Η ανοιχτή ποιητική
Στη συγκεντρωτική έκδοση των εννέα πρώτων ποιητικών συλλογών του Ντίνου Σιώτη γίνεται σαφής η εκ νέου επινόηση της γλώσσας της καθημερινότητας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«…όμως εμείς, παρ’ όλο που / γαλουχηθήκαμε στον αστερισμό / του κοινού νου, ανατρέπουμε τα πάντα: / στην κάλπη ρίχνουμε λευκό, / ξεφουσκώνουμε τα λάστιχα / της αλαζονείας σας, / ανοίγουμε τρύπες στο ναρκισσισμό σας, / ξεβιδώνουμε τη βάση του Παραδείσου / και πάμε για ύπνο μακάριοι» («Κοινός νους», Ιωνάς).
Στη συγκεντρωτική έκδοση των πρώτων εννέα συλλογών του Ντίνου Σιώτη παρατηρείται μια εξέλιξη στη γραφή η οποία θα μπορούσε να σχηματοποιηθεί ως εξής: Η ανοιχτή ποιητική βαθμιαία παράγει ένα συνεκτικότερο και ταυτοχρόνως πρωτότυπο νόημα. Με το επίθετο «ανοιχτή» εννοείται μια ποιητική όπου επιτρέπονται τόσο οι παράδοξοι λεκτικοί συσχετισμοί όσο και οι κάθετες προσγειώσεις στην καθημερινή, αντιλογοτεχνική φρασεολογία, ενώ απορρίπτονται η υψηγορία και η εγκεφαλικότητα. Η ενσωμάτωση του στοιχείου του τετριμμένου γίνεται για να δρομολογηθεί η υπονόμευση της κοινοτοπίας του μέσα σε αυτό το περιβάλλον των απροσδόκητων γλωσσικών συνδυασμών. Το πρόταγμα δεν είναι η αρτιότητα αλλά ο εύθραυστος στίχος, ο οποίος συνυπάρχει με τις διαφορετικές δυνητικές εκδοχές του, αποτελώντας το ισοδύναμο της προσωρινότητας.
Αναλυτικότερα, στην πρώτη συλλογή, στην Απόπειρα (1969), ο ποιητής αντιπροσωπεύει συχνά ένα συλλογικό υποκείμενο και διαθέτει ευρύτατο παρατηρησιακό πεδίο. Ο υπερρεαλισμός αναμειγνυόμενος με τον λυρισμό διαλύει την αφηγηματικότητα αλλά παραμένει στο συγκεκριμένο. Από τον Μάιο του 1971 ο Ντίνος Σιώτης, αμέσως μετά τη μετάβασή του στο Σαν Φρανσίσκο, έρχεται σε επαφή, στο βιβλιοπωλείο «City Lights» του Λόρενς Φερλινγκέτι, με τους Beat ποιητές. Η επίδραση της αμερικανικής ποίησης και ιδιαίτερα του συγκεκριμένου κινήματός της θα καθορίσει στο εξής τη γραφή του. Οι συνθέσεις της συλλογής Εμείς και ο βροχοποιός (1973) αναπτύσσονται πλέον με έναν προσωπικότερο, στέρεο τόνο. Εμφανίζεται ο ρεαλισμός, χάρη στον οποίο η αφηγηματικότητα αποκτά βασικό ρόλο και το χιούμορ αρχίζει να συναριθμείται στις κανονικότητες της ποιητικής. Στα Δεκατρία Ηλεκτρικά Ποιήματα (1978) στη γλώσσα ενσωματώνονται με συστηματικότερο τρόπο στοιχεία των media, του πολιτικού και του καθημερινού λόγου. Το ύφος γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις κατηγορητικό και η καταγγελία έχει τη μορφή αλλοιωμένων αναφορών. Ετσι κερδίζει έδαφος η ειρωνεία, αφού στα ποιήματα εντάσσεται, αλλά συγχρόνως τίθεται υπό αίρεση, η επικαιρότητα. Στις Καιρικές συνθήκες (1981) επιδιώκονται μεγαλύτερη γλωσσική απλότητα και περισσότερη ακεραιότητα στις εικόνες. Οι αντινομίες της πραγματικότητας άλλοτε καταδεικνύονται με εξπρεσιονιστική υπερβολή και άλλοτε αμβλύνονται μέσω της υπερρεαλιστικής συνεκτικότητας, ώστε να καταστούν αποδόσιμες. Ο εμπειρίκειος ερωτισμός, η εξέγερση, το τοπίο της πόλης σε στιγμιότυπα, το εμβληματικό Μανχάταν συμπεριλαμβάνονται στο υλικό των Κλιματιζόμενων διαδρόμων (1986).
Η ποίηση ως οντολογική διαδικασία
Η γοητεία της Αμερικής αποδεικνύεται τρομακτικά έντονη, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αποτύπωσή της παρά μόνο με την πριμοδότηση του ρεαλισμού και με τον ταυτόχρονο παροπλισμό του, με τον συνδυασμό δηλαδή του συγκεκριμένου με το αφηρημένο. Στη Μηχανή των μυστικών (1993), όπου η μέριμνα για τους ανθρώπους και για τα ουσιώδη πράγματα αντιπαρατίθεται στην αμεριμνησία της ευμάρειας, η ποίηση ανάγεται σε οντολογική διαδικασία, διαμορφώνοντας έναν υπερπραγματικό κόσμο. Στη συλλογή Τήνος, Ποιητική περίληψη (1997) ο γενέθλιος τόπος επαναφέρεται χάρη στις εκτενείς σειρές των ονομάτων των στοιχείων που τον απαρτίζουν. Η Τήνος συνιστά τον μεσογειακό ορίζοντα της νοσταλγίας και τον συμβολικό, μόνιμο χώρο και χρόνο της πράξης της συγγραφής. Η ανοιχτή ποιητική καθορίζεται σε ικανό ποσοστό από ενότητα στο Μουσείο αέρος (1999). Ως συνέπεια, οι στίχοι νοηματοδοτούνται συνεκτικότερα και πρωτότυπα, το δεύτερο επειδή αποτελούν συνεκδοχές απροσπέλαστων αλλιώς περιοχών, οι οποίες απλώνονται μέσα στη φαντασία και στη μνήμη. Τέλος, ο Ιωνάς (1999) χαρακτηρίζεται ήδη από το παιγνιώδες και καίριο ύφος των μεταγενέστερων συλλογών και ως προς τη μορφή συνιστά επίσης μεταβατική φάση, καθώς η οικονομία του λόγου προσθέτει τον παράγοντα των ορίων, ο οποίος οδηγεί σε μία πιο συμπαγή φόρμα. Πρόκειται για ένα προδρομικό στάδιο των μετέπειτα ποιημάτων με τις τρίστιχες στροφές.
Η σπουδαιότερη αξία του συγκεκριμένου τόμου έγκειται κυρίως στην εκ νέου επινόηση της γλώσσας της καθημερινότητας. Με μια ιδιοσυγκρασιακή κλίση προς την απλότητα και μετά τη μαθητεία στην αμερικανική ποίηση, στην οποία η μελλοντική προοπτική των πρωτοποριακών ρευμάτων εναρμονίζεται συχνά με τις ανάγκες της άμεσης επικοινωνίας, η γραφή του Ντίνου Σιώτη αποδεσμεύει τον κοινό λόγο από τις επιταγές της κοινής λογικής. Αναδεικνύει ή εφευρίσκει τις παράδοξες πτυχές του, την ασυνέχεια, τις ανεξάντλητες συνδυαστικές του δυνατότητες, καθιστώντας τον παράλληλα απολύτως προσεγγίσιμο. Ετσι η υπερρεαλιστική φράση προσλαμβάνεται ως κάτι εύλογο και φυσικό, γεγονός που σημαίνει ότι η καθημερινότητα ανακτά την υπερπραγματικότητα, η οποία της έχει αφαιρεθεί.
Ο κ. Παναγιώτης Βούζης είναι φιλόλογος με ειδίκευση στον Oμηρο και ποιητής.

