Τα ανοιχτά μέτωπα του 2020
Το Βrexit, η αλλοπρόσαλλη πολιτική Τραμπ και οι ανοιχτές «πληγές» του Προσφυγικού και της κλιματικής αλλαγής προκαλούν ανησυχίες σε μια εποχή που η δημοκρατία υποχωρεί σε πολλές χώρες και ο καπιταλισμός δείχνει τα προβλήματά του
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Το 2019 κληροδοτεί πολλά ανοιχτά μέτωπα στο 2020. Στην Ευρώπη, το Brexit όχι μόνο δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά και η μελλοντική εμπορική σχέση ανάμεσα στη Βρετανία και στην ΕΕ παραμένει ερωτηματικό. Στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ όχι μόνο δεν έπεσε πριν από την ολοκλήρωση της θητείας του, όπως προέβλεπαν πολλοί το 2016, αλλά μπορεί να εκλεγεί και για δεύτερη θητεία συνεχίζοντας την απρόβλεπτη πολιτική του.
Πουθενά δεν γίνεται πιο αισθητή η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Τραμπ από τη Μέση Ανατολή, όπου προστίθεται σε πολλούς ακόμη ρευστούς παράγοντες. Τα «καπρίτσια» του αμερικανού προέδρου επηρεάζουν και τις παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις. Η δημοκρατία υποχωρεί σε πολλές χώρες, με πρώτη την Κίνα που αυξάνει ραγδαία την επιρροή της αλλά και τον αυταρχισμό της, ενώ ο καπιταλισμός δείχνει όλο και περισσότερο τα προβλήματά του. Η Λατινική Αμερική ζει τη δική της «άνοιξη» εντάσεων. Η κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει νέο κύμα περιβαλλοντικών προσφύγων, χωρίς να έχει λυθεί το προηγούμενο.
Η «μεταβλητή» Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πολύ υπερήφανος για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Μπαράκ Ομπάμα, του αρέσει να καυχιέται ότι δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει γνωστά στον κόσμο τα σχέδιά του.
Αλλά καθώς μπαίνει στον τέταρτο χρόνο της θυελλώδους παραμονής του στον Λευκό Οίκο, το «κόστος» του χαρακτήρα του γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο. Πολλοί σύμμαχοι βρίσκονται σε κατάσταση σύγχυσης, αν όχι συναγερμού. Οσο για τις αντίπαλες υπερδυνάμεις, Κίνα και Ρωσία; Δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να εκμεταλλεύονται την άστατη ιδιοσυγκρασία του για να προωθούν τα συμφέροντά τους.
Ο αμερικανός πρόεδρος έχει έναν μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική. Οχι με όρους διπλωματίας φυσικά, αλλά με την αντίληψη του επιχειρηματία. Οι ξένες χώρες είναι για εκείνον ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και σύμφωνα με τη δική του «κοσμοθεωρία περί συμφωνιών», μπορεί είτε να τις καλοπιάνει είτε, εναλλακτικά, να τις αποσταθεροποιεί.
Οταν, για παράδειγμα, υπονοεί ότι οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ που εκπορεύονται από τη Βορειο-ατλαντική συμμαχία δεν είναι αξιόπιστες, ή όταν εκβιάζει να αποσύρει τη χώρα του από τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής, υπονομεύει την πάγια πεποίθηση ότι οι σύμμαχοι μπορούν να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και καθώς οι συμμαχίες υπό την ηγεσία της υπερδύναμης στηρίζουν ολόκληρο το διεθνές σύστημα ασφαλείας, η στάση του μόνο αστάθεια προκαλεί.
Σήμερα η αμερικανική προεδρία είναι απρόβλεπτη ως προς την ανθεκτικότητά της. Και τούτο διότι μπορεί μεν η απαγγελία κατηγορίας και παραπομπής του ενώπιον της Γερουσίας να σταματήσει εκεί, δεν παύει όμως να θέτει όλο το πολιτικό σύστημα σε μια άνευ προηγουμένου θεσμική κρίση.
Επειτα ως προς τις πολιτικές της επιλογές. Οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες του – όπως η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ή ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα και η αποχώρηση από τη Βορειοδυτική Συρία – είναι με μια λέξη χαοτικές. Και οι αντίπαλοι με αυτά τα δεδομένα κάνουν κινήσεις ματ στη σκακιέρα.
Ο πόλεμος των δασμών και οι παγκόσμιες επιτυχίες
Επειτα από 19 μήνες έντασης Ουάσιγκτον – Πεκίνου και μια εμπορική διελκυστίνδα που σήμανε την εκατέρωθεν επιβολή τελωνειακών δασμών ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ετήσιες συναλλαγές, οι δύο χώρες προχώρησαν τον περασμένο μήνα σε μια προκαταρκτική συμφωνία, που ο Ντόναλντ Τραμπ χαιρέτιζε μέσω Twitter ως μια «φανταστική συμφωνία για όλον τον κόσμο».
Σύμφωνα με αυτή, προβλέπεται μείωση των αμερικανικών δασμών σε κινεζικά προϊόντα και περισσότερες αγορές αμερικανικών, κυρίως αγροτικών, προϊόντων από την πλευρά του Πεκίνου. Μεταξύ άλλων, τίθεται κανονιστικό πλαίσιο για ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων ενώ αναφέρεται και σε νομισματικά θέματα, αν και ακροθιγώς.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν η συμφωνία αυτή θα σημάνει και το οριστικό τέλος του εμπορικού πολέμου. Η απάντηση είναι πως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το πώς θα εξελιχθεί, ενώ το πρακτορείο Fitch Ratings δεν αποκλείει το ενδεχόμενο νεότερων επικίνδυνων κλιμακώσεων.
Πριν από λίγες εβδομάδες ο Τραμπ δήλωνε ενώπιον δημοσιογράφων πως δεν βιάζεται να ολοκληρώσει τη συμφωνία και πως «μέχρι έναν βαθμό του αρέσει η ιδέα να περιμένει μέχρι τις εκλογές». Λίγες μέρες μετά η Κίνα προχωρούσε στην αναστολή πρόσθετων τελωνειακών δασμών σε αμερικανικά προϊόντα, δίνοντας σήμα για αποκλιμάκωση.
Την ίδια ώρα, ένα άλλο ανοιχτό μέτωπο εμπλέκει άμεσα και την Ευρώπη μέσα από την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να αποκλείσουν τις κινεζικές τεχνολογικές εταιρείες από την υλοποίηση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων πέμπτης γενιάς στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Ο αποκλεισμός αυτός οφείλεται στην αμερικανική δυσπιστία απέναντι στην Κίνα, αναφορικά με τον έλεγχο κρίσιμων πληροφοριών και δεδομένων που θα μεταφέρονται από τα έξυπνα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα νέας γενιάς.
Οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται μετέωρες ανάμεσα στην πίεση των Αμερικανών και των επιπτώσεων σε χρόνο και σε χρήμα που συνεπάγεται ένας πιθανός αποκλεισμός της κινεζικής τεχνολογίας στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Οντας κατακερματισμένη, η Ευρώπη δείχνει αδύναμη να διαμορφώσει μια κοινή στάση απέναντι στο γεωπολιτικό μπρα ντε φερ των δύο πιο ισχυρών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές της για κεντρικό ρόλο σε ένα παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό συμπιέζονται επικίνδυνα.
Προμηνύονται καταιγιστικές εξελίξεις
Στη Μέση Ανατολή, εκεί δηλαδή όπου ο φόβος και ο θάνατος παραμονεύουν σε κάθε γωνιά, όπου τα πλούσια ενεργειακά αποθέματα δεν μπορούν να λύσουν τα χρόνια προβλήματα της φτώχειας και της ανεργίας των λαών, όπου οι μεγάλες δυνάμεις βρίσκουν τρόπο να προωθούν τις γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις, οι εξελίξεις προμηνύονται καταιγιστικές.
Ενα περίεργο μείγμα εύθραυστης συνέχισης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και σεισμικών αλλαγών προβλέπουν αναλυτές για την εξαιρετικά εκρηκτική αυτή περιοχή του πλανήτη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν τη στρατηγική μέγιστης πίεσης εναντίον του Ιράν, εφαρμόζοντας ακόμη περισσότερες κυρώσεις στο θεοκρατικό καθεστώς, όμως, όπως εκτιμά το αμερικανικό think tank Stratfor, δεν αναμένεται άμεση στρατιωτική σύγκρουση.
Το Ιράν ωστόσο ενδέχεται να συνεχίσει την επιθετική του στρατηγική στοχοποίησης περιφερειακών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και για τον λόγο αυτόν ήδη η αμερικανική κυβέρνηση προσανατολίζεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη στρατιωτική της παρουσία στη Μέση Ανατολή για να αντιμετωπίσει αυτή την «απειλή», όπως τη χαρακτηρίζει η εφημερίδα «Wall Street Journal».
Την ίδια ώρα, προβλέπεται ότι η σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν στη Συρία θα ενταθεί, σε αντίθεση με τη σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ που θα βρίσκεται στον «πάγο», μιας και η τελευταία βυθίζεται στο χάος της εγχώριας πολιτικής του Λιβάνου.
Σε ό,τι αφορά τις σεισμικές μεταβολές, αναλυτές σε θέματα πολιτικής και ασφάλειας της Μέσης Ανατολής αναφέρουν ότι το δίκτυο επιρροής του Ιράν στο Ιράκ και τον Λίβανο θα συνεχίσει να δέχεται αυξανόμενη επίθεση από τους διαδηλωτές, ενώ θεωρούν ότι οι ιρανοί ηγέτες θα συνεχίσουν να εμμένουν στη στρατηγική της ωμής βίας.
Είναι πολύ πιθανό ο τραπεζικός τομέας του Λιβάνου να καταρρεύσει μέσα στο 2020. Οσο για το Ιράκ, προβλέπουν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος στρατιωτικού πραξικοπήματος που θα οδηγήσει σε σύγκρουση μεταξύ πολιτοφυλακών που υποστηρίζουν και αντιτίθενται στην ιρανική επιρροή.
Και αφού το Ιράν θα έχει στρέψει εκεί την προσοχή του, είναι πολύ πιθανό το Ισραήλ να εκμεταλλευτεί το παράθυρο ευκαιρίας ώστε να αυξήσει τις επιθέσεις του σε ιρανικούς στόχους τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία οδηγώντας σε σύντομες περιόδους αυξημένης σύγκρουσης.
Αλλάζουν οι παγκόσμιες ισορροπίες
Η άνοδος της Κίνας, οικονομικά και στρατιωτικά, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα του 21ου αιώνα. Στις αρχές της δεκαετίας, το 2011, ο ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας υποστήριξε ότι ο κόσμος ήδη διέθετε αρκετές υπερδυνάμεις, με πρώτες τις ΗΠΑ και την Κίνα, όμως η Κίνα υπολειπόταν των ΗΠΑ σε «μαλακή δύναμη». Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σαφές ότι η Κίνα αποτελεί οικονομική και πολιτική υπερδύναμη και η επιρροή της ξεπέρασε εκείνη των ΗΠΑ σε ορισμένες περιπτώσεις το 2019: τον Μάρτιο, το Πεκίνο ήταν το πρώτο που απαγόρευσε τις πτήσεις του Boeing 737 MAX, το οποίο οδήγησε και άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο και, τελικά, την αμερικανική εταιρεία να διακόψει την παραγωγή του συγκεκριμένου αεροσκάφους.
Οι ειδικοί προβλέπουν ότι ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα θα αυξηθεί το 2020, η μεταξύ τους ψαλίδα θα κλείσει και το χάσμα ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες και τις υπόλοιπες κορυφαίες οικονομίες θα διευρυνθεί. Εκτιμούν ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να μεταχειρίζεται την οικονομική του ισχύ σε συνδυασμό με την αυξανόμενη στρατιωτική του ισχύ προκειμένου να αλλάξει την παγκόσμια τάξη προς όφελός του. Στον Ειρηνικό Ωκεανό η στρατιωτική υπεροχή της Κίνας έναντι των ΗΠΑ είναι γεγονός.
Τον Ιανουάριο του 2019 η Κίνα έγινε η πρώτη χώρα που κατόρθωσε να προσσεληνώσει ένα διαστημικό όχημα στη «σκοτεινή πλευρά» της Σελήνης, ενώ η Κινεζική Διαστημική Υπηρεσία σχεδιάζει μια επανδρωμένη αποστολή στη Σελήνη, έναν μόνιμο κινεζικό διαστημικό σταθμό και αποστολές στον Αρη και στον Δία.
Εφέτος η Κίνα αναδείχθηκε σε παγκόσμιο ηγέτη στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης – τον περασμένο χρόνο, είχε καταθέσει τις 473 από τις 608 πατέντες τεχνητής νοημοσύνης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Πνευματικών Δικαιωμάτων και το ένα τρίτο από τις πατέντες για το blockchain. Η κινεζική κυβέρνηση έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στην τεχνητή νοημοσύνη.
Η Κίνα θεωρείται παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνολογία. Αν και κάποτε φημιζόταν για τις «αντιγραφές», πλέον φημίζεται για τις τεχνολογικές της καινοτομίες. Ως το 2021 σχεδόν το 80% των Κινέζων θα χρησιμοποιεί το smartphone αντί για μετρητά (έναντι 31% των Αμερικανών).
Τέλος, οι κινέζοι τουρίστες οδηγούν την ανάπτυξη του παγκόσμιου τουρισμού. Ο αριθμός των Κινέζων που κάνουν διακοπές στο εξωτερικό αυξάνεται κατά 6% τον χρόνο και η McKinsey προβλέπει ότι 160 εκατομμύρια Κινέζοι θα κάνουν διακοπές εκτός Κίνας το 2020.
Ο Ερντογάν απειλεί την Ευρώπη
Με 73.377 νέες αφίξεις το 2019 (ως τις 22 Δεκεμβρίου), η Ελλάδα ήταν μακράν η πρώτη στην Ευρώπη (στην Ισπανία έφθασαν 31.399 άτομα και στην Ιταλία 11.272). Το 70% των νεοαφιχθέντων στην Ελλάδα είναι Αφγανοί και Σύροι – παρά τα όσα ακούγονται, ότι δήθεν οι περισσότεροι είναι οικονομικοί μετανάστες. Η κατάσταση αυτή αναμένεται να διατηρηθεί και το 2020, αν δεν οξυνθεί, αφού ο Ερντογάν έχει απειλήσει επανειλημμένως να στείλει στην Ευρώπη, προφανώς μέσω της Ελλάδας, τους πρόσφυγες που φιλοξενεί στην Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, όσους και αν καταφέρει να «στείλει στην Ευρώπη», η Τουρκία αναμένεται να παραμείνει η χώρα που φιλοξενεί τους περισσότερους πρόσφυγες στον κόσμο (3,7 εκατ.) – κατέχει την πρώτη θέση εδώ και αρκετά χρόνια. Ακολουθούν το Πακιστάν (1,4 εκατ.), η Ουγκάντα (1,2 εκατ.), το Σουδάν και η Γερμανία (από 1,1 εκατ.).
Το εντυπωσιακό στοιχείο του 2019 είναι οι πρόσφυγες από τη Βενεζουέλα. Μέχρι σχεδόν το τέλος του έτους, οι Βενεζουελάνοι που έφυγαν από τη χώρα την τελευταία τετραετία, από την αρχή της ανθρωπιστικής κρίσης, έφθασαν τα 4,6 εκατ., το οποίο ισοδυναμεί με το 16% του πληθυσμού. Ο αριθμός τους πλησιάζει εντυπωσιακά τον αριθμό εκείνων που έφυγαν από τη Συρία στην πρώτη τετραετία του πολέμου (4,8 εκατ.).
Η προσφυγική κρίση της Βενεζουέλας είναι μια από τις μεγαλύτερες στη σύγχρονη ιστορία. Αν η παρούσα τάση συνεχιστεί, όπως όλα δείχνουν, οι Βενεζουελάνοι που θα έχουν φύγει από τη χώρα λόγω της φτώχειας και της πείνας στο τέλος του 2020 υπολογίζεται ότι θα φθάνουν τα 6,5 εκατ. – αν επαληθευθούν οι προβλέψεις, ο εκτοπισμός των Βενεζουελάνων θα ξεπεράσει σε ταχύτητα εκείνον των Σύρων.
Οι εκτοπισμένοι της Βενεζουέλας έχει επικρατήσει να αποκαλούνται «πρόσφυγες» και όχι «οικονομικοί μετανάστες», αποδεικνύοντας ότι οι δύο έννοιες είναι αλληλένδετες και δεν μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός – στη Βενεζουέλα δεν έγινε πόλεμος, «απλώς» η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 65%.
Η αμερικανική ήπειρος κατέχει τα πρωτεία στους πρόσφυγες το 2019. Εκτός από τους Βενεζουελάνους, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν καταφύγει στην Κολομβία, ένα τεράστιο κύμα από την Κεντρική Αμερική κατευθύνθηκε βόρεια για να αποφύγει πολέμους, βία, φτώχεια και διαφθορά. Οικογένειες και ασυνόδευτοι ανήλικοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν τελικό προορισμό τις ΗΠΑ αλλά πολλοί «αναχαιτίζονται» στο Μεξικό.
Λαϊκισμός και ακροδεξιά ρητορική
Εδώ και αρκετό καιρό, η θέση ότι υποσκάπτονται τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη Δύση κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος: «Οι ειδικοί θρηνούν για το γεγονός ότι η δημοκρατία διαβρώνεται, ή διολισθαίνει, ή ίσως και πεθαίνει. Οταν η δημοκρατία διαβρώνεται, τι μένει; Οταν μια δημοκρατία διολισθαίνει, πού καταλήγει; Οταν η δημοκρατία πεθαίνει, τι γεννιέται; Η απλή απάντηση είναι ο αυταρχισμός» γράφει εύστοχα στο περιοδικό «Foreign Affairs» o καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και διευθυντής του Weiser Center for Emerging Democracies στο Πανεπιστήμιο του Michigan, Νταν Σλέιτερ.
Τα τελευταία χρόνια το ρεύμα του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς ρητορικής καθίστανται κυρίαρχα, ενώ η εκλογή Τραμπ το 2016 ήταν το σημείο-καμπή σε αυτή την επικίνδυνη ροπή. Οι σειρήνες της εθνικής κυριαρχίας και της περιχαράκωσης, στο όνομα της ανάκτησης του αμερικανικού μεγαλείου, ήχησαν μοναδικά στα αφτιά των απανταχού λαϊκιστών. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το μοντέλο Τραμπ εξακτινώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη προκαλώντας ένα τσουνάμι πολιτικών αναταράξεων. Δίχασε τη Δύση και αποδυνάμωσε πολυμερείς θεσμούς.
Αυταρχικά καθεστώτα πρωταγωνιστούν στην παγκόσμια σκηνή και «ανελεύθερες» δημοκρατίες, όπως για παράδειγμα η Ινδία του Ναρέντρα Μόντι και η Βραζιλία του Ζαΐρ Μπολσονάρο, που περιλαμβάνουν πλέον κράτη με πολύ μεγάλους πληθυσμούς, υπόσχονται περισσότερη ευημερία και φυσικά περισσότερη ασφάλεια στους λαούς. Και για τον απλό αυτόν λόγο κυριαρχούν.
Πρόκειται για ένα μοντέλο που υιοθετούν ο ένας μετά τον άλλον ηγέτες ανά την υφήλιο τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Βίκτορ Ορμπαν (φωτογραφία) στην Ουγγαρία, ο Ματέους Μοραβιέτσκι στην Πολωνία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες. Οι εν λόγω ηγέτες έχουν κερδίσει την εξουσία μέσω εκλογών συνήθως υπονομεύοντας κομματικούς αντιπάλους, προσβάλλοντας ανοιχτά μειονότητες, ενώ επιτίθενται σε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Κι όμως, η απήχησή τους είναι μεγάλη.
Την ίδια ώρα, μια νέα παράμετρος έρχεται να δώσει μεγαλύτερη διάσταση σε αυτή την παγκόσμια τάση: η ανάδυση της Κίνας, μιας μεγάλης δηλαδή «ανελεύθερης» δημοκρατίας που έχει εξαπλωθεί και διεισδύσει προς τη Δύση σε πολλούς τομείς, επηρεάζοντας την παγκόσμια τάξη σε μια περίοδο πλήρους αστάθειας και απουσίας πραγματικών ηγετών.
Το μέλλον του οικονομικού συστήματος
Η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και χρόνια αλλά το 2019 εντάθηκε και αναμένεται να συνεχιστεί την επόμενη δεκαετία: ο καπιταλισμός έχει φθάσει σε αδιέξοδο και αν δεν μεταρρυθμιστεί υπάρχει ο κίνδυνος να καταρρεύσει. Η αχίλλειος πτέρνα του είναι οι ανισότητες – στις ΗΠΑ έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους αφότου η Υπηρεσία Απογραφής (Census Bureau) ξεκίνησε να τις μετράει πριν από πέντε δεκαετίες.
Κορυφαίοι οικονομολόγοι προσθέτουν το λιθαράκι τους για το τι πρέπει να γίνει προκειμένου να σωθεί η οικονομία της αγοράς και, κατ’ επέκταση, η δημοκρατία. Ο ιδρυτής και πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Νταβός) Κλάους Σβαμπ, για παράδειγμα, θεωρεί ότι το τι είδος καπιταλισμού θέλουμε αποτελεί το κρίσιμο ερώτημα της εποχής μας. Η απάντηση θα καθορίσει το μέλλον του οικονομικού μας συστήματος. Κατά τον Σβαμπ, ο καπιταλισμός των μετόχων (shareholder) πρέπει να αντικατασταθεί από τον καπιταλισμό των ενδιαφερομένων μερών (stakeholder).
Το εξηγεί στο «Μανιφέστο του Νταβός», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές Δεκεμβρίου, και η κεντρική ιδέα είναι ότι οι εταιρείες οφείλουν να πληρώνουν το μερίδιο των φόρων που τους αναλογεί (και όχι να επιδίδονται στη φοροαποφυγή εκμεταλλευόμενες φορολογικούς παραδείσους και «παραθυράκια»), να δείχνουν μηδενική ανοχή στη διαφθορά, να βεβαιώνονται ότι τηρούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά μήκος ολόκληρης της παγκόσμιας προμηθευτικής τους αλυσίδας (και όχι μόνο στις δυτικές χώρες, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες) και να αποζητούν τον ισότιμο ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο των καθηγητών Τζόζεφ Στίγκλιτζ, Τοντ Τάκερ και Γκαμπριέλ Ζικμάν, η απάντηση βρίσκεται στους φόρους που συλλέγει το κράτος. Τα φορολογικά έσοδα των κρατών πρέπει να αυξηθούν, προφανώς όχι φορολογώντας τη μεσαία τάξη αλλά τα υψηλά εισοδήματα προκειμένου να εξαλειφθούν φαινόμενα όπως της περίπτωσης που o μεγαλοεπενδυτής δισεκατομμυριούχος Ουόρεν Μπάφετ διαπίστωσε πριν από χρόνια (με λύπη) ότι πληρώνει λιγότερους φόρους (ποσοστιαία) από τη γραμματέα του και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Μπάφετ, μαζί με τον Μπιλ Γκέιτς, ανήκουν στην αυξανόμενη ομάδα των δισεκατομμυριούχων που ζητούν να πληρώνουν περισσότερους φόρους.
Στις ανισότητες όσον αφορά το εισόδημα προστέθηκαν τελευταίως και εκείνες που αφορούν τις ευκαιρίες: αυτές ξεκινούν πριν ακόμη από τη γέννηση ενός ανθρώπου. Ονομάζονται «μικροανισότητες» και ορίζουν αν το περιβάλλον στο οποίο ζει κάποιος είναι προνομιούχο ή μη, πράγμα καθοριστικό για την εξέλιξή του και την κοινωνική του άνοδο, που τείνει να γίνει έννοια προς εξαφάνιση.
Γρίφος η εμπορική σχέση Βρετανίας – ΕΕ
Λίγο πριν κλείσει το 2019, λύθηκε ο γόρδιος δεσμός στη βρετανική Βουλή που είχε οδηγήσει στο αδιέξοδο του Brexit: μετά τις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου, η επικράτηση του Συντηρητικού Μπόρις Τζόνσον ήταν τόσο καθαρή (με πλειοψηφία 80 εδρών) που δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι βουλευτές θα υπερψήφιζαν τη συμφωνία για να αποχωρήσει η Βρετανία από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου. Η αποχώρηση είναι δεδομένη και μαζί με το 2019 έκλεισε κάθε συζήτηση για δεύτερο δημοψήφισμα, κατάργηση του Brexit και τελωνειακή ένωση με την ΕΕ αντί αποχώρησης από αυτή.
Το θέμα όμως δεν πρόκειται να λυθεί έτσι απλά στο τέλος Ιανουαρίου αλλά θα ταλαιπωρήσει Λονδίνο και Βρυξέλλες τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2020. Διότι η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ ήταν το ευκολότερο κομμάτι. Το δυσκολότερο έπεται και είναι η μελλοντική εμπορική σχέση ανάμεσα στη Βρετανία και στην ΕΕ. Θα είναι μια σχέση στενή, εταιρική ή θα διέπεται από τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δηλαδή θα είναι μια σχέση χωρίς διμερή συμφωνία με δασμούς στα εκατέρωθεν προϊόντα;
Ούτε καν το No Deal δεν θα φύγει από το τραπέζι στις 31 Ιανουαρίου. Με δεδομένο ότι ο Τζόνσον ήδη έχει περάσει τροπολογία που απαγορεύει στη βρετανική κυβέρνηση να ζητήσει παράταση στις διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική εμπορική σχέση πέρα από το τέλος του 2020, οι 11 μήνες είναι λίγοι για να ολοκληρωθεί μια τόσο περίπλοκη συμφωνία. Ο Τζόνσον επιμένει ότι αρκούν, όμως δεν αποκλείεται προς το τέλος του 2020 το No Deal να αρχίσει να επικρέμαται πάλι πάνω από τις δύο πλευρές.
Ανοιχτό επίσης παραμένει το ερώτημα για το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις του Brexit στην ΕΕ. Βραχυχρόνια, οι «27» που δεν «καίγονται» τόσο για τη μελλοντική εμπορική σχέση με τη Βρετανία όσο θα έπρεπε να «καίγεται» η ίδια η Βρετανία, θα μπορέσουν να ασχοληθούν εις βάθος με άλλα σημαντικά ζητήματα της ΕΕ που είχαν μείνει πίσω λόγω της μονοθεματικής ενασχόλησης με το Brexit. Αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί το Brexit έδινε μια επίφαση ενότητας στους «27» ενώ τώρα δεν αποκλείεται να αναδειχθούν πιο έντονα οι διαφορές. Ανάλογα του πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα για τη Βρετανία, μακροχρόνια δεν αποκλείεται να ανοίξει η όρεξη και σε άλλα κράτη-μέλη να αποχωρήσουν από την ΕΕ.
Λιτότητα και διαφθορά
Από την Παταγονία μέχρι την Καραϊβική, η Λατινική Αμερική βρίσκεται σε αναβρασμό, τον μεγαλύτερο εδώ και δεκαετίες. Πολλοί μιλούν για μια Λατινική Ανοιξη. Ομως αντίθετα με την Αραβική Ανοιξη, στην οποία αραβικοί λαοί ξεσηκώθηκαν εναντίον των δικτατόρων που τους κυβερνούσαν, στη Λατινική Ανοιξη οι αιτίες είναι διαφορετικές, όπως και οι χώρες που έχουν ξεσηκωθεί – από την Αϊτή, τη φτωχότερη της ηπείρου, ως τη Χιλή που αποτελεί υπόδειγμα οικονομικής επιτυχίας.
Στο Περού ο κόσμος ξεσηκώθηκε για να υποστηρίξει τον πρόεδρο στην προσπάθειά του να κλείσει το διεφθαρμένο Κογκρέσο. Στην Ονδούρα κατά του διεφθαρμένου προέδρου. Στη Βολιβία ξεσηκώθηκε η αντιπολίτευση για να διώξει τον Εβο Μοράλες, που όχι μόνο ήθελε να κυβερνήσει για τέταρτη θητεία ενώ το Σύνταγμα επιτρέπει μόνο δύο, αλλά και νόθευσε τις εκλογές για να το πετύχει. Στο Εκουαδόρ καταλύτης ήταν η κατάργηση των επιδοτήσεων στα καύσιμα. Στη Βενεζουέλα ο λαός ξεσηκώθηκε κατά του Νικολάς Μαδούρο προσπαθώντας, μάταια μέχρι σήμερα, να φέρει στην εξουσία τον Χουάν Γκουαϊδό.
Στη ρίζα της δυσαρέσκειας σε ολόκληρη την ήπειρο βρίσκεται η λιτότητα που έπληξε τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα ύστερα από την ανάπτυξη της πρώτης δεκαετίας. Η μεσαία τάξη και η κατώτερη ένιωσαν το πλήγμα δυσανάλογα περισσότερο από την ελίτ, και αυτό τροφοδότησε τη δυσαρέσκεια. Αν προσθέσουμε στο μείγμα και τη διαφθορά της πολιτικής τάξης, αυτό γίνεται εκρηκτικό. Η διαφθορά τροφοδοτείται και από τα τεράστια ποσά «ναρκοχρημάτων» που ρέουν σε πολλές χώρες της ηπείρου. Η «Ανοιξη» συνίσταται στο ότι επιχειρείται να δοθεί ένα πλήγμα στη διαφθορά, είτε αυτή είναι οικονομική είτε πολιτική. Πολλοί ανησυχούν ότι η αναταραχή στη Λατινική Αμερική θα έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις, κυρίως στον πολιτικό τομέα: απογοητευμένοι, οι λαοί δεν αποκλείεται να στραφούν στα άκρα, όπως συνέβη στη Βραζιλία όπου ανέβηκε στην εξουσία ο ακροδεξιός Ζαΐρ Μπολσονάρο. Η πόλωση που χαρακτηρίζει πολλές κοινωνίες δεν βοηθάει την κατάσταση: επικρατεί η αίσθηση ότι η μια πλευρά πρέπει να επιδοθεί μανιωδώς στην εξόντωση της άλλης. Αν και υπήρξαν εξελίξεις και επιτυχίες στις λαϊκές κινητοποιήσεις – κυβερνήσεις έπεσαν, αντιδημοφιλή μέτρα πάρθηκαν πίσω – τα περισσότερα μέτωπα που άνοιξαν το 2019 στη Λατινική Αμερική παραμένουν ανοιχτά και στη νέα χρονιά.
Δυστυχώς ο πήχης είναι χαμηλά
Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής ήρθε για να μείνει. Ως θέμα που συνδέεται με τη μακροχρόνια επιβίωση της ανθρωπότητας αλλά και ως επιτακτική ανάγκη για τη μετάβαση σε καθαρότερες πηγές ενέργειας. Η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται μπροστά σε μια ζοφερή πραγματικότητα, όπως αποκαλύπτουν ειδικοί που κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου.
Τη χρονιά που πέρασε άλλωστε γίναμε όλοι μάρτυρες ακραίων καιρικών φαινομένων, από εκτεταμένες πλημμύρες, καταστροφικές πυρκαγιές σε παρθένα δάση, όπως στη Ρωσία και στον Αμαζόνιο, ξηρασίες και παρατεταμένους καύσωνες που έφθασαν, για παράδειγμα, έως την Αρκτική και έλιωσαν περί τους 40 δισεκατομμύρια τόνους πάγου από τη Γροιλανδία.
Το 2020 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για το κλίμα, καθώς οι χώρες που έχουν δεσμευτεί από τη Συμφωνία του Παρισιού πρέπει να δείξουν απτά αποτελέσματα. Μέχρι στιγμής η πρόοδος που έχει σημειωθεί είναι ελάχιστη και πολλές χώρες δεν θα προσεγγίσουν καν τον βασικό στόχο της Συμφωνίας κατά τον οποίο η θερμοκρασία δεν πρέπει να ξεπερνά τον 1,5 βαθμό.
Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι από τους πρώτους μεγαλύτερους ρυπαντές του κόσμου, εκκίνησαν τη διαδικασία αποχώρησής τους από τη Συμφωνία, με το πρόσχημα ότι αυτή θέτει ένα «άδικο οικονομικό βάρος» στους Αμερικανούς. Τι σημαίνει παύση της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις ΗΠΑ χωρίς αντιστάθμιση από άλλες χώρες; Πολύ απλά, αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δυστυχώς ο πήχης είναι χαμηλά. Η σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα στη Μαδρίτη ήταν πολύ κατώτερη των προσδοκιών αφού ολοκληρώθηκε με αόριστες δεσμεύσεις και χωρίς ουσιαστική συμφωνία ούτε για τους κανόνες των διεθνών αγορών άνθρακα, ούτε για το πώς θα χρηματοδοτηθούν οι φτωχότερες χώρες ώστε να περιορίσουν τις καταστροφές που εκπορεύονται από την κλιματική αλλαγή.
Στη διακήρυξη που υιοθετήθηκε δεν υπήρξε το αίτημα για άμεσες ενέργειες, παρά τις δραματικές προειδοποιήσεις των επιστημόνων, ενώ μερικά από τα πιο δύσκολα σημεία έμειναν έξω για να εξεταστούν στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής που θα γίνει μέσα στο έτος στη Γλασκώβη.

