Οι πρώτες, παιδικές αναμνήσεις του Αλκη Δομέστικου έλκουν την καταγωγή τους από την πυρκαγιά στην εβραϊκή συνοικία Κάμπελ της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης. Ο κακός πολιτικός σπόρος θα πέσει από πολύ νωρίς στην καρδιά του Δομέστικου και θα τον ακολουθήσει σε κάθε φάση του βίου του: κατά τη διάρκεια των σπουδών και της ερευνητικής του καριέρας, στον γάμο και στην οικογένειά του, μεσούσης της απριλιανής δικτατορίας, αλλά και στον παρισινό Μάη του 1968 ή στα χρόνια της ισλαμικής τρομοκρατίας στη γαλλική πρωτεύουσα. Ο ήρωας που αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου Τα σπλάχνα (έχουν προηγηθεί μια συλλογή διηγημάτων, μια νουβέλα και ένα ακόμα μυθιστόρημα – όλα εντελώς διαφορετικά από το ανά χείρας) είναι ένας εξ απαλών ονύχων σκληροπυρηνικός, ένας εκ πεποιθήσεως λάτρης του ρατσιστικού αποκλεισμού: ομνύει στην ανωτερότητα του αίματος, διατρανώνει την πίστη του στην ανεμπόδιστη επιβολή της ισχύος, νιώθοντας περιφρόνηση για τους αδύναμους ή και τους μετριοπαθείς, που είναι το ίδιο ή και χειρότεροι από τους αδύναμους, υιοθετεί το φρόνημα της αντεπανάστασης σε όλα τα επίπεδα και μπορεί να οραματιστεί το μέλλον, όπως και οι ναζί, όχι μόνο ως έναν σωρό γενναίων ερειπίων, αλλά και ως ένα είδος τάφου ο οποίος τον περιμένει ανοιχτός – και πάλι όπως οι ναζί.

Για κανέναν συγγραφέα δεν είναι εύκολη η σκιαγράφηση και, έτι περαιτέρω, η εξιστόρηση της πορείας και της ζωής ενός τέτοιου προσώπου, το οποίο αποτελεί κάτι περισσότερο από τον παραδεδομένο αρνητικό ήρωα. Ο Δομέστικος ενσαρκώνει τη στιγμή που σπάει το αβγό του φιδιού, την ώρα που η πολιτική υπερβαίνει την ηθική και τη βιολογία για να ασκήσει μέχρι τελικής πτώσεως την εξουσία η οποία της έχει δοθεί ή την οποία έχει καταλάβει. Και πρέπει να πω πως αν ο Ξένιος τα καταφέρνει ιδιαιτέρως αποτελεσματικά με το τερατόμορφο πλάσμα που έχει εγκαταστήσει στο κέντρο της μυθιστορηματικής του σύνθεσης, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως μολονότι αποφεύγει, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σχεδόν σελίδα του βιβλίου του, να τον φιλοτεχνήσει με απωθητικά χρώματα, σπεύδει εκ παραλλήλου να τον προβάλει σε μια δραματικά εξπρεσιονιστική οθόνη.

Ο Δομέστικος δεν εκπροσωπεί την «κοινοτοπία του Κακού», δεν είναι ένας καθημερινός, τυχαία αποσπασμένος από το πλήθος άνθρωπος, αλλά ένας πρωταγωνιστής με εξαρχής ρημαγμένο και παράλυτο βιογραφικό: το μίσος έχει φυτευτεί στην ψυχή και στη συνείδησή του από την παιδική του ηλικία και δεν παύει να τον τροφοδοτεί μέχρι να γιγαντωθεί και να γίνει το επίκεντρο της διδασκαλίας του και το μέσον της επιρροής του στους νέους, όντας το ισόποσο (δεν θέλω να πω το αντίτιμο) για τις καταθλιπτικές κρίσεις οι οποίες τον βασανίζουν επί δεκαετίες, για την κρυπτομοφυλοφιλία και τις αδιέξοδες σχέσεις με τη σύζυγο και τον γιο του ή για την πελώρια απουσία οποιουδήποτε νοήματος από τις πράξεις και τις επιλογές του – κάτι που οδηγεί και στην αυτοκτονία του.

Ο Ξένιος χρησιμοποιεί μια σειρά πρωτοπρόσωπων και τριτοπρόσωπων αφηγήσεων για να υφάνει την περίπλοκη ψυχογραφία του Δομέστικου (μιλούν άλλοτε ο ίδιος, άλλοτε κοντινά του πρόσωπα και άλλοτε ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής) και για να στήσει το απεγνωσμένα ζοφερό κλίμα της – μια ψυχογραφία που δείχνει πως το πολιτικό Κακό μπορεί να παράγεται μέσα στην καθημερινότητα αλλά σπανίως προκύπτει πρωτογενώς από αυτήν, αφού είναι προϊόν ενός σκοτεινού εξαιρετισμού. Υπό αυτή την έννοια βρίσκω εντελώς περιττή (αν όχι και εμφανώς επιβλαβή για τη γενικότερη αφηγηματική οικονομία) την ακροτελεύτια, εξόδια ενότητα: βαριά διακοσμημένη και ασκόπως τελετουργική και σε έναν ποιητικό τόνο ο οποίος βρίσκεται σε καταφανή ασυμφωνία με το συνολικό πνεύμα του βιβλίου.