Ο Χέρμαν και ο Χανς
Ο Γιάννης Ράγκος υπενθυμίζει μια αιματοβαμμένη ιστορία του παρελθόντος που ανασυνθέτει τη δεκαετία του ’60
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Το 1966 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το βιβλίο του Τρούμαν Καπότε «Εν ψυχρώ» με το οποίο εγκαινιάστηκε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το non-fiction novel. Πρόκειται για την αφήγηση πραγματικών γεγονότων και την εξιστόρηση ενός εγκλήματος με την τεχνική του μυθιστορήματος. Το 2008 εκδόθηκε το μυθιστόρημα «Μυρίζει αίμα» του Γιάννη Ράγκου (Αθήνα, 1966), όπου ο συγγραφέας και δημοσιογράφος αφηγείται την αληθινή ιστορία δύο γερμανών δολοφόνων – κατά κάποιον τρόπο ήταν σίριαλ κίλερ -, του Χέρμαν Ντουφτ και του Χανς Μπασενάουερ.
Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1969. Η δικτατορία των συνταγματαρχών συμπληρώνει τον δεύτερο χρόνο της και η ελληνική κοινωνία προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ, ενώ αρκετοί πολίτες βρίσκονται στις φυλακές και στα νησιά της εξορίας. Στις αρχές Μαρτίου, ο Χέρμαν και ο Χανς, δηλώνοντας πως ήρθαν στην Ελλάδα για δουλειές και τουρισμό, οδηγώντας νοικιασμένα ή κλεμμένα αυτοκίνητα, οπλισμένοι με καραμπίνα και μαχαίρι, διέπραξαν έξι φόνους και πέντε ληστείες. Στις 6 του μηνός, στο ρεπορτάζ αθηναϊκής εφημερίδας διαβάζουμε:
«Την 5ην πρωινήν άγνωστοι εφόνευσαν δύο άτομα και ετραυμάτισαν σοβαρώς άλλο ένα με μαχαίρια σε πρατήριο βενζίνης πλησίον της Θήβας. Μέχρι στιγμής δεν έχουν εξακριβωθή πλήρως τα αίτια, αλλά εκ πρώτης ερεύνης των αστυνομικών δημιουργείται η βεβαιότης ότι πρόκειται περί ληστείας. Η Χωροφυλακή εκινητοποιήθη αμέσως με αποτέλεσμα να έχη εντοπίση τους δράστες και η σύλληψίς τους να αποτελή ζήτημα ωρών».
Ωστόσο, οι δύο Γερμανοί έφτασαν στην Αθήνα χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς, κατέλυσαν στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης, έπειτα σε ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος και τέλος νοίκιασαν διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Εκαναν κι άλλες δολοφονίες, ενώ επισκέφθηκαν και μερικές πόλεις στην Πελοπόννησο. Η άγρια δολοφονία ενός Ελληνοαμερικανού στη Βούλα θορύβησε τις Αρχές. Ετσι, στις 17 Μαρτίου η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών ανακοίνωσε πως απαγορεύεται η αναγραφή ειδήσεων για το συγκεκριμένο έγκλημα. Η απαγόρευση είχε σκοπό να καθησυχάσει τους πολίτες ώστε να μη διαταραχθεί το κλίμα τάξης και ασφάλειας που ήθελε να διατηρήσει το δικτατορικό καθεστώς. Τελικά, το Μεγάλο Σάββατο, ύστερα από το τηλεφώνημα ενός ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης στον Σκαραμαγκά, η αστυνομία τέθηκε επί τα ίχνη των δολοφόνων.
Για να γράψει την αιματοβαμμένη ιστορία τους που συγκλόνισε τη χώρα, ο Ράγκος έκανε έρευνα σε αρχεία εφημερίδων και δικογραφίες, ενώ πήρε συνεντεύξεις από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα (παραποιεί τα ονόματα των εμπλεκομένων για να τους προστατεύσει), προσθέτοντας κάποια πρόσωπα και συμβάντα με σεβασμό στην πραγματικότητα. Ταυτόχρονα ανασυνθέτει εκείνη την εποχή, περιγράφοντας τα ήθη και τις συνήθειες των Ελλήνων. Επίσης, μας θυμίζει πως στην τότε Δυτική Γερμανία ο βίος των δύο ανδρών απασχόλησε ζωηρά την κοινή γνώμη, καθώς εξετάστηκε το ενδεχόμενο η δράση τους να συνδέεται με τρομοκρατικές ή άλλες μείζονες ποινικές υποθέσεις.
Η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση πέρα από το εγκληματολογικό ενδιαφέρον της ενσωματώνει σημαντικές ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές και πολιτικές πτυχές. Ο Ράγκος ενδιαφέρεται για την εγκληματική συμπεριφορά των δύο Γερμανών που δεν σχετίζεται μόνο με τη δίψα για την απόκτηση χρήματος, μα συνδέεται και με το οδυνηρό παρελθόν τους. Επίσης, από τις σελίδες του βιβλίου περνάνε αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, καθώς και ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς δραπέτευσε από τις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου μαζί με τον δεσμοφύλακά του.
Στο Επίμετρό του, στη νέα, συμπληρωμένη έκδοση, ο συγγραφέας εκτιμά ότι η εγκληματική δράση των δύο Γερμανών εγκαινίασε ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία. Στην ουσία, υποστηρίζει, εκείνες οι κατά συρροήν δολοφονίες μετέβαλαν βίαια και οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος, αλλάζοντας ολόκληρη τη χώρα.

