Κάθριν Χάντερ: «Θα είμαιΠρομηθέας, αλλά όχιΔεσμώτης»
Η ελληνικής καταγωγής ηθοποιός και πρωταγωνίστρια του Πίτερ Μπρουκ Κάθριν Χάντερ ερμηνεύει στην Επίδαυρο τον ρόλο-τίτλο της τραγωδίας του Αισχύλου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Δύσκολα φαντάζεται κανείς τις σκηνικές δυνατότητες αυτής της μικροκαμωμένης ηθοποιού: Η ελληνικής καταγωγής Κάθριν Χάντερ (Κατερίνα Χατζηπατέρα), που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονδίνο, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση. Τον Αύγουστο κατεβαίνει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.
Πώς νιώθετε που θα παίξετε στην Επίδαυρο;
«Το να παίξεις στην Επίδαυρο είναι σαν να επιστρέφεις στις ρίζες σου. Αλλά υπάρχουν κανόνες. Δεν μπορείς να ψιθυρίζεις. Πρέπει να βρεις πώς θα γίνεις αληθινός. Γι’ αυτό και τα μικρόφωνα είναι σαν να πηγαίνεις κόντρα στον χώρο. Χρειάζεται αναπνοή, αλλά αναπνοή σημαίνει ψυχή. Αν δεν χρησιμοποιείς την ανάσα, την αναπνοή σου, δίνεις λιγότερο από την ψυχή σου. Κι αυτό λειτουργεί κόντρα στην παράσταση».
Ποιος είναι ο Προμηθέας και πώς τον αντιμετωπίζετε;
«Η αρχή όλων των έργων. Πρόσφατα έπαιξα τον «Τίμωνα τον Αθηναίο», έχω παίξει τον «Βασιλιά Ληρ». Ο Σαίξπηρ τα ήξερε όλα αυτά. Οπως και ο Μπέκετ. Γιατί οι «Ευτυχισμένες μέρες» είναι μια σύγχρονη εκδοχή του «Προμηθέα». Δεν συμφωνείτε; Είναι αρχετυπικός. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο-θεό και έναν θεό-άνθρωπο, που κατηγορείται γιατί αγαπάει και υπερασπίζεται τους ανθρώπους. Η μπεκετική πλευρά του πράγματος είναι ότι 14.000 θεατές το αξίζουν. Αυτή είναι η βασική ερώτηση: Αξίζουμε ή όχι; Μήπως πρέπει να προσπαθήσουμε λίγο περισσότερο; Εκείνος μάς υπερασπίζεται».
Πώς προσεγγίζετε τον ρόλο;
«Ο Προμηθέας είναι σύμβολο. Δεν μπορείς να τον ερμηνεύσεις σαν σύμβολο. Πρέπει να τον νιώσεις, να τον σκέφτεσαι, να τον πιστεύεις. Συμφωνήσαμε με τον σκηνοθέτη ότι δεν θα είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα. Θα τον προσφωνούμε «αυτός», «εκείνος», «he». Μαχητής, αναρχικός, επαναστάτης, προφήτης, δεν τα παρατάει ποτέ. Σαν να έχει όλα τα χρώματα. Αλλοτε πιο πολύ θεός, άλλοτε πιο πολύ άνθρωπος. Είμαστε όλοι Προμηθείς. Θέλουμε να πάμε παρακάτω, δεν τα παρατάμε, συνεχίζουμε. Πιστεύω, παλεύω, αντιστέκομαι, προσπαθώ. Οι άλλοι τού λένε να ηρεμήσει. Βρίσκεται σε συνεχή μάχη. Κι αυτό θα ήθελα να το νιώσουν οι θεατές. Γι’ αυτό ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην είμαι ακίνητη, αλλά δεμένη με αλυσίδα, σαν σκυλί, κάτι σαν «θέλω να φύγω αλλά δεν μπορώ»».
Το «ποτέ δεν τα παρατάω» ισχύει και για εσάς;
«Ναι, βέβαια. Πιο μικρή ήταν πείσμα. Μεγαλώνοντας εμπεριέχει περισσότερη σοφία, ελπίζω. «Εγκατέστησαν μέσα τους τυφλές ελπίδες» λέει ο Προμηθέας. Αυτή η φράση έχει πολλές εξηγήσεις. Οι τυφλές ελπίδες είναι και πίστη…».
Τι σας οδήγησε στο θέατρο;
«Το θέατρο ξεκίνησε σοβαρά στο Πανεπιστήμιο. Ως τότε δεν ήταν στη ζωή μου. Αρεσε πολύ σε μια φίλη μου. Πήγαινα μαζί της στις οντισιόν. Αρχισα να ενδιαφέρομαι, πήρα μαθήματα. Βρήκα μέσα στο θέατρο μια άλλη οικογένεια. Αυτό αγάπησα πρώτα. Το να δουλεύουν πολλοί για έναν στόχο. Μικρός δεν ξέρεις προς τα πού να πας, τι να κάνεις. Εχεις μεγάλες σκέψεις, έντονα συναισθήματα. Το θέατρο έρχεται και σου λέει: «Εδώ μπορείς να τα εκφράσεις, εδώ επιτρέπεται. Αλλού ίσως όχι. Εδώ τα θέλουμε, χωράνε»».
Μεγαλώσατε συντηρητικά;
«Και ναι και όχι. Ο πατέρας μου ήταν περισσότερο συντηρητικός, η μητέρα μου, όχι, ήταν πιο αναρχική, ας πούμε. Δεν ήταν συνηθισμένο για τις γυναίκες της οικογένειας να εργάζονται – μόνο σύζυγοι, μητέρες, φιλανθρωπικό έργο. Η δική μου δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση, στα εφοπλιστικά. Ηταν σοκ για την οικογένεια. Το ίδιο ίσχυε για μένα και τη δίδυμη αδελφή μου. Η γιαγιά έγραφε λίστες με γαμπρούς για προξενιά. Ξεφύγαμε. Μας βοήθησε η μητέρα μας. Ο κόσμος έλεγε «κόρες της Μάρως είναι, τι περιμένεις». Ο πατέρας μας δεν ενοχλήθηκε».
Σας δυσκόλεψε ο Αισχύλος;
«Αγάπησα τη μετάφραση του Δημητριάδη. Στην αρχή τρόμαξα. Εμεινε πολύ κοντά στο αρχαίο κείμενο, σαν νόημα, σαν ήχος, με τη δική του ποιητική. Τον συνάντησα μια φορά και τον αγάπησα. Ανθρωπος με πάθη. Του έκανε εντύπωση ότι εγώ στην παράσταση θα είμαι Προμηθέας αλλά όχι Δεσμώτης».
Πώς γνωρίσατε τον Πίτερ Μπρουκ;
«Είδε την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» και με προσκάλεσε στο Παρίσι. Ημουν τόσο εντυπωσιασμένη. Στην τρίτη μας συνεργασία μαλάκωσα. Ολο ζητούσε να κάνω αφαίρεση. Ημουν πάνω στη σκηνή και σκεφτόμουν: «Δεν μπορώ να κάνω το ένα ή το άλλο, δεν έχω μεγάλη μύτη, δεν έχω αστεία φωνή, δεν έχω προφορά, δεν, δεν…». Ζητούσε κάτι άλλο. Τότε κατάλαβα τι θα πει κενός χώρος. Οταν δεν κρύβεις τίποτα και ανοίγεις όλο και περισσότερο».
Είναι δύσκολος;
«Είχαμε κάνει το «Rockaby» («Νανούρισμα») του Μπέκετ. Η ηρωίδα είναι πάνω σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Αρχίσαμε πρόβες με αυτή την πολυθρόνα αλλά δεν άρεσε στον Πίτερ. Μου ζήτησε να καθίσω σε μιαν απλή καρέκλα και να κάνω μόνη μου την κίνηση, μπρος-πίσω. Ούτε μαγνητόφωνο ήθελε. Εγώ, όλα. Πήρε άδεια από τους δικαιούχους του Μπέκετ και προχωρήσαμε».
Επιλέγετε συχνά ανδρικούς ρόλους. Γιατί;
«Μικρή έβρισκα ότι οι ενζενί, με εξαίρεση κάποιες σαν την Ιουλιέτα που έπαιξα, είναι βαρετές. Θεωρούσα ότι στους άνδρες συμβαίνουν τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Κυρίως δε το θέατρο de Complicite, με το οποίο συνεργάστηκα, δεν υπάκουε σε καμία σύμβαση. Επαιζες τα πάντα – φύλο, ηλικία, κατάσταση. Από νωρίς θεώρησα ότι αυτό είναι το νορμάλ».
Πώς φτιάχνεται μια καριέρα;
«Δεν είχα ποτέ πλάνο. Ημουν τυχερή και το ένα έφερνε το άλλο. Στο σχολείο είχα αγαπήσει πολύ τον Ληρ – τον ένιωθα κοντά μου, και αγαπούσα τους ηλικιωμένους – συμμετείχα σε προγράμματα στήριξης μεγάλων ανθρώπων. Μια μέρα είδα έναν γέρο στο σουπερμάρκετ, μικροκαμωμένο, αλλά με μια υπερηφάνεια στην όψη. Αν γύρω του ήταν ένας στρατός, θα μπορούσε να είναι βασιλιάς. Τον ακολούθησα για να αντιγράψω τον τρόπο που περπατούσε, εύθραυστος και περήφανος μαζί. Δεν χρειάζεται να είσαι μεγαλόσωμος για να παίξεις τον Ληρ. Το μέγεθος πηγάζει από την καρδιά».
Ρεαλισμός ή μαγεία;
«Ο ρεαλισμός είναι αστεία λέξη. Η αλήθεια είναι για μένα η απάντηση. Στη RADA δεν ήταν θέμα μεθόδου. «Το ‘χεις, δεν το ‘χεις», «μπορεί να το βρεις», έλεγε ο δάσκαλος. Εννοούσε την αλήθεια. Είχε δίκιο. Γιατί ήξερες πότε δεν είσαι αληθινός. Και ο Πίτερ είναι κάπως έτσι».
Ελληνίδα, Αγγλίδα, Ευρωπαία;
«Σίγουρα Ελληνίδα στις ρίζες, στο αίμα, στην ψυχή. Αλλά θέλω να ελπίζω ότι είμαι και πολίτης του κόσμου. Στην Ελλάδα νιώθω σπίτι μου. Εχω όμως αγαπήσει και τους Αγγλους, αλλιώς».
Γιατί κάνετε θέατρο;
«Παλαιότερα αναρωτιόμουν, βλέποντας την αδελφή μου που ασχολείται με κοινωνικές εργασίες, μήπως έχω κάνει λάθος και πρέπει να στραφώ σε κάτι πιο χρήσιμο. Κατάλαβα όμως ότι αν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας μπορεί να είναι χρήσιμο και το θέατρο. Δεν πετυχαίνουμε πάντα, απελπιζόμαστε αλλά συνεχίζουμε. Θέλω η ιστορία που θα πω να περιλαμβάνει στοιχεία που ενδιαφέρουν και αγγίζουν τον καθένα. Ετσι προχωράω. Οπως ο Προμηθέας. Πιστεύει στην ανθρωπότητα. Είναι τόσο σημαντική αυτή η φράση. Κατηγορείται γιατί αγάπησε τους ανθρώπους. Με αγγίζει αυτό. Εχουμε ανάγκη την ελπίδα, τη συνειδητή ελπίδα».

