Η κυβέρνηση ξεκίνησε την καριέρα της ως κωμειδύλλιο. «Πάνο μου, Αλέξη μου…». Εξελίχθηκε στη συνέχεια σε θρίλερ. «Τώρα φεύγει, αύριο δεν φεύγει…». Και κατέληξε επιθεώρηση. Μόλις οι πρωταγωνιστές βγαίνουν στη σκηνή, βάζουμε όλοι τα γέλια.

Το σενάριο μοιάζει σχετικά πρωτότυπο και έχει πλάκα, αλλά οι ηθοποιοί είναι δεύτερης διαλογής.

Λίγα λόγια για την υπόθεση.

Ο υπουργός ΑΝΕΛ εκβιάζει τον Πρωθυπουργό ΣΥΡΙΖΑ απειλώντας με απόσυρση από την κυβέρνηση, αλλά δεν τολμάει να υλοποιήσει τον εκβιασμό του.

Φοβάται ότι ο Πρωθυπουργός έχει εξαγοράσει τους περισσότερους βουλευτές του και κανείς από τους εξαγορασμένους δεν θα ρίξει την κυβέρνηση. Απλώς ο ίδιος θα μείνει χωρίς κόμμα.

Ο Πρωθυπουργός ΣΥΡΙΖΑ εκβιάζει τον υπουργό ΑΝΕΛ με έξωση από την κυβέρνηση απειλώντας «θα τα πούμε στη Βουλή», αλλά οι απειλές του μένουν στα λόγια.

Φοβάται πως αν φύγει ο υπουργός θα αναγκαστεί να ψάχνει δεξιά κι αριστερά πλειοψηφία στους γυρολόγους, στα σούργελα και στους «πιασμάν».

Μιλάμε δηλαδή για μια κυβέρνηση δύο κομμάτων που δεν ξέρουμε αν είναι δύο. Ενα κόμμα που δεν ξέρουμε αν είναι κόμμα. Μια πλειοψηφία για την οποία ουδείς γνωρίζει αν υπάρχει, ποιοι την αποτελούν και για πόσο.

Κι αυτό επειδή δυο πολιτικοί, που δεν ξέρουμε καν πόσο πολιτικοί είναι, φοβούνται εδώ και μήνες να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση.

Κότα εναντίον κότας.

Αλλά πολιτική με φόβο δεν γίνεται. Διότι η ουσία είναι ότι κανείς από τους δύο συνεταίρους δεν διαθέτει εναλλακτική προοπτική. Ο ένας δεν μπόρεσε να βρει άλλη κανονική πλειοψηφία. Ο άλλος μάλλον δεν καταφέρνει να έχει άλλο πολιτικό μέλλον. Ο χωρισμός όμως τρομάζει, όχι επειδή αρέσει ο γάμος αλλά επειδή είναι άδηλο το κόστος του χωρισμού.

Προφανώς οι δύο πλευρές θα μιλήσουν για «συναινετικό διαζύγιο» αλλά η συναίνεση θα τιναχτεί στον αέρα στην πρώτη στροφή. Και τότε αρχίζει το ξεκατίνιασμα. Σε προεκλογική περίοδο. Οταν κι οι δύο θα παίζουν το κεφάλι τους.

Διότι τελικά το μόνο που τους συνδέει πραγματικά είναι ότι ο ένας «κρατάει» τον άλλο. Τέσσερα χρόνια κοινής διακυβέρνησης κρύβουν πολλά μυστικά, πολλές σκιές και ακόμη περισσότερους λεκέδες.

Το χουνέρι που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στον Καμμένο με τα 230 εκατομμύρια των αντισταθμιστικών ήταν μόνο μια προειδοποιητική βολή. Αλλά έχει κι ο Καμμένος πυρομαχικά.

Μεταξύ μας, αυτή είναι η όλη και μόνη ουσία. Διότι ακόμη κι η πρακτική σημασία της υπόθεσης είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Αφενός επειδή ο Τσίπρας μάλλον έχει μαζέψει μια πλειοψηφία καλοθελητών για τις Πρέσπες και χωρίς τη συνδρομή του Καμμένου.

Αφετέρου επειδή οι «εκλογές τον Οκτώβριο» κυκλοφορούν μόνο ως όνειρο ή ανέκδοτο. Ενώ για να γίνουν εκλογές τον Μάιο η Βουλή θα πρέπει να έχει διαλυθεί έως το τετραήμερο του Πάσχα (26-29 Απριλίου) – μάλλον λίγο νωρίτερα.

Με άλλα λόγια, ο πολιτικός χρόνος αυτής της κωμικής κυβέρνησης είναι το πολύ τρεις μήνες – σιγά τον πολυέλαιο! Δεν ξέρω καν αν η παράσταση αξίζει το εισιτήριο.

Το ερώτημα είναι πώς άφησαν να κακοφορμίσει μια κατάσταση που τελικά βλάπτει και τους δύο. Ο Τσίπρας διέπραξε το στρατηγικό σφάλμα του Σκοπιανού. Ξεκίνησε να διαλύσει την αντιπολίτευση και τελικά διαλύθηκε η κυβέρνησή του.

Σαν τώρα θυμάμαι τον Βούτση που προέβλεπε (τον περασμένο Φεβρουάριο!) ότι το Σκοπιανό θα οδηγήσει σε ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Εναν χρόνο αργότερα έχουν ξεμείνει με την Παπακώστα και τον Παπαχριστόπουλο.

Ο Καμμένος πόνταρε στο Σκοπιανό εκ του ασφαλούς ελπίζοντας ότι η διαδικασία θα σταματήσει στα Σκόπια. Ετσι εκείνος θα χριστεί μακεδονομάχος χωρίς Μακεδονικό Αγώνα.

Και οι δύο έπεσαν έξω. Αυτό πληρώνουν σήμερα. Και αυτό θα πληρώσουν ακόμη ακριβότερα στις εκλογές.

Ο… σκακιστής!

Με τη σεμνότητα που τον χαρακτηρίζει ο Πρωθυπουργός αποφάνθηκε στην τηλεόραση ότι η οικονομία αποτελεί το ατού του και ότι ο ίδιος δεν είναι ο Ιησούς.

Το πρώτο υποθέτω το πληροφορήθηκε από κάποιον που δεν σκαμπάζει γρι οικονομικά. Το δεύτερο από τη μητέρα του.
Αντιθέτως, ο δικηγόρος διαφόρων κυβερνητικών δραστηριοτήτων Ι. Μαντζουράνης δήλωσε πως «σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας απέδειξε (…) ότι διαθέτει προσόντα μεγάλου σκακιστή».

Η μία εξήγηση είναι ότι μπέρδεψε τον Τσίπρα με τον Κοσκωτά και τον Κουτσόγιωργα, τους οποίους θαύμαζε προηγουμένως.
Η άλλη ότι μπερδεύει το σκάκι με το μπαρμπούτι.

Πάλι καλά. Διότι εκτός από μεγάλο σκακιστή, θα μπορούσε να τον αναγορεύσει και σε Ιησού!