Γκάι Γκάβριελ Κέι: «Τα βιβλία είναι διάλογος, όχι μονόλογος»
Μια συζήτηση με τον δημοφιλή καναδό συγγραφέα του χώρου του φανταστικού για την Ιστορία, το παρελθόν ως έμπνευση και τις ελευθερίες του συγγραφέα έναντι των χαρακτήρων του.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γκάι Γκάβριελ Κέι ήταν ένας νεαρός Καναδός που είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορόντο, αλλά στον νου του βρισκόταν περισσότερο η λογοτεχνία παρά η δικηγορία. Θα έβρισκε τη συγγραφική του Ιθάκη στην Ελλάδα, στο χωριό της Αγίας Γαλήνης στη Νότια Κρήτη, όπου όπως λέει συνήθως «πήγα να κρυφτώ από τους περισπασμούς και έγραφα σαν τρελός, επτά ημέρες την εβδομάδα». Ετσι προέκυψε «Το υφαντό της Φιόναβαρ» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis, όπως και τα υπόλοιπα έργα του), μια τριλογία φαντασίας που έγινε παγκόσμια επιτυχία καθιστώντας τον γνωστό στο διεθνές κοινό. Θα ακολουθούσαν άλλα δέκα βιβλία «ιστορικής φαντασίας» ή, θα λέγαμε, «πειραγμένης Ιστορίας», όπου ο Κέι βυθίζεται στις λεπτομέρειες μιας αναγνωρίσιμης περιόδου παραλλάσσοντας ονόματα, προσωπικότητες και δεδομένα: το «Σαραντινό ψηφιδωτό» είναι ένα εξαίρετο δίπτυχο για την εποχή ενός Ιουστινιανού που δεν είναι ακριβώς ο Ιουστινιανός, το πρόσφατο μυθιστόρημα «Παιδιά του Ουρανού και της Γης», το οποίο και στάθηκε η αφορμή για τη συζήτησή μας, μια περιπλάνηση στον ταραγμένο 15ο αιώνα όπου πίσω από τη θαλασσοκράτειρα Σερέσα διακρίνει κανείς τη Βενετία, κάτω από την Ασαριάς προβάλλει η άρτι κατακτηθείσα από τους Οθωμανούς Κωνσταντινούπολη.
«Οφείλω πάρα πολλά στους ιστορικούς, και ως προς την έρευνα και ως προς την έμπνευση» λέει ο Γκάι Γκάβριελ Κέι. «Θα αναφέρω τον Φερνάν Μπροντέλ, του οποίου το magnum opus «Η Μεσόγειος» εισήγαγε έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης και γραφής της Ιστορίας. Ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά να στοχαστεί για το παρελθόν με όρους «καθημερινής ζωής», όχι εκείνης των μεγάλων και των ισχυρών, και τα μυθιστορήματά μου γύρω από αυτή την εννοιολόγηση στρέφονται. Αν μιλήσουμε για λογοτεχνία, λατρεύω τα μυθιστορήματα της Μαίρη Ρενό που εκτυλίσσονται στην αρχαία Ελλάδα και την εκπληκτική σειρά της Ντόροθι Ντάνετ «Τα χρονικά του Λάιμοντ» για την Ευρώπη του 16ου αιώνα».
Από τον Ιουστινιανό στον Τόλκιν
Αντανακλάσεις και διαθλάσεις ιστορικών εποχών, το Βυζάντιο ως Σαράντιο, η Ανδαλουσία ως Αλ Ρασάν, η Βενετία ως Σερέσα, είναι ακριβώς αυτές που κάνουν διακριτή τη λογοτεχνία του. «Το «Σαραντινό ψηφιδωτό» είχε ενταχθεί στη βιβλιογραφία ενός μαθήματος για την Υστερη Αρχαιότητα σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο και επαινέθηκε από έναν γάλλο ιστορικό ως το καλύτερο μυθιστόρημα για την εποχή του Ιουστιανιανού, αν και ο Ιουστιανιανός του δεν είναι ακριβώς ο Ιουστινιανός. Η Βενετία μου είναι σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς, η Βενετία, η Ανδαλουσία μου σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς η Ανδαλουσία. Είναι αυτό που ονομάζω «ελαφρά στροφή προς το φανταστικό». Δεν γράφω όμως σύμφωνα με κάποια Μεγάλη Θεωρία του Παρελθόντος! Διερευνώ συγκεκριμένες θεματικές και περιόδους και προσπαθώ να δημιουργήσω χαρακτήρες που θα θέλξουν το κοινό με την ιστορία τους».
Οι χαρακτήρες είναι το αγκάθι του ιστορικού μυθιστορήματος, διερωτάται διαρκώς κανείς για την ιστορική τους ακρίβεια. Επέλεξε την τεχνική του για να απελευθερωθεί από τέτοιους περιορισμούς; «Οπωσδήποτε. Δεν είναι μόνο η ελευθερία να παίξει κανείς με τον χρόνο, να αποσαφηνίσει τα μοτίβα και τη θεματολογία του, για εμένα είναι μια ηθική ελευθερία. Δεν γνωρίζω ποια ήταν η αγαπημένη στάση ενός ιστορικού ζευγαριού στο κρεβάτι ή πώς ήταν η σχέση τους, δεν γνωρίζω γιατί ένας συγκεκριμένος στρατηγός της κινεζικής δυναστείας των Τανγκ προέβη στη συγκεκριμένη πράξη που μαρτυρείται στις πηγές. Ακόμη και οι ιστορικοί δεν τα γνωρίζουν αυτά. Δεν υποκρίνομαι επομένως ότι έχω κάποιο «δικαίωμα» στη ζωή και στις σκέψεις των ηρώων μου. Συνήθως είναι εμπνευσμένοι από πραγματικά πρόσωπα, αλλά ξέρουμε εξαρχής ότι δεν είναι οι ιστορικές προσωπικότητες αυτές καθαυτές. Κι αυτό λειτουργεί απελευθερωτικά και για εμένα ως συγγραφέα και για τους αναγνώστες».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Γκάι Γκάβριελ Κέι γεφυρώνει δύο εποχές του φανταστικού. Σε ηλικία 21 ετών, το 1975, συνεργάστηκε με τον Κρίστοφερ Τόλκιν, γιο του πασίγνωστου από τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, στην επιμέλεια και στην έκδοση του μεταθανάτιου έργου του «Το Σιλμαρίλλιον». Σήμερα, ο Κέι, ο Τζ. Ρ. Ρ. Μάρτιν με το «Game of Thrones» και πλήθος άλλοι έχουν στραφεί σε μια πολύ διαφορετική θεματική από την κλασική περί σπαθιών και μαγειών. Μιλάμε πια για ένα πιο ώριμο, πιο πολύπλοκο πεδίο; «Θα έλεγα ότι μιλάμε για ένα πιο διευρυμένο πεδίο και αισθάνομαι υπερήφανος που έπαιξα κι εγώ έναν ρόλο σε αυτό. Το «Τιγκάνα», το τέταρτο βιβλίο μου, θεωρείται ένα από εκείνα που άνοιξαν νέους δρόμους για το είδος της φαντασίας – στο να ενσωματώνει, ας πούμε, πολιτικά ζητήματα. Ρεαλιστικά μιλώντας, όμως, η παραδοσιακή φαντασία πάντα θα έχει το κοινό της. Δείτε την αστυνομική λογοτεχνία. Πολλοί γράφουν εκλεπτυσμένα, έξυπνα, εστιασμένα στους χαρακτήρες μυθιστορήματα με τη μορφή μυστηρίου, άλλοι όμως απολαμβάνουν την επιτυχία με παραδοσιακές πλοκές επίλυσης εγκλημάτων. Υπάρχει χώρος για όλα τα γούστα».
Δεν ένιωσε ποτέ την έλξη του παρελθόντος, την ανάγκη να επιστρέψει στον οικείο χώρο από όπου ξεκίνησε; «Για να πω την αλήθεια, όχι! Υπήρξε πίεση να συνεχίσω τη σειρά της Φιόναβαρ, μια και ήταν παγκόσμια επιτυχία. Αλλά τότε έλεγα μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι «δεν πιστεύω στις τετράτομες τριλογίες». Γιατί χρειαζόμουν ως λογοτέχνης να δοκιμαστώ, να μείνω συγκεντρωμένος και να διατηρήσω το κίνητρό μου να γράφω. Ο συγγραφέας πρέπει να ανταποκρίνεται σε νέες προκλήσεις, άλλους τόπους και χρόνους, άλλα είδη χαρακτήρων. Εχω περάσει πια τα 60. Αν στα 60 του κανείς κάνει τα ίδια πράγματα που έκανε στα 30, σημαίνει ότι έχει σταματήσει να εξελίσσεται».
Ναι, αλλά, εκτός από παράθυρο σε άλλους τόπους και χρόνους, είναι τα βιβλία του και σχόλιο για τη σύγχρονή μας κοινωνία; «Εναπόκειται στον αναγνώστη και στον κριτικό λογοτεχνίας να το κρίνει! Κάθε συγγραφέας φιλοδοξεί να το πετύχει και είναι και δική μου φιλοδοξία, έχετε δίκιο. Πιστεύω ότι το να χρησιμοποιεί κανείς στοιχεία του φανταστικού για να διερευνήσει ιστορικά ζητήματα, να δείξει πώς αυτά φωτίζουν το σήμερα, είναι πράγματι ένα ισχυρό εργαλείο. Ωστόσο, ο αναγνώστης βρίσκει σε ένα βιβλίο αυτό που θέλει ο ίδιος – ή αυτό που χρειάζεται. Τα βιβλία είναι διάλογος, όχι μονόλογος. Μια από τις μεγαλύτερες χαρές μου είναι να διαπιστώνω ότι υπάρχει θετική υποδοχή των βιβλίων μου σε τόσο διαφορετικές κουλτούρες όσο η Βραζιλία και η Κορέα. Δεν είναι μόνο η αίσθηση της ανταμοιβής που εισπράττεις, αλλά και ένα αίσθημα σύνδεσης με τους άλλους. Σε κάνει να νιώθεις ότι ακόμη και σε καιρούς ταραγμένους υπάρχουν πολλά πράγματα που μας ενώνουν, όλους μας σε όλον τον κόσμο, και ένα από αυτά είναι η τέχνη».

