Η ταβέρνα λεγόταν «Νιρβάνα». Δεν ήταν άλλη από τη Συναγωγή Μπουρλά της Θεσσαλονίκης που είχε μετατραπεί σε ταβερνείο, αμέσως μετά τον διωγμό των Ισραηλιτών της πόλης. Οταν τον Δεκέμβριο του 1944 το Συμβούλιο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης διεκδίκησε τη Συναγωγή, μια επιτροπή εργαζομένων στη «Νιρβάνα» ζήτησε εικοσαήμερη προθεσμία, «διότι εν τω μέσω συμπίπτουν αι εορταί και θέλουν ούτοι να εργαστούν κατά το διάστημα αυτό». Μέχρι και τον Μάρτιο του 1945 το θέμα δεν είχε λυθεί. Ακόμη και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης είχε ζητήσει, ως «προσωπική χάρη», να παραταθεί η προθεσμία για την εκκένωση. Καρέκλες από τις συναγωγές, που έφεραν μάλιστα εγγραφές στα εβραϊκά, με τα ονόματα των συναγωγών, βρέθηκαν στο θερινό καφενείο του κήπου του Λευκού Πύργου και σε άλλους δημόσιους χώρους της πόλης. Ενώ υλικά από το εβραϊκό νεκροταφείο, ανάμεσά τους πολλές επιτύμβιες μαρμάρινες πλάκες, βρέθηκαν στα μαρμαράδικα, από όπου τις προμηθεύονταν για τις οικοδομικές ανάγκες τους εκκλησιαστικές επιτροπές, επιτροπές σχολείων, ακόμη και το Κρατικό Θέατρο. Ηταν μία από τις αρχαιότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης, με 400 χιλιάδες μνήματα, μερικά χρονολογούμενα από το 1500, και με τουλάχιστον 5.000 μνήματα που είχαν αρχαιολογική, καλλιτεχνική και ιστορική αξία.

Ο Λέων Ναρ (γεν. 1974) στο βιβλίο του «Ξανά στη Σαλονίκη, η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο» (εκδόσεις Πόλις, πρόλογος Στράτος Δορδανάς) ανασυνθέτει τα δύο πρώτα χρόνια (1945, 1946) της ανασυγκρότησης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Βασισμένος σε ένα πολύ πλούσιο αρχειακό υλικό, κυρίως το ιστορικό αρχείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας αλλά και την εφημερίδα «Ισραηλιτικόν Βήμα», φύλλο με αριστερό προσανατολισμό που κυκλοφορούσε στη Θεσσαλονίκη στο διάστημα 1945-47, ο Ναρ μας δείχνει πώς μια αποδεκατισμένη κοινότητα συνειδητοποιεί την απώλεια και αρχίζει να διαχειρίζεται την πραγματικότητα. Καταδεικνύει το εύρος του πλιάτσικου, τον ρόλο των μεσεγγυούχων στους οποίους παραδόθηκαν οι εβραϊκές περιουσίες, την αδιαφορία ή ακόμη και την εχθρότητα του ελληνικού κράτους. Μας δείχνει ακόμη πώς τιμωρήθηκαν οι Εβραίοι προδότες (η δίκη του Χασόν) και τις εσωτερικές αντιθέσεις, έτσι όπως κυρίως εκφράστηκαν στις πρώτες εκλογές της Κοινότητας.

Οι μικροϊστορίες ρυθμίζουν αυτή τη μεγάλη σύνθεση. Οι ανθρώπινες ζωές δεν φεύγουν ποτέ από την οπτική του συγγραφέα. Αλλωστε αυτές συγκροτούν και πάλι τον εβραϊκό συλλογικό βίο της πόλης.