Οταν ο λόγος, η συμπεριφορά, η πρακτική ορισμένων ατόμων ή ομάδων υπερβαίνει πολλές φορές τα εσκαμμένα, αποδοκιμάζεται. Αντίθετα, επικροτείται ο μετρημένος στη συμπεριφορά του, στον λόγο του, στις πράξεις του. Το μέτρο δηλαδή είναι ένα συνεχές ζητούμενο σε έναν αέναο προβληματισμό, ένα χαρακτηριστικό του Homo Sapiens, ίσως μια αδήριτη αναγκαιότητα που εκπορεύεται από την ίδια τη φύση. Το μέτρο αυτό είναι άλλωστε που κάνει τον χιμπατζή να μη μπορεί να μιλήσει, το άλογο να διαβάσει, τον άνθρωπο να πετάξει. Και ενώ όλα τα άλλα είδη κινούνται μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο που υπαγορεύεται από τον γενετικό τους οπλισμό, ο άνθρωπος είναι το μόνο είδος που επιχειρεί να τροποποιήσει το δικό του γενετικό πλαίσιο, αλλά και άλλων ειδών, αλλάζοντας το μέτρο της φύσης.


Μια προσέγγιση της κατανόησης του μέτρου αποτελεί και η προσπάθεια γενετιστών οι οποίοι τη δεκαετία του ’30 είχαν υπολογίσει θεωρητικά ότι ο αριθμός των γονιδίων του ανθρώπου και της δροσόφιλας είναι περίπου 30.000 και 10.000, αντίστοιχα. Με τη μεθοδολογία της χαρτογράφησης του γονιδιώματος, την πιο σύγχρονη τεχνολογία, εκτιμήθηκε πειραματικά ότι ο άνθρωπος και η δροσόφιλα έχουν περίπου 35.000 και 13.000 γονίδια, αντίστοιχα· και ο λόγος που το κάθε είδος έχει ένα συμπροσαρμοσμένο αριθμό γονιδίων δεν είναι τυχαίος· είναι συνάρτηση της βιολογίας του και του γενετικού φορτίου, δηλαδή του περιοριστικού αριθμού των βλαβερών μεταλλάξεων που προκύπτουν και τις οποίες μπορεί να αντέξει το είδος, για να μην καταρρεύσει· αλλιώς ο ελέφαντας, λ.χ., θα μπορούσε να έχει εκατομμύρια γονίδια. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τον χρόνο που ζει το κάθε είδος, γιατί η δομή του και η λειτουργία του ως συνόλου εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό, την επιβίωση, που επιτυγχάνεται από το αρμονικό μέτρο το οποίο επηρεάζεται από τον γενετικό του οπλισμό.


Μια εν πολλοίς τελολογική λοιπόν εξήγηση του βιολογικού μέτρου που ωστόσο πρέπει να μας προβληματίσει και για κάθε άλλο μέτρο της ζωής. Γι’ αυτό καθετί υπέρμετρο δεν προκαλεί τυχαία τον σκεπτικισμό του συνόλου. Τα δίπολα, π.χ., φιλοδοξία – ματαιοδοξία, αλαζονεία – σεμνότητα, αισιοδοξία – απαισιοδοξία, ενθουσιασμός – αδιαφορία, επιθετικότητα – ηττοπάθεια, εγωισμός – αλτρουισμός και πολλά άλλα μπορεί να θεωρηθούν ότι συμβάλλουν στην οριοθέτηση του πλαισίου της συμπεριφοράς μας. Και βέβαια μια μη συστηματοποιημένη, εξωπραγματική και υπέρμετρη κίνηση, ακόμη και στα θετικά άκρα αυτών των διπόλων, μπορεί να αυξήσει επικίνδυνα το «κοινωνικό φορτίο», που θα καταπονήσει το σύνολο και θα το απορρυθμίσει.


Ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος μίλησε για το «μέτρον άριστον», χωρίς να γνωρίζει τα περί της σύγχρονης γενετικής. Μήπως εμείς, «σοφότεροι» του Κλεόβουλου ως προς τη νέα γνώση, πρέπει να επικροτήσουμε και να κατανοήσουμε ακόμη περισσότερο το σοφό απόφθεγμά του; Μήπως πρέπει να αντιληφθούμε ότι οποιαδήποτε υπερβολή, από όπου και αν εκπορεύεται, από πρόσωπα ή κράτη, παρεκκλίνει του πλαισίου και είναι δυνατόν να εγκυμονεί κινδύνους ατομικούς ή συλλογικούς, ιδιαίτερα όταν δεν θεραπεύει το σύνολο; Είναι αρκετό να λέμε, λ.χ., ότι το μέτρο της ελευθερίας μας είναι η ελευθερία των άλλων, αν δεν το εννοούμε και δεν το εφαρμόζουμε, αν δεν κατανοούμε ότι το «δημιουργικό άριστον είναι το αποδεκτό μέτρον»;


Το μέτρο λοιπόν φαίνεται να είναι επιταγή της φύσης, όπως υποστήριξε και ο Ηράκλειτος (ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρον, ει δε μη Ερινύες διώξουσιν αυτόν). Η υπέρβαση του μέτρου εγείρει ανάλογες βιολογικές ή και κοινωνικές «κυρώσεις», οι οποίες δεν οδηγούν προς την πρόοδο. Η πρόοδος, μέτρο και αυτό της φύσης, καθώς η ισορροπημένη, η μετρημένη προοδευτική εξελικτική διαδικασία είναι σύμφυτη με τη διατήρηση της ζωής, δεν επιτυγχάνεται με την παραβίαση του μέτρου αλλά με τη σχετική χωροχρονική αναβάθμισή του. Και σε πιο γενικό τόνο, κάθε εποχή αλλάζει μόνο όταν οι αποδεκτές επιστημονικοτεχνολογικές και κοινωνικοπολιτισμικές αλλαγές την αναβαθμίζουν σε ένα νέο επίπεδο που καθορίζεται από ένα νέο μέτρο.


Αυτή όμως η συνολική διεργασία, ο ισορροπημένος ρυθμός της αλλαγής αντανακλά από μόνος του μιαν «ηθική» και ένα «μέτρο» της φύσης αλλά και της κοινωνίας που δεν μπορούν να επικροτήσουν την οποιαδήποτε υπερβολή, η οποία ωθείται προς αποβολή από το κάθε σύστημα, όπως κατ’ αναλογία γίνεται με τις βλαβερές μεταλλάξεις. Γι’ αυτό ο «πεπαιδευμένος» άνθρωπος, ο έχων σωστή παιδεία, έχει μεγαλύτερη ικανότητα να ανακαλύπτει το σωστό μέτρο για κάθε έκφραση και έκφανση της ζωής. Γιατί το μέτρο αυτό είναι αναγκαιότητα που η ίδια η φύση φαίνεται να έχει επιβάλει και κάθε «παράβασή» του, ό,τι και αν αφορά, τη συμπεριφορά, την επικοινωνία, το σύστημα, τον ρυθμό της μεταβολής ή την οποιαδήποτε τοποχρονική και αποδεκτή ανθρώπινη αξία, είναι φθοροποιός. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να καλλιεργεί το μέτρο, αν υποστηρίζει ότι προχώρησε στη βιολογική του αυτογνωσία και επιδιώκει την κοινωνική του ισορροπία.


Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.