Ελένη Γιαννάτου
Κύριος Πηνελόπη
Εκδόσεις Κίχλη
σελ. 176, τιμή 13 ευρώ
Πώς να ονομάσουμε το παιχνίδι με τις λογοτεχνικές πηγές; Ανακίνηση και αναδιάταξη των προγενέστερων (παλαιότερων ή νεότερων) κειμένων; Ενταξή τους σε ένα καινούργιο, ριζικά διαφορετικό πλαίσιο συμφραζομένων; Βαθμιαία εξασθένησή τους (μέχρι και την τελική τους εξάρθρωση) διά της μεθόδου της παρωδίας; Αναθεώρησή τους με έναν τρόπο που να μη διαταράσσει καθ’ ολοκληρίαν το αρχικό νόημα και την πρωταρχική μορφή τους; Περιδιάβαση του συγγραφέα σε μιαν εποχή ή σε μια περίοδο της λογοτεχνίας που έχει τη δυνατότητα να απευθύνει κάποιο νεύμα στο δικό του παρόν; Οποια ονομασία κι αν διαλέξουμε τελικά, ο κανόνας δεν μεταβάλλεται και δεν είναι άλλος από τον κανόνα της διακειμενικότητας που έχει τις ρίζες του στον μοντερνισμό αλλά ανθεί τα μάλα στα μεταμοντέρνα (ή και τα μετά τον μεταμοντερνισμό) χρόνια μας.
Τα οκτώ κείμενα που συναποτελούν το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Ελένης Γιαννάτου παίζουν στα δάχτυλα τη διακειμενικότητα, αναπνέοντας εντελώς φυσικά μέσα στο κλίμα της: αποσυνθέτουν και επανασυνθέτουν, ράβουν και ξηλώνουν, διαχωρίζουν και συμφύρουν, διασπείρουν και συμπυκνώνουν, περιπλανώνται σε ένα ευρύ φάσμα ή προκρίνουν επιλεκτικά τους σταθμούς τους. Και επιπλέον δεν περιορίζονται στο λογοτεχνικό πεδίο: επεκτείνονται στη μουσική, στον κινηματογράφο και στον κόσμο των εικαστικών ή της φωτογραφίας, φτιάχνοντας ένα πανοραμικό καλλιτεχνικό πλέγμα, όπου όλα τα στοιχεία είτε είναι σε θέση να επικοινωνήσουν μεταξύ τους είτε μοιάζουν έτοιμα να χωριστούν το ένα από το άλλο, γκρεμίζοντας οποιαδήποτε ενδιάμεση γέφυρα. Δεν ξέρω αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε όντως «σπονδυλωτό αφήγημα» το άθροισμα των κομματιών που συναπαρτίζουν το Κύριος Πηνελόπη. Για την αυτοτέλειά τους ως προς το γενικό σύνολο δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Αμφιβολία δεν υπάρχει ούτε για τον κοινό θεματικό τους άξονα, που είναι οι καταστάσεις τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας όταν κάθεται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Εκείνο που δεν βλέπω προκειμένου να συνεχίσουμε με τον όρο του «σπονδυλωτού» είναι η εσωτερική συνοχή ενός εκάστου εκ των οκτώ μερών του βιβλίου. Πολλώ δε μάλλον που η συνοχή, όπως κι αν την εννοήσουμε (ακόμη κι αν υπολογίσουμε τις πολλαπλές διαστολές και διαστολές τις οποίες προανέφερα), δείχνει εντελώς έξω από τους στόχους τους. Αναρχα (όχι πάντως και αναρχούμενα), με από σκοπού προσχηματικά πρόσωπα και προαποφασισμένη σκιώδη πλοκή, σφηνωμένα συχνά ανάμεσα στο υπερρεαλιστικό και το παράλογο, καθώς και κατάστικτα από το βάρος και την έκταση των παραπομπών τους, είναι προφανές πως όχι μόνο δεν επιδιώκουν τη συνοχή αλλά και την αποστρέφονται – τόσο ως αφηγηματική επιδίωξη όσο και ως λογοτεχνική ατμόσφαιρα.
Αν αυτά είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά και η βαθύτερη δομή του βιβλίου, τότε είμαστε προετοιμασμένοι και για την κεντρική του θεματολογία. Μπορεί ο συγγραφέας να γεννήσει νέες πραγματικότητες χωρίς να καταστρέψει τα υλικά του; Μπορεί να παραγάγει το προϊόν του χωρίς να βουλιάξει στην απραξία; Μπορεί να εντείνει τα μέσα του χωρίς να προδοθεί από τη χρήση τους; Παμπάλαια και μονίμως αναπάντητα ερωτήματα που παρά τον διαιώνιο κύκλο τους μας κερδίζουν εδώ χάρη στην αισθαντική, σχεδόν σωματική ανάπτυξή τους. Και αν το κάδρο των φιλολογικών αναφορών μοιάζει κάπως βαρύ, κι αν το αμάλγαμα των λογοτεχνικών και των άλλων διακλαδώσεων της Γιαννάτου καταλήγει εξαιρετικά περίπλοκο και περίτεχνο, ο αρκούντως παιγνιώδης (κάποτε και περιγελαστικός) χαρακτήρας του βιβλίου αποδεικνύεται ικανός να εξισορροπήσει τα ημαρτημένα της διακειμενικότητας – και να του επιτρέψει να μας μαγέψει τόσο με την υποβλητική του λάμψη όσο και με τον ανάλαφρο και όχι εξουθενωτικό εν τέλει τόνο του.