Η ανατολή ενός νέου έτους είναι πάντα μια ευκαιρία για προβληματισμό πάνω στα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τον τόπο μας και για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε η Ελλάδα να ξαναγίνει κανονική χώρα. Παρά την πρόοδο που έγινε στα χρόνια της κρίσης και τη βελτίωση των βασικών δημοσιονομικών δεικτών, οι προκλήσεις για το μέλλον της οικονομίας μας εξακολουθούν να είναι μεγάλες. Ολοι οι διεθνείς οργανισμοί αλλά και οι οικονομικοί και πολιτικοί φορείς της χώρας συμφωνούν ότι για να μπορέσει η οικονομία μας να μπει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης χρειάζονται διαρθρωτικές αλλαγές. Εδώ όμως αρχίζουν οι προβληματισμοί, αφού με τον όρο διαρθρωτικές αλλαγές δεν εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Το πολιτικό μας σύστημα θεωρεί διαρθρωτική αλλαγή ακόμη και τη μείωση ενός φορολογικού συντελεστή ή και την απλή αλλαγή μιας διαδικασίας. Με βάση όμως έναν κοινά αποδεκτό ορισμό, οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι μέτρα που αλλάζουν δομές, το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις και τα άτομα και οι οποίες συντελούν στη βελτίωση του δυναμισμού μιας οικονομίας.

Εκείνο που δεν έγινε κατανοητό από τους πιστωτές μας είναι ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές έχουν θετική επίδραση στην οικονομία μακροχρόνια και μόνο όταν συντελούν να μεταφερθούν πόροι από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας σε τομείς υψηλής παραγωγικότητας. Η απελευθέρωση αγορών που είναι κορεσμένες, π.χ. ταξί, φαρμακεία, εστιατόρια κ.ά., μπορεί να είναι επιθυμητή για λόγους ισότητας και ανταγωνισμού, αλλά δεν αυξάνουν την παραγωγικότητα. Γι’ αυτό και η αλληλουχία των μεταρρυθμίσεων έχει ιδιαίτερη σημασία. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως η πολιτική του απελευθερώστε ό,τι μπορείτε δεν έχει τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα όταν γίνεται σε περιβάλλον οικονομικής ύφεσης. Ενας χώρος στον οποίο έπρεπε να δοθεί εξαρχής έμφαση ήταν ο δημόσιος τομέας.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές αλλαγές στο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, με έμφαση όμως στον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Με εξαίρεση τη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία επεβλήθη από τους δανειστές, ο κρατικός μας μηχανισμός εξακολουθεί να λειτουργεί, σε μεγάλο βαθμό, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε και πριν από την κρίση, με ελάχιστες αλλαγές στις δομές του, όπως π.χ. η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Το άλλο χαρακτηριστικό των αλλαγών στην Ελλάδα είναι ότι οι περισσότερες αλλαγές έγιναν χωρίς τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Και όμως, υπάρχουν πολλοί τομείς στους οποίους, κατ’ αρχήν, όλοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν. Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ σε κάποιες τομές στις οποίες τα περισσότερα πολιτικά κόμματα φαίνεται να συμφωνούν, αλλά στην πράξη δεν έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες για την υιοθέτησή τους.

Συμφωνούμε όλοι ότι μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στη χώρα μας είναι τα δημόσια νοσοκομεία. Νομίζω επίσης ότι όλοι συμφωνούμε πως πρέπει να λειτουργούν με διαφάνεια στη διαχείρισή τους και να υπάρχει αξιολόγηση για το τι αποδίδουν. Αν σε αυτό είμαστε σύμφωνοι, γιατί δεν ψηφίζουμε έναν νόμο που θα υποχρεώνει όλα τα νοσοκομεία, όπως συμβαίνει σε κάθε αντίστοιχη ιδιωτική επιχείρηση, να ακολουθούν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα τήρησης βιβλίων, να δημοσιεύουν ετησίως ισολογισμούς, ελεγμένους από ορκωτούς ελεγκτές; Γιατί να μην καθιερωθεί ένα πρότυπο εταιρικής διακυβέρνησης για τα νοσοκομεία και να μην αλλάζουν οι διοικήσεις κάθε φορά που αλλάζει υπουργός; Μήπως το υπουργείο Οικονομικών θα έπρεπε να συστήσει έναν φορέα αξιολόγησης των επιδόσεων, με βάση διεθνώς αποδεκτούς δείκτες, ώστε να έχουμε μια εικόνα για το πώς ξοδεύονται οι φόροι μας;

Ας φύγουμε από τα νοσοκομεία και ας πάμε στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εδώ και χρόνια έχει ψηφιστεί νόμος που υποχρεώνει όλους τους φορείς να δημοσιεύουν ισολογισμούς. Δημοσιεύουν όλοι οι δήμοι και οι περιφερειακές διοικήσεις ισολογισμούς; Εχουν αξιολογηθεί ποτέ από κάποια Αρχή; Πέρα από τους πόρους που μεταβιβάζονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι δήμοι έχουν και άλλους πόρους, δημοτικά τέλη κ.ά. Σε τι ποσά ανέρχονται αυτά τα έσοδα; Μέσα στο πλαίσιο διαφάνειας και λογοδοσίας είναι δύσκολο οι δήμοι να στέλνουν κάθε χρόνο έναν συνοπτικό απολογισμό σε όλους τους δημότες τους με τα έσοδα που πήραν και πώς τα ξόδεψαν, πόσους υπαλλήλους απασχολούν και σε ποιες υπηρεσίες;

Οι ίδιες αρχές διαφάνειας και λογοδοσίας θα πρέπει να χαρακτηρίζουν και την κεντρική κυβέρνηση. Είναι αλήθεια ότι ο κρατικός προϋπολογισμός συζητείται κάθε χρόνο και η ψήφισή του θεωρείται και ως ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Καμιά ουσιαστική συζήτηση όμως δεν γίνεται για τον απολογισμό της χρήσης που πέρασε. Είναι γνωστό ότι για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις υπάρχει υποχρέωση δημοσίευσης ισολογισμών, μέσα σε τρεις μήνες το αργότερο από τη λήξη της οικονομικής χρήσης και εντός έξι μηνών να γίνει γενική συνέλευση. Γιατί δεν γίνεται το ίδιο και για τον κρατικό προϋπολογισμό; Γιατί πρέπει να περιμένουμε η έγκριση του απολογισμού να πηγαίνει στη Βουλή ένα έτος μετά το κλείσιμο της χρήσης και να μη γίνεται κανένας ουσιαστικός έλεγχος; Είναι δύσκολο για τα πολιτικά κόμματα να συμφωνήσουν ότι η Βουλή θα συζητήσει, μέχρι το τέλος Ιουνίου, τον απολογισμό της προηγούμενης χρονιάς; Για να γίνει όμως ουσιαστική συζήτηση, αυτή πρέπει να συνοδεύεται και από τη σχετική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία αν και ουσιαστικά νομικού χαρακτήρα μπορεί να συμβάλει στην αξιολόγηση της διαχείρισης.

Στον χώρο των εσόδων έχει παρατηρηθεί βελτίωση στη διαχείριση της είσπραξης των φόρων με τη λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής. Παραμένουν όμως αρκετά προβλήματα με την πολυπλοκότητα και τις ασάφειες της νομοθεσίας και με τη δυσπραγία στην επίλυση των  φορολογικών διαφορών. Ενα πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι η σύσταση μόνιμης επιτροπής με ειδικούς και εκτός υπουργείου Οικονομικών, για την κωδικοποίηση και απλοποίηση της νομοθεσίας. Με βάση την πλούσια εμπειρία από άλλες χώρες θα πρέπει να επανεξεταστεί και το θέμα της επίλυσης φορολογικών διαφορών για να σταματήσει πλέον η προσφυγή των επιχειρήσεων και πολιτών στα φορολογικά δικαστήρια, τα οποία και λόγω φόρτου εκδίδουν αποφάσεις ύστερα από πολλούς μήνες ή και χρόνια.

Προσπάθησα να αναφέρω ακροθιγώς και μόνο κάποια θέματα που αφορούν τη λειτουργία του δημόσιου τομέα και τα οποία θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε μέσα από συναινετικές διαδικασίες, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία του, αλλά και να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας που απαιτεί η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών μιας σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εθιξα θέματα που φαίνονται απλά, αλλά τα οποία, κατά τη γνώμη μου, αφορούν στην ουσία της λειτουργίας του κράτους και του πολιτικού μας συστήματος. Υπάρχει πλήθος παρόμοιων θεμάτων που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Η βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα θα συμβάλει στο να αποκατασταθεί και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση, στο Κοινοβούλιο και στα πολιτικά κόμματα που είναι πυλώνες της Δημοκρατίας και από τους οποίους εξαρτάται, εν πολλοίς, η οικονομική και κοινωνική πρόοδος στη χώρα.

Ο κ. Βασίλης Θ. Ράπανος είναι ακαδημαϊκός, πρόεδρος του ΔΣ της Alpha Bank.