Τη δεύτερη Πέμπτη κάθε Οκτώβρη, η παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή, ο εκδοτικός κόσμος, τα γραφεία στοιχημάτων και οι πάσης φύσεως τζογαδόροι περιμένουν την ανακοίνωση του Νομπέλ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία. Αλλά αυτή την Πέμπτη, 11 Οκτωβρίου, για πρώτη φορά μετά το 1949, το βραβείο Νομπέλ δεν θα ανακοινωθεί. Ενα σεξουαλικό-οικονομικό σκάνδαλο, που άρχισε να αποκαλύπτεται τον Νοέμβριο του 2017 και που είχε στο επίκεντρό του τον 72χρονο γάλλο φωτογράφο Ζαν-Κλοντ Αρνό, στενό συνεργάτη της Ακαδημίας, και τη σύζυγό του Καταρίνα Φρόστενσον, ποιήτρια και συγγραφέα, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας από το 1992, οδήγησε τον θεσμό σχεδόν σε διάλυση. Η κρίση κορυφώθηκε την περασμένη άνοιξη, όταν αρκετά από τα ισόβια μέλη της Ακαδημίας παραιτήθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, κάτω από τις βαριές κατηγορίες συγκάλυψης των σεξουαλικών εγκλημάτων του Ζαν-Κλοντ Αρνό (βιασμός, άλλες παρενοχλήσεις) και διαφθοράς. Με τέτοιες συνθήκες το βραβείο δεν θα μπορούσε να απονεμηθεί. Το θέμα δεν ήταν μόνο τυπικό αλλά και ουσιαστικό και ηθικό. Και έτσι η ανακοίνωση του Νομπέλ Λογοτεχνίας 2018 αναβλήθηκε για το 2019. Στην υπεραιωνόβια ιστορία του θεσμού (από το 1901), το κύρος του βραβείου συνδέεται με τη θεωρούμενη αδιάβλητη διαδικασία επιλογής του βραβευμένου, με τα θεωρούμενα αδιάφθορα μέλη της Ακαδημίας, με το κύρος της ίδιας της Ακαδημίας, με τον υψηλό συμβολισμό της τελετουργίας, υπό την αιγίδα του βασιλέως της Σουηδίας, και φυσικά με την υψηλή προικοδότηση – πάνω από 1 εκατ. δολάρια.

Μισεί το κενό

Αλλά η φύση μισεί το κενό. Ετσι μετά την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, τον περασμένο Μάιο, ότι θα αναβάλει την απονομή του εφετινού βραβείου, μια νέα, προσωρινή, ακαδημία εμφανίστηκε στη θέση της. Είναι η New Academy, που ανακοίνωσε ότι θα απονείμει λογοτεχνικό βραβείο στις 12 Οκτωβρίου, δηλαδή την επόμενη Παρασκευή, ακολουθώντας το ημερολόγιο του Νομπέλ. Ιδρύτρια της Νέας Ακαδημίας είναι ένα πρόσωπο των σουηδικών μίντια, πολύ γνωστό και στην Ελλάδα από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και από τον διαγωνισμό της Eurovision: η Ελληνίδα Αλεξάνδρα Πασχαλίδου. Αμφιλεγόμενη και η ίδια στη Σουηδία, δημιούργησε τη Νέα Ακαδημία, με τη βοήθεια της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών και με χρηματοδότηση από διάφορους φορείς. Ανέθεσε την επιλογή των υποψηφίων στις σουηδικές βιβλιοθήκες ή μάλλον στους βιβλιοθηκονόμους, και μέσα στο καλοκαίρι ανακοινώθηκε, ύστερα από μαζική ψηφοφορία, η λίστα με τα ονόματα τεσσάρων υποψηφίων. Είναι ο Ιάπωνας Χαρούκι Μουρακάμι, φαβορί για το Νομπέλ Λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια, η 80χρονη Μαρίζ Κοντέ, γαλλόφωνη συγγραφέας από τη Γουαδελούπη, ο 48χρονος Βρετανός Νιλ Ρίτσαρντ Γκέιμαν, συγγραφέας βιβλίων κόμικ και σεναριογράφος, και η 40χρονη Καναδοβιετναμέζα Κιμ Τούι, επίσης γαλλόφωνη. Ο Μουρακάμι αρνήθηκε όμως να συμπεριληφθεί στη λίστα για την τελική κρίση και το βραβείο New Academy Prize in Literature θα απονεμηθεί σε κάποιον από τους υπόλοιπους τρεις. Αυτή η Νέα Ακαδημία θα διαλυθεί τον Δεκέμβριο, αλλά ήδη θεωρείται αμφιλεγόμενη και η πρωτοβουλία της τυχοδιωκτική και μιντιατική.
Τα πάθη της Σουηδικής Ακαδημίας συνεχίζονται, καθώς την 1η Οκτωβρίου ο Ζαν-Κλοντ Αρνό καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών για βιασμό. Ασκησε έφεση. Αλλά κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει τις εκλεκτικές σχέσεις του με την Ακαδημία. Δεν ήταν μόνο σύζυγος ακαδημαϊκού. Η Σουηδική Ακαδημία χρηματοδοτούσε γενναιόδωρα τη δράση του πολιτιστικού κέντρου Forum, το οποίο διηύθυνε. Και μολονότι ο Αρνό είχε κατηγορηθεί, ανεπίσημα, ότι, τουλάχιστον επτά φορές, ήταν πίσω από τη διαρροή του ονόματος του επικρατέστερου για το βραβείο απολάμβανε μεγάλη ασυλία. Η θέση του δεν είχε κλονιστεί ούτε μετά τις σοβαρές καταγγελίες για «σύγκρουση συμφερόντων» (Conflict of Interest), αφού ως σύζυγος ακαδημαϊκού ήταν σε πλεονεκτική θέση. Την αποκάλυψη του σκανδάλου ευνόησε το κλίμα που δημιουργήθηκε παγκοσμίως με την υπόθεση του παραγωγού του Χόλιγουντ Χάρβεϊ Γουάινστιν και το κίνημα #MeToo. Από κάτω σιγόβραζαν βεβαίως μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ ομάδων της Ακαδημίας, με κύριες τάσεις τους παραδοσιακούς και τους εκσυγχρονιστές.

Παλαμάς και Καζαντζάκης

Η Ακαδημία, που ιδρύθηκε το 1786, έχει 18 ισόβια μέλη. Το σκάνδαλο και η παραίτηση πολλών μελών της οδηγούν σε αλλαγή του θεσμικού πλαισίου ώστε να επιτρέπεται η εκλογή νέων μελών. Στη Σουηδία αισιοδοξούν ότι η Ακαδημία θα ξαναβρεί την ηρεμία της και το κύρος της μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, καθώς και ότι η διαδικασία επιλογής του Νομπέλ θα επαναληφθεί. Και είναι μια διαδικασία μοναδική.
Για το βραβείο ψηφίζουν τα 18 ισόβια μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας. Οι ακαδημαϊκοί ψηφίζουν επί τη βάσει των προτάσεων που κάνει η Επιτροπή Υποψηφιοτήτων της Ακαδημίας. Η Επιτροπή αποτελείται και αυτή από μέλη της Ακαδημίας αλλά με τριετή θητεία. Για να είναι κάποιος υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και, κυρίως, για να κρατηθεί η υποψηφιότητά του, δηλαδή να είναι nominee, πρέπει να προταθεί από nominators που έχουν δικαίωμα να κάνουν προτάσεις. Αυτοί είναι τα ίδια τα μέλη της Ακαδημίας, μέλη άλλων ακαδημιών, καθηγητές πανεπιστημίου, εταιρείες λογοτεχνών κ.ά. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε έτος μπορεί να υπάρχουν δεκάδες υποψήφιοι. Και δεν αποκλείεται ένας υποψήφιος να έχει προταθεί από περισσότερους nominators.
Μεταξύ των 30 υποψηφίων για το βραβείο του 1929 ήταν και ο Κωστής Παλαμάς. Τον είχε προτείνει ο Φρέντερικ Πούλσεν, αρχαιολόγος, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών και Γραμμάτων της Δανίας. Το βραβείο του 1929 πήγε στον Τόμας Μαν, ο οποίος είχε προταθεί από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Αντερς Εστερλινγκ. Το 1950 υπήρχαν δύο ελληνικές υποψηφιότητες μεταξύ των 79 nominees: του Νίκου Καζαντζάκη και του Αγγελου Σικελιανού. Οι δύο έλληνες συγγραφείς είχαν προταθεί από τον σουηδό ακαδημαϊκό Γκούλμπεργκ. Επιπλέον ο Σικελιανός είχε προταθεί και από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνυποψήφιοι για αυτή τη χρονιά ήταν μεγάλα μεγέθη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Φόκνερ, ο Καμί, ο Γκρέιαμ Γκριν, ο οποίος δεν πήρε ποτέ το Νομπέλ, η Κάρεν Μπλίξεν και ο Χεμινγκγουέι. Τελικά το βραβείο πήγε σε έναν μη λογοτέχνη, τον Μπέρτραντ Ράσελ, μεγάλο μέγεθος κατά τα άλλα, ο οποίος είχε προταθεί από τον καθηγητή Σουηδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι Ευγένιο Τίγκερστεντ. Ηταν ένα από τα βραβεία που δέχθηκε σκληρή κριτική, καθώς θεωρήθηκε καθαρά πολιτικό. Το ίδιο συνέβη τρία χρόνια αργότερα, το 1953, όταν το βραβείο δόθηκε στον Γουίνστον Τσόρτσιλ, καλόν απομνημονευματογράφο αλλά όχι λογοτέχνη.
Δεν ξέρουμε το παρασκήνιο για τα βραβεία στον Σεφέρη και στον Ελύτη, καθώς τα αρχεία της Ακαδημίας είναι ανοιχτά για τις απονομές μέχρι το 1951.

Νομπελική στέρηση

Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς Νομπέλ; Μας λείπει ή όχι; Τέτοιες συζητήσεις γίνονται παντού αυτές τις μέρες, σε όλον τον κόσμο. Μάλιστα η αμερικανική εφημερίδα «The New York Times» διοργάνωσε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης μεταξύ των τριών μονίμων λογοτεχνικών κριτικών της, του Ντουάιτ Γκάρνερ, της Πάρουλ Σέγκαλ και της Τζένιφερ Σαλάι. Και οι τρεις είπαν ότι χάρη στο Νομπέλ ο αγγλοσαξονικός κόσμος έμαθε τον Γιασουνάρι Καβαμπάτα, τον Κενζαμπούρο Οε, τον Χάινριχ Μπελ, τον Πατρίκ Μοντιανό, τον Ναγκίμπ Μαχφούζ ή τον Ιμρε Κέρτες, δηλαδή μη αγγλόφωνους συγγραφείς, που διαφορετικά δεν θα τους μάθαιναν ποτέ ή θα αργούσαν πολύ να τους μάθουν. Είπαν επίσης ότι το Νομπέλ κάνει πολύ καλό στην υγεία μικρών εκδοτών.
Εχουν αποκαλέσει τη Σουηδική Ακαδημία το πολιτικό γραφείο της λογοτεχνίας, με άμεση αναφορά στον πιο σκληρό αυταρχισμό της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης. Αλλά η «τιθάσευση» της νιτρογλυκερίνης από τον Αλφρεντ Μπέρνχαρντ Νομπέλ στον 19ο αιώνα έχει εξασφαλίσει στην Ακαδημία μια απίστευτη οικονομική υγεία, που τελικά θωρακίζει τον θεσμό. Ολα δείχνουν ότι ο γάλλος «βιαστής» θα ξεχαστεί και το «ίδρυμα» θα ξαναβρεί τη ρουτίνα του.