Θέλω να είμαι ειλικρινής. Στην ερώτηση τι θα φέρει η επόμενη μέρα μετά τον κορωνοϊό κανείς δεν έχει σίγουρη απάντηση.

Τη στιγμή που μιλάμε, χιλιάδες ειδικοί, εμπειρογνώμονες και αναλυτές, από όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, σε όλα τα έγκυρα επιστημονικά περιοδικά ή ερευνητικά ιδρύματα, αυτό ακριβώς προσπαθούν να καταλάβουν.

Και όλοι τους αντιμετωπίζουν το μέλλον με τις ίδιες επιφυλάξεις και τους ίδιους δισταγμούς. Είναι καταφανές ότι ψάχνουν αλλά δεν ξέρουν.

Δεν γνωρίζουμε ακόμη τη διάρκεια και το μέγεθος της επιδημίας. Το τελικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Το βάθος της καταστροφής. Τις προοπτικές και τις δυνατότητες ανάκαμψης της οικονομίας.

Υπάρχει ο φόβος μιας πρωτοφανούς ύφεσης, αλλά κανείς δεν γνωρίζει με σαφήνεια πώς οι κυβερνήσεις θα βάλουν και πάλι μπροστά τις μηχανές. Ακόμη και η συζήτηση για τα κορωνο-ομόλογα στην Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει περισσότερο ψυχολογική, αφού ουδείς γνωρίζει σήμερα πόσα λεφτά χρειάζονται τελικά και τι θα τα κάνουμε.

Ολα αυτά έχουν ένα απλό όνομα: αβεβαιότητα. Και ο τελευταίος πρωτοετής φοιτητής των Οικονομικών θα σας πει ότι η αβεβαιότητα είναι ο χειρότερος εχθρός της οικονομίας.

Ας μου επιτραπούν όμως τρεις παρατηρήσεις.

 

Πρώτον, η θεωρία ότι η επιδημία θα διαλύσει τον «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό» (ό,τι κι αν εννοούν με τον όρο…) είναι αφελής. Οι αρρώστιες δεν έχουν ιδεολογικό πρόσημο.

Αντιθέτως γνωρίζουμε από την ιστορία των τελευταίων δύο αιώνων ότι κανένας πόλεμος, καμία επιδημία, καμία καταστροφή, καμία κρίση δεν μπόρεσαν να αλλάξουν το γενικό πλαίσιο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος – κι αν ζήσαμε εν τω μεταξύ κρίσεις και πολέμους!

Μπορεί φυσικά να τα μεταβάλει, να τα προσαρμόσει ή να τα διαμορφώσει – έτσι προχωρεί η ανθρωπότητα. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να ξυπνήσουμε ένα πρωί σε κάποιον πλανήτη που θα κυριαρχείται από δυνάμεις πυγμαίων σοσιαλιστών ή μαορί οικολόγων.

Δεύτερον, οι μεγάλες κρίσεις έχουν σαφείς επιπτώσεις όχι μόνο στο περιεχόμενο της πολιτικής αλλά και στον τρόπο άσκησης της πολιτικής.

Πριν από δύο εβδομάδες, το σαββατιάτικο δοκίμιο των «Times» εξηγούσε ότι εκείνο που συμβαίνει σήμερα με τον κορωνοϊό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο ή πρωτοφανές.

Δεν αποτελεί δηλαδή παράκαμψη, ακύρωση ή προσπέραση της πολιτικής ουσίας. Δεν είναι κάποιος «αυτόματος πιλότος» που μας μπέρδεψε.

Αντιθέτως, είναι ένα διαχρονικό καθαρά πολιτικό φαινόμενο. Διότι οι μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, οι κρίσεις και οι καταστροφές οδηγούν στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας.

Eτσι συμβαίνει και τώρα. Η κυβερνητική διαχείριση του κορωνοϊού καταλήγει σε μια άσκηση ηγεσίας – όπως θα έλεγε η σοφή κυρία που έστειλε κάποτε τον στόλο στα Φόκλαντς και μάζεψε όλο το χαρτί…

Είναι φυσικά ακόμη η αρχή. Θα δούμε ποιοι θα ανταποκριθούν και ποιοι θα αποτύχουν. Αλλά οι νικητές θα βγουν πολλαπλά κερδισμένοι. Ουσιαστικά δεν θα έχουν αντίπαλο.

Τρίτον, η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας γίνεται πιο έντονη από τη στιγμή που συνοδεύεται από μια συντηρητική στροφή του κοινωνικού συνόλου σε επίπεδο και αξιών και συμπεριφορών.

Η στωικότητα και η πειθαρχία με τις οποίες αντιμετωπίζονται (σε γενικές γραμμές) οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις γίνονται κοινωνικό δεδομένο και παραπέμπουν σε νέα μοντέλα συνύπαρξης.

Κυρίως μάλιστα όταν έρχονται καπάκι μετά το Μεταναστευτικό, το Προσφυγικό ή το αίτημα ασφάλειας και προστασίας του εθνικού χώρου.

Δεν ξέρω φυσικά πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο συνδυασμός.

Αλλά νομίζω ότι η Ευρώπη στρίβει για τα καλά και ότι πολύ δύσκολα θα βρει στο ορατό μέλλον διάθεση να ασχοληθεί με «ανοιχτά σύνορα», «πολυπολιτισμικές κοινωνίες», «άσυλα» και «δικαιωματισμούς».

Γιατί έχασαν;

Τώρα που πέθανε και ο Μανώλης Γλέζος έμεινε στους περισσότερους από εμάς μια απορία στην οποία δεν βρίσκω να έχει δοθεί πειστική εξήγηση. Τι ακριβώς επεδίωκε η Αριστερά της περιόδου 1943-1949;
Η μία θεωρία λέει ότι επεδίωκε να κατακτήσει την εξουσία. Λογικό. Πολιτική παράταξη ήταν και η Αριστερά πάντα κάπως έτσι διαπραγματευόταν την εξουσία. Αυτό ήξερε να κάνει. Ηταν άλλωστε κόμμα επαναστατών. Οχι κοινοβουλευτική λέσχη φιλελευθέρων.
Ετσι, μερικές χιλιάδες επαγγελματίες αγωνιστές βγήκαν από την κατοχική συγκυρία μιας καθημαγμένης χώρας με τα όπλα στο χέρι αλλά και χωρίς να συναντούν απέναντί τους αντιστάσεις. Σε κενό εξουσίας.
Σου λέει: να η ευκαιρία!
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό επειδή η άλλη πλευρά ανασυντάχθηκε γρήγορα και αμύνθηκε. Λογικό και αυτό.
Κανένα συγκροτημένο (έστω και εξασθενημένο) σύστημα εθνικής εξουσίας, με στρατό, δυνάμεις ασφαλείας, πολιτικά κόμματα, ανθρώπινο δυναμικό, διεθνείς συμμαχίες και στηρίγματα, δεν θα πήγαινε να παραδοθεί αμαχητί στον Σιάντο, στον Βελουχιώτη και στον Σαράφη.
Γιατί να το κάνει; Τι θα κέρδιζε με μια τέτοια συνθηκολόγηση; Φυσικά δεν το έκανε. Πολέμησε. Και νίκησε.
Η δεύτερη θεωρία λέει ότι η Αριστερά έψαχνε να διαπραγματευθεί και όχι απαραιτήτως να επικρατήσει. Το προσπάθησε με διάφορους τρόπους, ασυνάρτητα, χωρίς αποτέλεσμα και έως ότου της ξέφυγε εντελώς.
Ηττήθηκε, λοιπόν. Οχι επειδή ήθελε να κυριαρχήσει, αλλά επειδή δεν ήξερε να διαπραγματευθεί. Και άλλωστε σε καμία στιγμή την επίμαχη περίοδο δεν δημιούργησε την εντύπωση ότι επιθυμούσε να μπει σε κάποιας μορφής συναλλαγή.
Ο μαξιμαλισμός, ο φανατισμός και η πόλωση υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια διαλόγου με τα μετριοπαθέστερα στοιχεία της άλλης πλευράς.
Οταν πια βγήκαν και τα πιστόλια, κλάφ’ τα Χαράλαμπε!
Η τρίτη θεωρία υποστηρίζει ότι επί της ουσίας η Αριστερά δεν είχε ποτέ σαφές σχέδιο. Ηταν απλώς δέσμια μιας εξαιρετικά ανεπαρκούς ηγεσίας που δεν κατάφερε σε καμία στιγμή από το 1943 έως το 1949 να αφήσει στην άκρη τον πρωτόγονο μαρξισμό και να αποκτήσει εθνικά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Ετσι δεν είχαν καμία αίσθηση των ευρύτερων συσχετισμών. Αγνοούσαν πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήξεραν τι επεδίωκαν και γιατί. Και τα έκαναν όλα ανάποδα από ανικανότητα.
Προφανώς ο καθένας μπορεί να επιλέξει την ερμηνεία που θέλει. Καλά να είμαστε να τα κουβεντιάζουμε.
Εγώ πάντως θα προτιμήσω την πρώτη εξήγηση.