Εκατό ημέρες στα βήματα του Ρούσβελτ
Ο Μπάιντεν έχει ήδη καταφέρει να αλλάξει την πολιτική δεκαετιών, επαναφέροντας το «μεγάλο κράτος»: αντιμετώπισε την πανδημία σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ανακοίνωσε μέτρα 6 τρισ. για υποδομές και στήριξη της οικονομίας και προχωρεί σε υψηλότερη φορολόγηση των πλουσίων
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Ο Μπάιντεν ταλαντεύεται ανάμεσα στο να αποδεχτεί την εικόνα του καλοκάγαθου παππού και στο να την απορρίψει. Κάποτε ο παρουσιαστής σατιρικών εκπομπών Στίβεν Κόλμπερ τον αποκάλεσε «καλό γεράκο». Ηταν το 2015. Ο Μπάιντεν του τηλεφώνησε την επόμενη μέρα και του είπε: «Ακου, φίλε, αν με ξαναπείς γεράκο, θα έρθω ο ίδιος όπου βρίσκεσαι και θα σου τσακίσω τα πλευρά»». Το περιστατικό αναφέρει ο Εβαν Οσνος, βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος του περιοδικού «The New Yorker», στο βιβλίο του με τίτλο «Joe Biden, An American Dreamer» («Tζο Μπάιντεν, Ενας αμερικανός ονειροπόλος») που κυκλοφόρησε πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου 2020, στις οποίες ο Δημοκρατικός Τζο Μπάιντεν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ιστορική στροφή για τις ΗΠΑ
Σήμερα (30/4) «ο καλοκάγαθος παππούς» συμπληρώνει 100 μέρες στην προεδρία. Στο ελάχιστο αυτό διάστημα ο Μπάιντεν κατάφερε να αλλάξει την αμερικανική πολιτική δεκαετιών, σηματοδοτώντας ιστορική στροφή για τις ΗΠΑ. Για να αντιμετωπίσει την πανδημία του κορωνοϊού, η οποία έχει κοστίσει στην Αμερική περισσότερους από 580.000 ανθρώπους και μια μείζονα κρίση στην οικονομία της, ο πρόεδρος Μπάιντεν επανέφερε το «μεγάλο κράτος»: το ομοσπονδιακό κράτος ανέλαβε να οργανώσει και «να τρέξει» γρήγορα το εμβολιαστικό πρόγραμμα. Ο στόχος να έχουν εμβολιαστεί 100 εκατομμύρια Αμερικανοί μέχρι την 1η Μαΐου επετεύχθη την 59η μέρα της προεδρίας Μπάιντεν. Οι Αμερικανοί που θα έχουν εμβολιαστεί μέχρι αύριο αναμένεται να ξεπεράσουν τα 200 εκατομμύρια. Από τον Μάρτιο, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε, σταδιακά, μέτρα ύψους 6 σχεδόν τρισ. δολαρίων για την αναδιάρθρωση και τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, για τη χρηματοδότηση του σχεδίου για τις υποδομές (αναβάθμιση των οδικών δικτύων, των δικτύων ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, των δικτύων των σιδηροδρόμων και των δημοσίων συγκοινωνιών καθώς και του ευρυζωνικού δικτύου) ο Μπάιντεν προτίθεται να αυξήσει τη φορολογία των επιχειρήσεων. Για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων, σκοπεύει να χρησιμοποιήσει κονδύλια από την υψηλότερη φορολόγηση των πλουσίων Αμερικανών (με ετήσιο εισόδημα άνω των 400.000 δολαρίων).
Το «New Deal» και ο Ρούσβελτ
Εύλογα διερωτάται συνεπώς κανείς αν οι 100 πρώτες μέρες του Μπάιντεν συγκρίνονται με το αντίστοιχο διάστημα της προεδρίας του Φρανκλίνου Ρούζβελτ, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ανακοινώθηκε το «New Deal» για τη στήριξη, μέσω της παρέμβασης του αμερικανικού κράτους, της οικονομίας που είχε πλήξει η Μεγάλη Υφεση. Στο βιβλίο του, ο Εβαν Οσνος αναφέρει ότι ο Μπάιντεν, ήδη από τον Μάρτιο του 2020, όταν έλαβε το χρίσμα των Δημοκρατικών, είχε δηλώσει στον Μπέρνι Σάντερς, τον εσωκομματικό αντίπαλό του, εκφραστή της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, ότι «θέλω να γίνω ο πιο προοδευτικός πρόεδρος από την εποχή του Ρούζβελτ».
Ο Σον Ουίλεντζ, καθηγητής Iστορίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, στον οποίο απευθύνθηκε «Το Βήμα», υποστηρίζει ότι «οι πρώτες 100 μέρες του Μπάιντεν είναι οι πιο σημαντικές 100 πρώτες μέρες αμερικανού προέδρου μετά τον Ρούζβελτ. Και οι δύο πρόεδροι ανέλαβαν το αξίωμά τους σε περίοδο μείζονος κρίσης και φόβου – συνθήκες ικανές να δώσουν τη δυνατότητα σε έναν πρόεδρο να επιτύχει σημαντικά πράγματα. Πέραν όμως της συγκυρίας, ο Μπάιντεν, όπως και ο Ρούζβελτ, δίνει στη χώρα νέα κατεύθυνση, μετά από μια ταραχώδη και ζοφερή περίοδο. Επιχειρεί να αναβιώσει το φιλελεύθερο πνεύμα του New Deal του Ρούζβελτ και της Great Society (της «Μεγάλης Κοινωνίας» – τα κρατικά προγράμματα Πρόνοιας) του Λίντον Τζόνσον, αποδεικνύοντας ότι το ομοσπονδιακό κράτος δεν είναι απλώς λειτουργικό αλλά και ουσιαστικό για την καθημερινότητα των πολιτών, προσφέροντάς τους ευκαιρίες και βοηθώντας τους να αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Η ταπεινότητα και ο προσγειωμένος χαρακτήρας του Μπάιντεν μπορεί να αποδειχθούν αρετές εφάμιλλες με το χάρισμα του Ρούζβελτ».
Το σχέδιο διάσωσης της οικονομίας
Η Ιλέιν Κάμαρκ, πολιτική επιστήμων στο Brookings Institute και πρώην σύμβουλος της κυβέρνησης Κλίντον, η οποία μίλησε επίσης στο «Βήμα», τονίζει ότι «υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των πρώτων 100 ημερών των δύο προέδρων. Ο Μπάιντεν, όπως ο Ρούζβελτ, παρουσίασε ένα τεράστιο σχέδιο διάσωσης της οικονομίας. Ωστόσο ο Ρούζβελτ δημιούργησε νέους κυβερνητικούς οργανισμούς και επέφερε μείζονες αλλαγές, κάτι που δεν συνέβη στις 100 πρώτες μέρες της διακυβέρνησης Μπάιντεν».
Η επαναφορά του «μεγάλου κράτους» σφραγίζει τις 100 πρώτες ημέρες της προεδρίας του Μπάιντεν. Ωστόσο ο αμερικανός πρόεδρος έλαβε και σειρά πρωτοβουλιών σε άλλους τομείς: τάχθηκε υπέρ της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής χαιρετίζοντας και την πρόταση της Ρωσίας για συνεργασία στις τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών άνθρακα, συνεργασία που ενδεχομένως θα λειτουργούσε ως γέφυρα στις σχέσεις των δύο χωρών.
Η εξωτερική πολιτική και οι σχέσεις με τη Ρωσία
Η εξωτερική πολιτική και οι διεθνείς σχέσεις είναι προνομιακό πεδίο για τον Μπάιντεν χάρη στη μακρά θητεία του στη Γερουσία, όπου εκλέγεται από το 1973, και την οκταετή θητεία του ως αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ομπάμα (2008-2016). Στο παρελθόν η συγκεκριμένη ικανότητά του είχε αμφισβητηθεί κυρίως εξαιτίας της τάσης του Μπάιντεν να λέει φωναχτά ό,τι σκέφτεται. Στο βιβλίο του, ο Οσνος αναφέρει ότι το 2014 ως απεσταλμένος του προέδρου Ομπάμα στην Ουκρανία, με αφορμή την κρίση στις σχέσεις Ρωσίας – Ουκρανίας, ο Μπάιντεν είχε πει στον τότε πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, «είσαι τόσο σωματώδης. Μοιάζεις με κακοποιό!».
Τον περασμένο μήνα ο Μπάιντεν αποκάλεσε «δολοφόνο» τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν. Ωστόσο, όπως είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Ντάνιελ Τρέισμαν, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο UCLA και ειδικός στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, «μέχρι τώρα, η πολιτική του προέδρου Μπάιντεν έναντι της Ρωσίας έχει ως στόχο να εξισορροπήσει τη σκληρή στάση των ΗΠΑ έναντι του Κρεμλίνου εκπέμποντας ταυτόχρονα σήμα ότι τάσσεται υπέρ του διαλόγου. Ο Μπάιντεν αποκάλεσε «δολοφόνο» τον Πούτιν και επέβαλε στη Ρωσία νέες σημαντικές αλλά όχι ακραίες κυρώσεις. Παράλληλα όμως απηύθυνε πρόσκληση στον Πούτιν να συναντηθούν στο πλαίσιο συνόδου κορυφής σε τρίτη χώρα. Στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης φαίνεται να είναι η σταθεροποίηση στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, χωρίς η Ουάσιγκτον να μετακινείται από τις πάγιες θέσεις της. Ανεξαρτήτως των αμερικανικών προθέσεων πάντως, η σημερινή κατάσταση μπορεί να ανατραπεί σε περίπτωση σύρραξης στα σύνορα της Ρωσίας – Ουκρανίας, ή σε περίπτωση εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον αναμένεται να σκληρύνει τη στάση της σε περίπτωση που ο ρώσος αντιφρονών και πολέμιος του Πούτιν, Αλεξέι Ναβάλνι, πεθάνει στη φυλακή, κάτι που δυστυχώς δεν αποκλείεται» [σημ. Στις 23 Απριλίου, ο Ναβάλνι ανακοίνωσε ότι σταματά την απεργία πείνας εξαιτίας της οποίας κινδύνευσε σοβαρά η ζωή του].
«Είναι εποχή τεκτονικών αλλαγών για την Αμερική»
Ο ιστορικός και συγγραφέας Τζο Ελις, βραβευμένος με βραβείο Πούλιτζερ και Νational Book Award, ειδικός στην αμερικανική ιστορία και την ιστορία των αμερικανών προέδρων, μίλησε στο «Βήμα» για την «πρωτοβουλία του Μπάιντεν», όπως την αποκαλεί.
O Μπάιντεν συμπληρώνει 100 μέρες στην προεδρία των ΗΠΑ. Πώς τις αποτιμάτε;
«Στις ΗΠΑ συζητούμε το παλαιότερο πολιτικό ζήτημα στην αμερικανική ιστορία, με ρίζες στους πατέρες-ιδρυτές του αμερικανικού έθνους: το ερώτημα αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είμαστε «εμείς» ή «αυτοί». Στη δεκαετία του 1930, ο Ρούζβελτ, μέσω του New Deal, απάντησε ότι «το κράτος είμαστε εμείς». Το 1980 ο πρόεδρος Ρίγκαν άλλαξε το πολιτικό αφήγημα: από «το κράτος είμαστε εμείς», πέρασε «στο κράτος είναι αυτοί». Ο Ρίγκαν έλεγε ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί τρομοκρατούνταν όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δήλωνε ότι «είμαι εδώ για να σας βοηθήσω». Η Ιστορία όμως κάνει κύκλους. Βρισκόμαστε σε σημείο καμπής της αμερικανικής ιστορίας. Ο Μπάιντεν εξέπληξε πολλούς ιστορικούς και αναλυτές με την έκταση και το μέγεθος της πρωτοβουλίας του. Το New Deal του Ρούζβελτ είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για να συγκριθεί με την απόφαση του Μπάιντεν να αντιμετωπίσει την πανδημία σε επίπεδο ομοσπονδιακού κράτους και όχι σε επίπεδο Πολιτείας, όπως το έκανε ο Τραμπ. Ο χειρισμός της πανδημίας από τον Τραμπ συνιστά επικών διαστάσεων αποτυχία, θα μείνει στην Ιστορία ως η μεγαλύτερη αποτυχία αμερικανού προέδρου στην εσωτερική πολιτική. Εξαιτίας του κορωνοϊού πέθαναν περισσότεροι Αμερικανοί από όσοι σε όλους τους πολέμους των ΗΠΑ τον 20ό αιώνα. Και τώρα, ενώ βρισκόμασταν στη χαμηλότερη θέση της κλίμακας των χωρών ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, είμαστε στην κορυφή. Είναι επίτευγμα, όπως και το μέγεθος του σχεδίου του Μπάιντεν για την ανάκαμψη της οικονομίας. Ο Μπάιντεν πολιτεύεται όπως ο Ρούζβελτ, με βάση τις συνθήκες που κληρονόμησε: συνθήκες κρίσης που απαιτούν ηγεσία, οι κρίσεις, ξέρετε, μπορούν να αναδείξουν σπουδαίους ηγέτες. Οπως ο Ρούζβελτ που έπασχε από πολιομυελίτιδα επέδειξε γενναιότητα, αντιστοίχως και ο Μπάιντεν, που έζησε φοβερές οικογενειακές τραγωδίες, επιδεικνύει κουράγιο και ενσυναίσθηση».
Το συνολικό σχέδιο 6,3 τρισ. δολαρίων του Μπάιντεν για την ανάκαμψη της οικονομίας θα περάσει από τη Γερουσία;
«Είναι η μείζων διαφορά ανάμεσα στους δύο Δημοκρατικούς προέδρους: ο Μπάιντεν έχει πολύ ισχνή πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, σε αντίθεση με τον Ρούζβελτ που διέθετε τεράστια πλειοψηφία. Δυστυχώς εξαιτίας των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί τα τελευταία 30, 40 χρόνια, η αμερικανική Γερουσία έχει καταστεί το νεκροταφείο κάθε νόμου. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να εξοικειωθεί με την ιδέα της ισχνής πλειοψηφίας. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα ψηφίσει συντεταγμένα τις θέσεις του. Για να προωθήσει την ατζέντα του, ο Μπάιντεν θα πρέπει να έχει συμπαγή πλειοψηφία, όχι μόνον για τα οικονομικά νομοσχέδια αλλά και για άλλα, για τις απαραίτητες ορθολογικές αλλαγές στον νόμο περί οπλοκατοχής. Το 3% του αμερικανικού πληθυσμού κατέχει το 40% των όπλων του πλανήτη, γεγονός που οξύνει τα ήδη πολλά προβλήματά μας ως προς την αστυνόμευση. Ο Μπάιντεν πρέπει να σκεφτεί μια ονομασία για το σύνολο της πολιτικής του, όπως ο Ρούζβελτ με το New Deal. Οσο δεν υπάρχει ονομασία, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τα ακροδεξιά ΜΜΕ θα στιγματίζουν οποιαδήποτε παρέμβαση της κυβέρνησης στην οικονομία ως «σοσιαλισμό»».
Ποια ονομασία θα προτείνατε εσείς;
«Το «νέος εθνικισμός»: είμαστε ένα έθνος και όχι ομοσπονδία ανεξάρτητων κρατών, ο αμερικανικός Εμφύλιος έχει αποφασίσει επ’ αυτού. Παρότι είναι μόνον μια ονομασία – την οποία χρησιμοποίησε πρώτος ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ – και οι ονομασίες δεν είναι τόσο σημαντικές όσο η πραγματικότητα, ο Μπάιντεν θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να περάσει τη σχετική νομοθεσία. Αν οι Αμερικανοί δεν πειστούν ότι το κράτος δεν είναι εχθρός αλλά φίλος τους, δεν θα μπορέσουμε να πρωτοστατήσουμε στη μάχη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ούτε να διαδραματίσουμε σημαντικό ρόλο ως υπερδύναμη. Δαπανήσαμε 2 τρισ. δολάρια για το πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν, νομίζω ότι θα πρέπει να δαπανήσουμε 2 τρισ. δολάρια για το οδικό δίκτυο των ΗΠΑ. Δεν υποστηρίζω ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επιστρέψουν στον απομονωτισμό, ούτε ότι ο Μπάιντεν θα κάνει τέτοια στροφή».
Με το δείγμα γραφής των 100 πρώτων ημερών, ο Μπάιντεν δείχνει ότι προτίθεται να πραγματοποιήσει σημαντική στροφή στην αμερικανική πολιτική…
«Πράγματι, είναι εποχή τεκτονικών αλλαγών για την Αμερική. Αν προσθέσετε και το φυλετικό ζήτημα που λειτουργεί ως έδαφος για τόσα άλλα, αντιλαμβάνεστε γιατί η πρωτοβουλία του Μπάιντεν είναι τόσο σημαντική. Οι περισσότεροι φιλελεύθεροι δεν το γνωρίζουν, όμως οι ιστορικοί το ξέρουν: τo New Deal δεν ενδιαφερόταν για τους μαύρους, οι οποίοι τότε δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Η Ελινορ Ρούζβελτ, η σύζυγος του προέδρου, ενδιαφερόταν για εκείνους, όχι όμως ο πρόεδρος, επειδή ήξερε ότι θα έχανε ψήφους στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σήμερα η αμερικανική κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι πολυφυλετική. Από ιστορικής άποψης, σε φυλετικό επίπεδο, αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι ΗΠΑ, ποτέ στην Ιστορία δεν το έχει επιτύχει ένα μεγάλο έθνος: να δημιουργήσει μια γνήσια πολυφυλετική κοινωνία. Η Βραζιλία το έχει επιτύχει ως έναν βαθμό, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Η δέσμευση των ΗΠΑ ως προς τη δημιουργία μιας πολυφυλετικής κοινωνίας είναι πολύ πρόσφατη, μόλις στα μέσα του 20ού αιώνα. Η Δεξιά θα παίξει ασφαλώς το χαρτί εναντίον της πολυφυλετικής κοινωνίας. Ομως με βάση τα δημογραφικά στοιχεία, το 2045, εξαιτίας κυρίως των Λατίνων, οι λευκοί στις ΗΠΑ θα αποτελούν μειοψηφία».

