Aθήνα τη νύχτα. Κεντρικοί δρόμοι άδειοι, λες και έχει γίνει πραξικόπημα. Ζητιάνοι, άστεγοι και τοξικομανείς φτάνουν πλέον ως το Σύνταγμα, έχοντας από καιρό καταπατήσει τα νοερά σύνορα που βρίσκονταν στην πλατεία Κάνιγγος και χώριζαν το «υγιές» από το «άρρωστο» κομμάτι της πόλης. Κατασκηνώνουν και κοιμούνται έξω από τράπεζες που βρίσκονται επί της Σταδίου, της Ακαδημίας, της Πανεπιστημίου. Αλλοτε στέκουν ακίνητοι, λες και έχουν κοπιάρει με κάθε λεπτομέρεια μια ικετευτική πόζα από κάποιον διάσημο πίνακα. Και άλλοτε σε παίρνουν στο κατόπι, έχοντας δει ότι μόλις σήκωσες χρήματα από το ΑΤΜ, ακόμη και αν πρόκειται για το στερνό σου χαρτονόμισμα των 20 ευρώ. Η οικονομική παρενόχληση έχει πλέον προστεθεί στη λίστα της αστικής εγκληματικότητας. Με ύφος «έλα που δεν έχεις», άνθρωποι με εξαθλίωση και εξαγρίωση στο βλέμμα – συνήθως αυτά πάνε μαζί – είναι ικανοί να σε ακολουθήσουν για πολλά οικοδομικά τετράγωνα και ας προσποιείσαι ότι μιλάς στο κινητό σου. Και ξαφνικά, στρίβεις σε ένα στενό ή σε μια στοά και βλέπεις κόσμο σε μπαρ. Λες και όλοι φυγαδεύονται εκεί. Κάποιοι παραγγέλνουν ψαγμένα κοκτέιλ και ας μην έχουν να φάνε. Κάποιοι τη βγάζουν με ένα φθηνό κρασί όλο το βράδυ. Και κάποιοι άλλοι προφασίζονται ότι παίρνουν αντιβίωση και παραγγέλνουν ανθρακούχο νερό. Σε μια πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ και τώρα βλέπει εφιάλτες, ζητήσαμε από ανθρώπους που πλέον περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στο σπίτι να μας πουν πώς είναι η ζωή «εκεί μέσα». Αλλά και από κάποιους με πολυετή πείρα στην αθηναϊκή νύχτα να μας εξηγήσουν το πιο οξύμωρο στατιστικό στοιχείο της πρωτεύουσας: για κάθε εμπορικό κατάστημα που κλείνει ανοίγουν τρία καινούργια μπαρ. Τελικά, βλέπουμε την Αθήνα μισογεμάτη ή μισοάδεια;

Μάζωξη σε σπίτι του κέντρου ένα Σάββατο βράδυ. Ετσι απλά, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Ούτε γιορτή ούτε γενέθλια. Η παρέα αποτελείται από άτομα γύρω στα 30. Είχαν περισσέψει κάτι ποτά από το τελευταίο πάρτι, κάποιος θα μαγείρευε, κάποιος άλλος θα έφτιαχνε γλυκό και ο μπουφές στήθηκε. Ακούγονται καλά λόγια για δύο νέα μπαράκια που σερβίρουν πολύ φθηνό ποτό – «το κρασί κάνει 2 ευρώ, όπως στην Ισπανία. Και το ουίσκι 3!» λέει με ενθουσιασμό ο Ορέστης. Μετά αρχίζει το θάψιμο για τα ακριβά στέκια, που «σερβίρουν έναν απλό ελληνικό καφέ, του μακαρίτη, αντί 5,50 ευρώ! Εχουν ξεφύγει!». Και στη συνέχεια περνάμε στις αφηγήσεις από νύχτες τρόμου σε κάποιο σκυλάδικο, όταν είχαν βρεθεί τόσο στριμωγμένοι πίσω από την κονσόλα, που ούτε την μπόμπα τους δεν μπορούσαν να πιουν. Οι άνθρωποι μέσα στο σπίτι νιώθουν προστατευμένοι. Βάζουν όσο πάγο και ποτό θέλουν στο ποτήρι τους, τρώνε το σπιτικό φαγητό τους, παίζουν επιτραπέζια. Και όταν βαρεθούν, έρχεται εκείνο το ξεχασμένο σημείο της βραδιάς, που αρχίζουν να λένε ανέκδοτα. «Τώρα με την κρίση, δεν βγαίνουν και πολλά καινούργια. Κρίση και στα ανέκδοτα!» λέει ο Διογένης. Το ξενυχτάνε, περνάνε καλά και κανονίζουν να το επαναλάβουν σύντομα. Ξόδεψαν ελάχιστα, είπαν τα νέα τους, ήρθαν πιο κοντά. Ετσι κι αλλιώς, ήταν σαν να έχουν βγει έξω. Το κρύο σαλόνι, εξαιτίας του ακριβού πετρελαίου, έκανε κάποιους να μη βγάλουν ούτε το πανωφόρι τους.

O Γιάννης είναι 37 ετών, ηθοποιός. Μένει στα Κάτω Πατήσια. Παλιά έβγαινε συνέχεια. Πήγαινε σε κλαμπ και δεν έφευγε αν δεν έβλεπε τις καθαρίστριες, γύρω στις 7.30-8.00 το πρωί. Τώρα τελευταία, έχει γίνει σπιτόγατος και περνάει πολλή ώρα με τον σκύλο του. Βάζει ακουστικά, ακούει μουσική και ερχόμενος αντιμέτωπος με τον υπολογιστή του γράφει θεατρικά έργα και ασχολείται με το μουσικό μπλογκ του (www.popingcherry.wordpress.com): «Με πιάνει κατάθλιψη όταν βλέπω άδεια μαγαζιά, ιδίως στο Γκάζι, όπου σύχναζα παλιά. Τα δύο αγαπημένα μου στέκια, το Killer Gaga και το Swing, έχουν κλείσει, έκλεισε ακόμη και το σουβλατζίδικο απέναντι από το Swing. Τώρα πια ανακαλύπτω το σπίτι μου, παλιά το είχα σαν ξενοδοχείο. Αλλά ανακαλύπτω και τους φίλους μου, διοργανώνοντας τραπεζώματα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι τους ανθρώπους με τους οποίους ξενυχτούσα δεν κατάφερα να τους γνωρίσω μέσα στον καπνό: πας σε μαγαζιά, είναι τέρμα η μουσική, δεν τους ακούς, δεν τους μιλάς, απλώς τους κοιτάζεις».

Ο Κώστας Χαντζόπουλος, 35 ετών, επικοινωνιολόγος, προτού επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, έζησε για καιρό στην Ιταλία και στην Ισπανία: «Στην Αθήνα τώρα, στα Εξάρχεια, στην όμορφη-άσχημη πόλη μας, που φαίνεται ότι έχει χάσει τελείως τον δρόμο της για να τον ξαναβρεί, το σπίτι μου αποτελεί σταθερή αξία. Ενας χώρος που ξέρω ότι τα πράγματα είναι εκεί που τα άφησα και ότι η μιζέρια έχει τραβηχτεί μακριά, πέρα από την πόρτα μου. Αν θέλω να ταξιδέψω, φτάνει να ανοίξω ένα βιβλίο. Πιστεύω πως παντού μπορούμε να κάνουμε τον μικρό μας χώρο μεγάλο, αν ξέρουμε να τον μοιραστούμε με τους φίλους μας, με τον σύντροφό μας, ή, ακόμη καλύτερα, με τον εαυτό μας».

Αν και Ισπανίδα από τη Μαδρίτη, η 26χρονη εικαστικός Μπλάνκα Τιάνα νιώθει σαν στο σπίτι της εδώ και περίπου τριάμισι χρόνια, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Δεν ήταν ποτέ φαν των πολυσύχναστων μπαρ, αλλά της αρέσει πολύ να ανακαλύπτει την πόλη περπατώντας: «Στον Ελληνα αρέσει να περπατάει και συνεχίζει να το κάνει, αλλά πλέον περπατάει χωρίς πέντε σακούλες στο κάθε χέρι. Πάντως, τις καθημερινές δεν γίνεται αυτό που γινόταν παλαιότερα, που η Αθήνα ήταν μια πόλη χωρίς Δευτέρα και Τρίτη, που κάθε ημέρα ήταν σαν Σαββατοκύριακο. Περνάω πολύ χρόνο στο σπίτι. Διαβάζω, ζωγραφίζω, χαζεύω βιντεάκια στο Internet, μαγειρεύω, κάνω γυμναστική. Οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά τώρα που συναντιούνται στο σπίτι. Αν βγεις και επιλέξεις μαγαζί, συρρικνώνεται η προσωπικότητά σου: στα Εξάρχεια είσαι εναλλακτικός, στο Κολωνάκι είσαι ψώνιο. Στο σπίτι σου είσαι εσύ».

Για τη διαφημίστρια Μελισσάνθη Μαυρίδου, που μένει στο Νέο Ψυχικό και συχνά έπαιρνε το αυτοκίνητό της για να κατηφορίσει στο κέντρο, η Αθήνα είναι πολύ διαφορετική τώρα πια: «Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής που βγήκα, βρήκα να παρκάρω αμέσως και έξω από το κάθε μαγαζί που επισκέφθηκα. Δεν βγαίνω όμως τόσο συχνά. Οταν ο μισθός σου μειώνεται κατακόρυφα και δεν έχεις πια ρευστό για να κινηθείς, δεν μπορείς ούτε να τρως ούτε να βρίσκεσαι συνέχεια έξω. Βλέπω πολλές ταινίες στο σπίτι, μιλάω με τους φίλους μου στο Facebook, αλλά και στο κινητό, κάτι που δεν μπορώ να κάνω πια στον δρόμο. Iσως ακούγεται περίεργο, αλλά ντρέπομαι να μιλήσω από το smartphone όταν είμαι έξω, είναι ένα καινούργιο αίσθημα ενοχής που με καταβάλλει. Oτι θα προκαλέσω κάποιον που δεν έχει να φάει, όταν εγώ τουλάχιστον έχω μία ακριβή συσκευή και ένα αυτοκίνητο, μέσα στο οποίο κλειδαμπαρώνομαι για να μη με ληστέψουν».

Το σκηνικό αλλάζει και μεταφερόμαστε στον έξω κόσμο. Συναντούμε τον Θοδωρή Βασιλειάδη, υπεύθυνο του μπιστρό «Ζάχαρη και αλάτι» στα Εξάρχεια, που σε λίγο καιρό κλείνει έναν χρόνο επιτυχημένης λειτουργίας, λες και δεν άνοιξε στο ναδίρ της κρίσης. Με 30χρονη πείρα στους άγραφους νόμους του «Athens by night», έχει πολλά να μας πει. Οτι η χρυσή περίοδος των μαγαζιών ήταν από το 1985 ως το 2001: «Με το πέρασμα στο ευρώ ανατινάχθηκαν τα πάντα. Εκείνοι που ξέφυγαν ήταν τα μεγάλα κλαμπ και οι λαϊκές πίστες. Τη μία ημέρα η είσοδος στο κλαμπ ήταν 1.500 δραχμές και την αμέσως επόμενη 10 και 15 ευρώ. Στο κλαμπ το μπουκάλι ανά τέσσερα άτομα κόστιζε πλέον 100-120 ευρώ και στις πίστες 180-200 ευρώ. Γι’ αυτό έχουν εξαφανιστεί τα μεγάλα κλαμπ και οι πίστες δουλεύουν μόνο Παρασκευή και Σάββατο. Αν κάνεις μια βόλτα στην Ιερά Οδό Πέμπτη βράδυ, θα δεις ότι είναι γεμάτη πούλμαν που έρχονται από την επαρχία για να ενισχύσουν την πεσμένη κίνηση στα ξενυχτάδικα». Ενόσω, όμως, οι αχανείς χώροι δοκιμάζονται, τα ψαγμένα μπαράκια μοιάζουν να ανθίζουν – τουλάχιστον φυτρώνουν σε στρατηγικά σημεία της Αθήνας (Εξάρχεια, Κολωνάκι, πλατεία Καρύτση, πλατεία Αγίας Ειρήνης, Κολοκοτρώνη, Λέκκα) – και, όπως πολύ καλά γνωρίζει, «άλλα 50 τέτοια μαγαζιά είναι στα σκαριά. Είναι η δεύτερη χρυσή εποχή των μπάρμαν στην Αθήνα, το ’85 ήταν η πρώτη, όταν άρχιζαν να ανοίγουν τα πρώτα καλά κλαμπ στην πόλη. Οσο υπήρχαν κλαμπ, δεν υπήρχαν μπαρ. Ο Ελληνας ανακαλύπτει τώρα, μέσα στην κρίση, την ποιοτική διασκέδαση. Χώρους όπου θα πιει καθαρά ποτά χωρίς να ποδοπατηθεί και όπου θα μπορεί να μιλήσει στον διπλανό του. Η νύχτα στην Αθήνα μπορεί να έχει συρρικνωθεί, αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ».

Η κατανάλωση είναι σίγουρα μικρότερη και παράλληλα έχουν «αναβαθμιστεί» τα ελληνικά ποτά: κρασί, ούζο και τσίπουρο – εξού και ανοίγουν σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο της πόλης τσιπουράδικα. «Η παραλιακή έχει πεθάνει, το κέντρο σώζεται από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, όταν δεν έχει φασαριόζικες πορείες που κρατούν τον κόσμο στο σπίτι του. Τα συνοικιακά μπαράκια έχουν ανεβεί πολύ και προσελκύουν πιο νεανικό κοινό, που με αυτόν τον τρόπο και δεν έχει έξοδα μετακίνησης και αποφεύγει τα αλκοτέστ» εξηγεί ο Θοδωρής Βασιλειάδης ενώ μας ξεναγεί στα αλλοτινά χρυσά στέκια της Αθήνας: «Η Πλάκα ζει πλέον από τους τουρίστες, η Αρεοπαγίτου από το Μουσείο της Ακρόπολης. Τα στέκια στου Ψυρρή έπαθαν ανεπανόρθωτη ζημιά όταν ο ΟΚΑΝΑ πήγε στην πλατεία Θεάτρου. Αλλά υπήρχε και ένα άλλο πρόβλημα: όλα τα μαγαζιά ήταν καρμπόν. Μία ορχήστρα, τρία κεφτεδάκια σε ένα πιάτο. Απλώς άλλαζε η πινακίδα. Η κρίση έκανε τον κόσμο πιο απαιτητικό και πιο επιλεκτικό. Δεν πρόκειται πια να φάει τα φύκια που του σερβίρεις για μεταξωτές κορδέλες».

Συνεχίζοντας τη βόλτα στα νεογέννητα μπαράκια τής κατά τα λοιπά έρημης Αθήνας, οι σοφές κουβέντες που ακούς είναι πολλές: «Τα πετυχημένα στέκια τα φτιάχνουν οι γκέι και οι επώνυμοι. Και οι μεν και οι δε βγαίνουν σχεδόν κάθε ημέρα – ή, μάλλον, νύχτα. Οι πρώτοι θέλουν να νιώσουν άνετα σε έναν χώρο, χωρίς να βιώσουν ρατσισμό από τους στρέιτ θαμώνες. Και οι δεύτεροι δεν θέλουν να νιώθουν ότι όλα τα μάτια είναι στραμμένα επάνω τους». «Μπήκαν πολλοί αλεξιπτωτιστές στον χώρο, που έχουν την τυχοδιωκτική λογική “θ’ ανοίξω ένα μπαράκι να τα κονομήσω”. Αυτοί είναι που θα φύγουν νωρίς, με το πρώτο ξεσκαρτάρισμα. Υπάρχει ένα ρητό σε αυτή τη δουλειά, που βασίζεται στο ότι όσο ωραίο μαγαζί και να φτιάξεις, αν δεν ξέρεις να το δουλεύεις, θα αποτύχει: “Το κλουβί δεν κελαηδάει. Το πουλί κελαηδάει”».

Για τον Σπύρο Τσοπελάκο, μπάρμαν με πολυετή παρουσία, «το φαινόμενο των αμέτρητων μπαρ στην Αθήνα δεν αναλύεται. Είναι εξίσου δύσκολο με το να προσπαθήσεις να αναλύσεις την πολιτική κατάσταση της χώρας». Ολο και πιο συχνά, όταν βρίσκεται πίσω από την μπάρα ακούει λέξεις-κλειδιά, όπως το τρίπτυχο «κατάθλιψη – κρίση – ανεργία». «Οι παρέες, όμως, είναι πιο συγκεκριμένες από παλιά: λίγοι άνθρωποι, δυο-δυο, τρεις-τρεις, πολλή κουβέντα. Οι περισσότεροι στρεφόμαστε προς τα μέσα, ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Και η Αθήνα είναι άδεια με τις μέρες της. Ο κόσμος βγαίνει όλος μαζί, λες και είναι συνεννοημένος» περιγράφει. Ενα βράδυ Δευτέρας, περπατώντας στην Ακαδημίας, σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε σε αυτό ο Σπύρος: ενώ στον δρόμο έκαναν παρέλαση οι αναμμένες «σημαίες» των ταξί, ένας πανζουρλισμός εκτυλισσόταν στο πεζοδρόμιο. Κόσμος έβγαινε από σινεμά που έχουν κατεβάσει την είσοδο στα 6 ευρώ και από θέατρα με εισιτήριο 10 ευρώ και έπεφτε επάνω σε πλανόδιους μουσικούς που, λες και είχαν συναυλία, έπαιζαν όλοι μαζί. Προσπαθώντας να βγάλεις νόημα μέσα από αυτή την αστική φούγκα, μπερδευόσουν και νόμιζες ότι έρχονται Χριστούγεννα. «Η Αθήνα τη νύχτα / φοράει κορόνα / φεγγάρι που λάμπει χλωμό / Βιτρίνες και φώτα / χαρούμενη νότα / και γλέντι χωρίς τελειωμό» τραγουδούσε η Ρένα Βλαχοπούλου σε μιούζικαλ των 60s. Το τοπίο, όμως, αλλάζει. Από φανταχτερό, γίνεται πιο μοναχικό και σουρεαλιστικό. Και αντί για ταινία του Δαλιανίδη, θυμίζει όλο και περισσότερο ταινία του Αγγελόπουλου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 24 Μαρτίου 2012