Η Φύση και η Φυσική
Το Αριστοτελικό δυναμικό μοντέλο του φυσικού κόσμου, το οποίο για αιώνες θεωρήθηκε ξεπερασμένο, συνάδει με τη σύγχρονη Φυσική
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η Αριστοτελική Φιλοσοφία της Φύσης αντιμετωπίσθηκε επί αιώνες ως ένα «ένα στείρο σύστημα», ως «ένα απογοητευτικό κεφάλαιο στην ιστορία της επιστήμης», σε αντίθεση, βέβαια, προς την καθολική αποδοχή που γνώρισε η συμβολή του Σταγειρίτη στους τομείς της Λογικής, της Μεταφυσικής, της Ηθικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, της Ποιητικής και της Ρητορικής. H αιτία είναι εύκολο να γίνει κατανοητή, αν σκεφθούμε την τεράστια απόσταση που χώριζε τις αρχές που καθιέρωσαν οι πρωταγωνιστές της «επιστημονικής επανάστασης» και εν συνεχεία ο Νεύτων από τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τον φυσικό κόσμο ο Αριστοτέλης. Η τάση της επιστήμης στους νεότερους χρόνους για ποσοτικοποίηση της φύσης, με την ανάπτυξη της παρατήρησης και του πειράματος, και η επικράτηση του Νευτώνειου Μηχανιστικού-Ντετερμινιστικού μοντέλου οδήγησαν στον εξοβελισμό για περισσότερο από τρεις αιώνες του Αριστοτελικού κόσμου των πραγματικών ποιοτήτων, των ποιοτικών μετασχηματισμών, του γίγνεσθαι της φύσης από τον χώρο των επιστημών.
Μπορεί όμως και σήμερα να ισχύει μια τέτοια αντίληψη;
Θα προσπαθήσω να δείξω ότι, σε αντίθεση προς την παραδοσιακή άποψη, ο τρόπος που βλέπει τον φυσικό κόσμο ο Αριστοτέλης είναι μία από τις πιο γόνιμες και διορατικές του συλλήψεις, οι οποίες από πολλές απόψεις μπορούν να βρουν αντιστοιχίες στη σύγχρονη επιστημονική σκέψη.
Υπερσελήνιος και
υποσελήνιος κόσμος
Προς τον σκοπό αυτό, θεωρώ χρήσιμο να ξεκινήσω από τον κεντρικό ρόλο που παίζει η έννοια της κίνησης στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον φυσικό κόσμο ο Αριστοτέλης. Θα πρέπει κατ᾽ αρχήν να πούμε ότι ο Σταγειρίτης χώρισε τον φυσικό κόσμο σε δύο επίπεδα: στον ουράνιο, ή υπερσελήνιο κόσμο, τον κόσμο της τελειότητας και αιωνιότητας, όπου όλα τα πράγματα διατηρούνται άφθαρτα και κυριαρχεί η αιωνιότητα των κινήσεων, και στον υποσελήνιο, τον κάτω τῆς σελήνης (Μετεωρολογικά 342a30), τον κόσμο της ύλης, της αλλαγής, της γενέσεως και φθοράς, του διαρκούς γίγνεσθαι. Τα «φύσει ὄντα» που αποτελούν τον υποσελήνιο κόσμο, στον οποίο αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Φυσικής του Φιλοσοφίας ο Αριστοτέλης, κλείνουν μέσα τους την αρχή της κίνησης και της στάσης: «φαίνεται ἔχοντα ἐν ἑαυτοῖς ἀρχήν κινήσεως και στάσεως» (Φυσικά, 192b14-5). Η ίδια η φύση, μάλιστα, είναι «ἀρχὴ κινήσεως» (Φυσικά, 200b12), δηλαδή εσωτερική αιτία των φυσικών διαδικασιών που συντελούνται μέσα στον φυσικό κόσμο. Κατά συνέπεια, για να γνωρίσουμε τι πράγμα είναι η φύση, πρέπει πρώτα να «καταλάβουμε τι πράγμα είναι η κίνηση. διότι αν δεν γνωρίζουμε αυτό, τότε ούτε γνωρίζουμε τι είναι η φύση» (Φυσικά, 200 b12-15).
Η κίνηση ως
μεταβολή
Ας δούμε, λοιπόν, πώς εννοεί την κίνηση ο Αριστοτέλης. Η θεωρία του αυτή είναι μοναδική στην ιστορία της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης. Κίνηση για τον Σταγειρίτη, δεν είναι μόνον η μετάθεση μέσα στον χώρο, το είδος δηλαδή της κίνησης που αποτελούσε την κεντρική ιδέα της Δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας και εν συνεχεία της Νευτώνειας Φυσικής. Για τον Αριστοτέλη κίνησις είναι επίσης: η ἀλλοίωσις, δηλαδή η ποιοτική μεταβολή, όπως λ.χ. όταν το πράσινο μήλο γίνεται κόκκινο, η αὔξησις και φθίσις (ποσοτική μεταβολή) και η γένεσις και φθορά (βλ. Φυσ. ΙΙΙ.1, 201a10-16). Για να καταλάβουμε πώς λειτουργούν όλα αυτά μέσα στον φυσικό κόσμο, πρέπει να αναφερθούμε στα δύο οντολογικά ζεύγη που αποτελούν τους βασικούς πυλώνες όλου του Αριστοτελικού έργου: ὕλη-μορφή (εἶδος) και ἐν δυνάμει-ἐν ἐνεργείᾳ ὄν. Αυτά με τη σειρά τους συνδέονται με τη μοναδική στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος θεωρία των τεσσάρων αιτίων: ὑλικό, ποιητικό, τελικό και μορφικό αἴτιο. Το τελευταίο δηλώνει όχι μόνον την εξωτερική μορφή ενός πράγματος, αλλά πρωτίστως το εἶδος, την οὐσία, το τί ἦν εἶναι.
Εν ενεργεία και
εν δυνάμει κόσμος
Στον υποσελήνιο, λοιπόν, αισθητό κόσμο, που μας περιβάλλει, υπάρχουν οι ατομικές ουσίες, οι οποίες αποτελούνται από ὕλη και μορφή. Κάθε αντικείμενο της εμπειρίας μας – οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πουλιά, το βουνά, τα ποτάμια, οι βράχοι – είναι το προϊόν της σύνθεσης ὕλης και μορφής/εἴδους. Θα πρέπει έτσι να γίνει κατανοητό ότι ο Αριστοτέλης τοποθέτησε τη μορφή, δηλαδή το εἶδος (το αντίστοιχο της Πλατωνικής ιδέας), μέσα στα ίδια τα αντικείμενα της εμπειρίας (in rebus) και τη θεώρησε ουσία της ύπαρξής τους. Με τον ευφυέστατο αυτόν τρόπο κατάφερε να ενώσει τον Πλατωνικό κόσμο των ιδεών, με τον κόσμο των αισθητών αντικειμένων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η φυσική πραγματικότητα για τον Aριστοτέλη αποτελείται μόνον από τα πράγματα της καθημερινής μας εμπειρίας, αυτά που γνωρίζουμε με τις αισθήσεις. Οι άνθρωποι, τα δένδρα, οι σκύλοι, οι γάτες, τα τραπέζια, οι καρέκλες, αποτελούν τον ἐν ἐνεργείᾳ κόσμο, τα αντικείμενα δηλαδή με τους χωρο-χρονικούς προσδιορισμούς. Πέρα και πίσω από όλα αυτά υπάρχει ο ἐν δυνάμει κόσμος, ο οποίος δεν έχει περάσει ακόμη στην ύπαρξη, κλείνει όμως μέσα του αυτή τη δυνατότητα για πραγμάτωση: Ο σπόρος λ.χ. που φυτέψαμε στον κήπο κλείνει μέσα του τη δυνατότητα να γίνει ένα δένδρο, το έμβρυο στην κοιλιά της μάνας κλείνει μέσα του ἐν δυνάμει το νεογέννητο βρέφος κ.ο.κ. Δημιουργείται έτσι ένα δυναμικό μοντέλο του φυσικού κόσμου, όπου συντελείται ένα διαρκές πέρασμα από την ἐν δυνάμει στην ἐνεργείᾳ κατάσταση.
Χρόνος και
πρώτη ύλη
Σε αντίθεση, λοιπόν, προς τους Ελεάτες, τον Ζήνωνα και τους Ατομικούς φιλοσόφους, ο Αριστοτέλης προσπάθησε να οικοδομήσει ένα δυναμικό μοντέλο του φυσικού κόσμου στηριγμένο στην έννοια της κίνησης/μεταβολής, την οποία συνέδεσε επίσης στενά με τις έννοιες της συνέχειας και του δυνάμει ἀπείρου και, εν τέλει, του χρόνου, για τον οποίο θα μιλήσω αναλυτικά σε επόμενο δοκίμιο. Εκφράζει έτσι την πεποίθηση ότι ο χρόνος συνυφαίνεται με την κίνηση και μεταβολή: «Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς κίνηση και μεταβολή» (Φυσ. 219a1). Συμπληρώνει δε, ότι τόσο ο χρόνος όσο και η κίνηση είναι συνεχείς. Ο χρόνος δηλαδή δεν είναι νοητός ως μία διαδοχή χωριστών, ατομικών, διακεκριμένων στιγμών, όπως τον αντιλαμβάνονταν οι Ατομικοί και Μεγαρικοί φιλόσοφοι, αλλά, αντίθετα, μία συνεχής ροή, που είναι πάντα ἐν τῶ γίγνεσθαι.
Τέλος, καθοριστικό ρόλο στο Αριστοτελικό δυναμικό μοντέλο της φύσης παίζει η έννοια της πρώτης ὕλης, η οποία επίσης θα αναλυθεί προσεχώς. Εδώ περιορίζομαι μόνον να πω ότι η πρώτη ὕλη ορίζεται από τον Σταγειρίτη ως το «ἔσχατον ὑποκείμενον», δηλαδή υπόστρωμα κάθε μεταβολής (Φυσ. 192a 32-33). Η πρώτη ὕλη είναι μὴ αἰσθητή, ἄμορφος, στερείται κάθε προσδιορισμού (Μετὰ τα φυσ. 1029a 17-19), και βρίσκεται πάντα σε μία ἐν δυνάμει κατάσταση (Μετὰ τα φυσ. 1045b 18-30). Είναι ακριβώς αυτή η τόσο παράδοξη, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύλληψη της πρώτης ὕλης, που μας επιτρέπει να τη συνδέσουμε με τον εκπληκτικό κόσμο των κβαντικών φαινομένων στο εσωτερικό του ατόμου, όπως άρχισε να αποκαλύπτεται με τις έρευνες της Κβαντικής Φυσικής και Φυσικής των Στοιχειωδών Σωματίων.
Ολα αυτά είναι στοιχεία που συνθέτουν ένα εμπνευσμένο δυναμικό μοντέλο του φυσικού κόσμου, το οποίο βρίσκεται σήμερα πολύ πλησιέστερα από τη Νευτώνεια Φυσική προς την εικόνα της φύσης της σύγχρονης επιστήμης. Η πρότασή μου, λοιπόν, η οποία εισάγει παράλληλα τον νεο-Αριστοτελισμό στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, είναι ότι θα πρέπει να επιχειρήσουμε μία εκ νέου ανάγνωση του Αριστοτελικού έργου υπό το φως των νέων ανακαλύψεων στον χώρο των επιστημών.
Η κυρία Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και πρόεδρος του Διεπιστημονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών, ΑΠΘ.
http://dikam.auth.gr/el/sfendoni

