα αυτά συνέβαιναν μία ημέρα πριν από την Τετάρτη, πριν δηλαδή αρχίσει η εφετινή διοργάνωση, που αναμένεται να είναι μια από τις καλύτερες των τελευταίων ετών –αυτό τουλάχιστον δηλώνουν τα μεγάλα ονόματα που εφέτος συμμετέχουν στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Ενα από αυτά είναι του Γιώργου Λάνθιμου, παλιού γνώριμου της Μόστρα και μάλιστα κατόχου του βραβείου σεναρίου (με τον Ευθύμη Φιλίππου) για τις «Αλπεις». Επτά χρόνια αργότερα, ο Λάνθιμος είναι και πάλι εδώ.

Ο «εκλεκτός» Γιώργος Λάνθιμος και η ταινία «The Favourite»

Και για μία ακόμη φορά ο Γιώργος Λάνθμος έγινε θέμα συζήτησης. H τελευταία ταινία του «The Favourite» προβλήθηκε την Πέμπτη και αμέσως φάνηκε ότι αρέσει, και μάλιστα πολύ. Με συνεργάτη στο σενάριο τον Αυστραλό Τόνι Μακ Ναμάρα και ένα πολύ δυνατό καστ ηθοποιών (Εμα Στόουν, Ρέιτσελ Βάις, Ολίβια Κόλμαν), ο έλληνας σκηνοθέτης, που εδώ και χρόνια ακολουθεί επιτυχημένη καριέρα στο εξωτερικό, έφερε εις πέρας με άρτιο τρόπο μια ταινία εποχής, είδος με το οποίο ασχολείται για πρώτη φορά.

«Ακόμα και το γεγονός ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ασχοληθεί με ταινία περιόδου έπαιξε ρόλο για να συμμετάσχω στη δημιουργία αυτής της ταινίας» είπε ο σκηνοθέτης στην συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε αμέσως μετά τη δημοσιογραφική προβολή. Ωστόσο, ένας από τους λόγους επιτυχίας της ταινίας είναι ότι την ώρα που τη βλέπεις, πλημμυρισμένη από φίνα φλιτζάνια, περούκες, δαντέλες, αέρινα φορέματα και άλλα πολυσύνθετα κοστούμια της Αγγλίας του 18ου αιώνα, νιώθεις ότι βλέπεις κάτι πέρα για πέρα σύγχρονο, γυρισμένο με ελευθερία και χωρίς περιορισμούς, όπως συμβαίνει σε όλο το έργο του σκηνοθέτη. Αυτά εξάλλου είναι τα στοιχεία χάρη στα οποία ο Λάνθιμος έχει πλέον μεμιάς ευδιάκριτο αποτύπωμα.
Το ίδιο συμβαίνει και με το περιεχόμενο της ταινίας: το «Favourite», μια πέρα για πέρα γυναικεία ταινία, μοιάζει με άκρως διασκεδαστική παραλλαγή θεμάτων και ιδεών που ανέκαθεν προβλημάτιζαν τον Γιώργο Λάνθιμο στις ταινίες του: ένα ατελείωτο παιχνίδι πάνω στα όρια εξουσιαστή – εξουσιαζομένου, μια γενναία βουτιά στα απόκρυφα της ανθρώπινης ψυχής και, το κυριότερο, μια ταινία πάνω στην πολύπλοκη γυναικεία φύση, έστω και αν και οι τρεις κεντρικές ηρωίδες μοιάζουν με τέρατα. Και όλα αυτά στο αμπαλάζ ενός πολύ έντονου και ιδιαίτερου χιούμορ.
«Oσο πιο μακριά από την Ελλάδα δουλεύω, τόσο πιο Ελληνας νιώθω» απάντησε χαρακτηριστικά ο Γ. Λάνθιμος σε ανάλογη ερώτηση του «Βήματος». Ο Λάνθιμος είπε ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του για να γυρίσει ταινία, αρκεί να υπήρχε το κατάλληλο σενάριο, και ότι θα μπορούσε να τοποθετηθεί στον ελληνικό χώρο. Αφησε βεβαίως να εννοηθεί ότι αν επέστρεφε για να δουλέψει στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δουλέψει υπό τις συνθήκες «βιοτεχνίας» κάτω από τις οποίες είχε κάνει τις πρώτες ταινίες του.

Ανθρωπος στο φεγγάρι και ακούραστη Βανέσα

Το Φεστιβάλ άνοιξε εντυπωσιακά με την τελευταία ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ «First man», την ιστορία του πρώτου ανθρώπου που πάτησε το πόδι του στη Σελήνη. Δηλαδή τον Νιλ Αρμστρονγκ, τον οποίο υποδύεται ο πάντα καλός Ράιαν Γκόσλινγκ. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από το 1961 μέχρι το 1969, όταν η αποστολή του διαστημοπλοίου «Απόλλων 11» πήρε το πράσινο φως, εξιστορούνται με ακρίβεια αλλά και με κάποιες μυθοπλαστικές «παρεμβάσεις» από έναν εξαιρετικά ταλαντούχο σκηνοθέτη, του οποίου η καριέρα εκτοξεύθηκε στο… Διάστημα όταν η δεύτερη ταινία του, «La La Land», προβλήθηκε στη Μόστρα (για να σαρώσει αργότερα στα Οσκαρ).
Απερίγραπτη, πάντως, η δημοτικότητα του Ράιαν Γκόσλινγκ στη Βενετία. Τα ουρλιαχτά στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας έξω από τη Σάλα Γκράντε ήταν εκκωφαντικά, ενώ κάποια στιγμή κορίτσια και αγόρια άρχισαν να προσφωνούν το όνομά του συγχρονισμένα, σαν σύνθημα στο γήπεδο. «Ρά-ι-αν. Ρά-ι-αν!». Προς τιμήν τους ο αμερικανός ηθοποιός προσπάθησε να μην αφήσει κανέναν φαν ανικανοποίητο, προσφέροντας κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες το αυτόγραφό του.
Την ημέρα της έναρξης, ένας πραγματικός θρύλος του σινεμά ήταν επίσης μέσα στη Σάλα Γκράντε, αν και χωρίς καινούργια ταινία. Η Bανέσα Ρεντγκρέιβ δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι 81 χρόνων και θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες εν ζωή ηθοποιούς του κόσμου. Βρέθηκε στη Μόστρα μετά την απόφαση του Φεστιβάλ να την τιμήσει με έναν ειδικό Χρυσό Λέοντα για το σύνολο του έργου της. Μιλώντας με τους δημοσιογράφους την ίδια ημέρα, η Ρεντγκρέιβ άφησε το ανθρώπινο προφίλ της να επισκιάσει το καλλιτεχνικό. Χωρίς να αναφερθεί σχεδόν καθόλου στις ταινίες της, μίλησε με πάθος για τη σημασία του να συμπεριφέρεται κανείς με ανθρωπιά μπροστά στα προβλήματα που πλήττουν τον κόσμο. «Ολες οι κυβερνήσεις της Ευρώπης έχουν χάσει την κατανόηση της πραγματικότητας του κόσμου» είπε χαρακτηριστικά. «Δεν μπορούν να νιώσουν τι είναι πραγματικό για τους ανθρώπους. Δεν μπορούν να καταλάβουν τη γυναίκα που ταλαιπωρείται προσπαθώντας να μεταναστεύσει για μια καλύτερη ζωή, έχοντας μόλις χάσει το παιδί της, το οποίο δεν μπορεί καν να θρηνήσει». Η ηθοποιός, που μιλούσε άλλοτε αγγλικά άλλοτε ιταλικά, μας μετέφερε στο παρελθόν της, όταν παιδάκι ακόμα ήταν αναγκασμένη να παρατήσει το σπίτι της και να εγκατασταθεί στην επαρχία καθώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Λονδίνο έπρεπε να εκκενωθεί από τις γυναίκες και τα παιδιά.

Η δύναμη των 125.000.000 συνδρομητών

Οταν γράφαμε αυτές τις γραμμές, το Φεστιβάλ διήνυε την τρίτη μόλις ημέρα του, επομένως από πλευράς ταινιών και ονομάτων βρισκόταν ακόμη σε χαμηλή ταχύτητα. Ενα θέμα πάντως που έχει προκύψει είναι η έντονη παρουσία της οπτικοακουστικής πλατφόρμας Netflix σε διάφορα προγράμματα του Φεστιβάλ, το οποίο άθελά του, ή όχι, καρπώθηκε από τη «διαμάχη» τον περασμένο Μάιο ανάμεσα στο Netflix και στο Φεστιβάλ Καννών. Ενώ πέρυσι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Καννών Τιερί Φρεμό είχε συμπεριλάβει στο επίσημο πρόγραμμα της διοργάνωσης παραγωγές του Netflix, εφέτος δεν το έκανε, ίσως επειδή το θέμα είχε προκαλέσει θόρυβο, κυρίως από τις διαμαρτυρίες των αιθουσαρχών. Εφέτος δεν υπήρχε καμία ταινία του Netflix στις Κάννες, την ώρα που αυτή η πλατφόρμα έχει μπει στα σπίτια εκατομμυρίων θεατών στον πλανήτη (μετράει περίπου 125 εκατομμύρια συνδρομητές) και όλοι συζητούν για τις παραγωγές του.

Λίγους μήνες αργότερα, ακολουθεί η Βενετία η οποία ανοίγει διάπλατα την πόρτα στο Netflix με κάθε λογής ταινίες που παίχθηκαν ή πρόκειται να παιχθούν. Από εγχώριες παραγωγές, όπως το εξαιρετικό ιταλικό δράμα του Αλέσιο Κρεμονίνι «Στο δέρμα μου» (η αληθινή ιστορία ενός νεαρού που το 2008 πέθανε σε νοσοκομείο ιταλικών φυλακών έχοντας ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου από την αστυνομία), μέχρι την τελευταία ταινία των αδελφών Κόεν, το γουέστερν «The Ballad of Buster Scruggs», και το δραματικό φιλμ του Πολ Γκρίνγκας «July 22», που πραγματεύεται το μακελειό που προκάλεσε ο νορβηγός ακροδεξιός τρομοκράτης Αντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ όταν το 2011 σκότωσε δεκάδες μαθητές στο νησί Ουτόγια έξω από το Οσλο.
Μιλώντας για το Νetflix πάντως, που έκανε την παραγωγή της τελευταίας ταινίας του «Ρόμα» (εντός συναγωνισμού στη Βενετία), ο μεξικανός σκηνοθέτης Αλφόνσο Κουαρόν αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της πλατφόρμας: «Προσωπικά νιώθω ευγνώμων που υπάρχει το Netflix, διότι αν δεν υπήρχε δεν θα μπορούσα να παρουσιάσω αυτή την ταινία πουθενά. Είναι ασπρόμαυρη, εποχής, μεγάλης διάρκειας και εντελώς προσωπική καθώς αφορά τη μνήμη μου. Στην αίθουσα δεν θα είχε καμία τύχη, ενώ με το Netflix θα τη δει κάποιος κόσμος. Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές» κατέληξε ο Κουαρόν. «Ποια είναι η τελευταία φορά που είδαμε σε αίθουσα ταινία του Αντονιόνι ή του Μπρεσόν; Το ότι τις βλέπουμε στη μικρή δεν είναι κακό. Τα πράγματα αλλάζουν και σημασία πάντα έχει το τι λειτουργεί και τι όχι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ