Η τρυφερή και ανηλεής Ρώμη
Μεταξύ «Dolce Vita» και «Μεγάλου Γκάτσμπι», το βιβλίο του Τζιανφράνκο Καλίγκαριτς ανακαλεί την ιταλική πρωτεύουσα της δεκαετίας του ‘70
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Un capolavoro dimenticato – ένα ξεχασμένο αριστούργημα» είναι ένας από τους χαρακτηρισμούς της ιταλικής λογοτεχνικής κριτικής για Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη του Τζιανφράνκο Καλίγκαριτς. Το ξεχασμένο μυθιστόρημα του ιταλού συγραφέα και μετέπειτα σεναριογράφου και σκηνοθέτη έχει όντως μυθιστορηματική ζωή. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1973. Ηταν το πρώτο βιβλίο του, το οποίο έγινε ανάρπαστο πουλώντας μόνο 17.000 αντίτυπα. Τιμήθηκε με το βραβείο Inedito και κατόπιν εξαφανίστηκε. Είχε ωστόσο περάσει στη χορεία των cult μυθιστορημάτων, με τους αναγνώστες να το αναζητούν στους πάγκους των μεταχειρισμένων βιβλίων. Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να επανεκδοθεί το 2010 από τις εκδόσεις Aragno, έχοντας προηγουμένως γίνει αντικείμενο διατριβών. Οταν και η έκδοση των Aragno εξαντλήθηκε και ενώ οι αναγνώστες εξακολούθησαν να το αναζητούν και στο Διαδίκτυο, ο οίκος Bompiani το «ανέστησε» το 2016. Εκτοτε ζει μια σπουδαία δεύτερη ζωή, έχοντας μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες.
Ο μικρόκοσμος της πόλης
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Λέο Γκατζάρα, είναι τριάντα χρονών και βρίσκεται «στη δίνη μιας ιστορίας που τον παρασύρει μέχρις εσχάτων». Εχει αφήσει το γκρίζο βιομηχανικό Μιλάνο όπου γεννήθηκε για την ολόφωτη Ρώμη. Εχει όμως περάσει μια δεκαετία από τη μυθική Ρώμη της «Dolce Vita» του Φελίνι, του 1960. Οι καιροί έχουν αλλάξει, το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα της Ιταλίας ξεθωριάζει, οι αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν προιωνίζονται «Γλυκιά ζωή» στα μπαρ της Βία Βένετο. Τη Ρώμη όμως επέλεξε ο Λέο για να ζήσει, χωρίς να γνωρίζει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Είναι καλλιεργημένος, τα υπάρχοντά του είναι μια βαλίτσα με βιβλία και ένα κοστούμι. Περιπλανιέται στο κέντρο της πόλης, από τα Σκαλιά της Πιάτσα ντι Σπάνια στα καφενεία της Πιάτσα Ναβόνα και από εκεί στα υποτιθέμενα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής, όπου συναντά πρόσωπα που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στη φελινική «Dolce Vita» αλλά και στη Ρώμη της «Grande Bellezza» της ταινίας του Πάολο Σορεντίνο (2013). Ανάμεσά τους, αλκοολικοί, επίδοξοι συγγραφείς, «ένα μοντέλο υψηλής ραπτικής ερωτευμένο με έναν ομοφυλόφιλο φωτογράφο, ένας παραχαϊδεμένος ποιητής που δούλευε για το Κομμουνιστικό Κόμμα, ένας ανταποκριτής που είχε πάθει έμφραγμα στη Λατινική Αμερική, μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα ερωτευμένη με έναν πιλότο της Alitalia τον οποίο κανείς δεν είχε δει ποτέ».
Ο Λέο έχει και δεν έχει σχέση με αυτόν τον κόσμο, ζει χάρη στην καλοσύνη ορισμένων εξ αυτών των κοσμικών διανοουμένων που του δανείζουν το διαμέρισμά τους όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό, επωφελείται από τις γνωριμίες του με τους μπάρμεν της Πιάτσα Ντελ Πόπολο για να πίνει ποτά και καφέδες. Οταν τα πράγματα ζορίζουν, εμφανίζεται στα γραφεία της αθλητικής εφημερίδας «Corriere dello Sport» και απομαγνητοφωνεί άρθρα των συντακτών, παντελώς αδιάφορα, για τα οποία πληρώνεται υποτυπωδώς.
Ο καιρός των επιλογών
Ο ήρωας είναι μελαγχολικός χωρίς να κλαίγεται, είναι θλιμμένος και άδειος όπως τα δωμάτια των κοριτσιών που τον φιλοξενούν, τα οποία εγκαταλείπει τα πρωινά, όταν εκείνα πάνε στις δουλειές τους και εκείνος έχει χρόνο να σκοτώσει στην εκτυφλωτική Ρώμη. Μέχρις ότου, σε ένα πάρτι, συναντά και ερωτεύεται την Αριάνα, φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής από τη Βενετία, γοητευτική, εύθραυστη, στα όρια της νευρασθένειας. Αρχίζουν να περιπλανώνται μαζί, να ξενυχτούν, να οδηγούν μέχρι τη θάλασσα στην Οστια, έξω από τη Ρώμη. Θέλουν και οι δύο να ξεφύγουν από το τετριμμένο του βίου, χωρίς όμως να ξέρουν πώς. Η Ρώμη που επέλεξαν να ζήσουν είναι φιλόξενη και αφιλόξενη ταυτόχρονα, τρυφερή και ανηλεής: η Βία ντέι Γκλιτσίνι, η Οδός με τις Γλυσίνες, που φαντασιώνεται ότι ζει η Αριάνα είναι ένας θλιβερός δρόμος με σκουπίδια. Ξέρουν και οι δυο τους, όπως και ο Γκρατσιάνο, ο αλκοολικός φίλος του Λέο, παντρεμένος με μια πλούσια Αμερικανίδα, ότι σε αυτή τη Ρώμη, αυτό το καυτό καλοκαίρι, τα περιθώρια για τη δική τους γενιά, των τριαντάρηδων, στενεύουν: πρέπει να επιλέξουν πώς και με ποιον θα προχωρήσουν, να αποφασίσουν αν θέλουν να ζήσουν μακριά από την καταραμένη μοναξιά, αν θα συμβιβαστούν, αν θα κρυφτούν για ακόμη μια φορά κάτω από τον ήλιο στην παραλία της Οστιας.
Η ατμόσφαιρα στο Τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη παραπέμπει στον Μεγάλο Γκάτσμπι του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ ως προς την αίσθηση της παρακμής, αλλά με λιγότερη χλιδή. Με τη διαφορά επίσης ότι η Ρώμη, η πόλη, οι πλατείες της, ο Τίβερης και οι γέφυρές του, τα λιθόστρωτα, οι αζαλέες και οι εκκλησίες της πρωταγωνιστούν σε αυτό το πικρό μυθιστόρημα περισσότερο και από τους ήρωες του βιβλίου. Οπως λέει στον Λέο για την Αριάνα, μια από τις φίλες του, η Βιόλα, «είναι όμορφη, αγαπητέ μου, και οι όμορφοι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι. Ξέρουν πως ό,τι και αν κάνουν οι άλλοι θα τους το συγχωρέσουν». Κατά τον ίδιο τρόπο η Ρώμη είναι όμορφη, αιώνια, απρόβλεπτη και ό,τι και αν κάνει οι άνθρωποι φαίνεται να της το συγχωρούν. Ακόμη και αν χάνουν τη ζωή τους.
{SYG}Τζιανφράνκο Καλίγκαριτς {SYG}{TIT}Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη {TIT}{EKD}Μετάφραση Δήμητρα Δότση. Εκδόσεις Ικαρος, 2022, σελ. 216, τιμή 15,50 ευρ{EKD}ώ
Σύντομο βιογραφικόΟ Τζιανφράνκο Καλίγκαριτς (φωτογραφία) γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας το 1947, σε μια κοσμοπολίτικη οικογένεια με καταγωγή από τo Πεδεμόντιο. Απογοητευμένος από την υποδοχή του πρώτου του βιβλίου, το οποίο είχε αναδείξει η σπουδαία συγγραφέας Ναταλία Γκίνζμπουργκ, ο Καλίγκαριτς στράφηκε στη σεναριογραφία. Τη δεκαετία του 1990 ίδρυσε το Teatro XX Secolo, ενώ την τελευταία δεκαετία επανήλθε στη μυθιστοριογραφία. Βιβλία του έχουν τιμηθεί με τα λογοτεχνικά βραβεία Viareggio και Bagutta.

