Πότε μια συμφωνία θεωρείται επιτυχημένη; Η τέχνη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων

Πώς από την εποχή της soft και hard power περάσαμε στις συνομιλίες με όρους συναλλακτικούς - Ο γάλλος πολιτικός επιστήμονας Πιερ Αζάν αναλύει την περίοδο λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την αλλαγή ρότας μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και τη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία.

Πότε μια συμφωνία θεωρείται επιτυχημένη; Η τέχνη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων

Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, ο πάπας Φραγκίσκος, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν: όλοι τους προσπάθησαν να μεσολαβήσουν για την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία. Και απέτυχαν. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει τον ρόλο του διαπραγματευτή με τη Ρωσία, με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου.

Η διαπραγμάτευσή τους όμως δεν περιλαμβάνει ούτε την Ουκρανία ούτε την ΕΕ. Είναι μια διαπραγμάτευση με όρους συναλλακτικούς, όπως συνηθίζει ο Τραμπ. Προς το παρόν, όπως διεφάνη και από τις πολύωρες συζητήσεις μεταξύ των απεσταλμένων του Τραμπ – επικεφαλής των οποίων είναι ο Στιβ Γουίτκοφ, επιχειρηματίας και συμπαίκτης του Τραμπ στο γκολφ – και της ρωσικής ηγεσίας την περασμένη Τρίτη, στο Κρεμλίνο, η διαπραγμάτευση αυτή δεν φέρει αποτέλεσμα.

Το μοτίβο έχει αλλάξει

Από τι κρίνεται η επιτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων; «Το Βήμα» επιχείρησε να διερευνήσει το ζήτημα, συνομιλώντας με τον Γάλλο Πιερ Αζάν, πολιτικό επιστήμονα, σύμβουλο στο Centre for Humanitarian Dialogue, (Κέντρο για τον Ανθρωπιστικό Διάλογο) της Γενεύης, σημαντικό διεθνή οργανισμό στη διαμεσολάβηση σε ένοπλες συγκρούσεις. Ο Αζάν έχει συμβουλεύσει διεθνείς οργανισμούς (όπως ο ΟΗΕ), κυβερνήσεις και ένοπλες ομάδες. Συγγραφέας δύο βιβλίων για το ζήτημα («Negotiating with the Devil» (2024), «Mediation in Armed Conflicts» (2020), έχει εργαστεί σε ζώνες ένοπλης σύγκρουσης στην Αφρική, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη.

Αν ανατρέξει κανείς, υποστηρίζει, στα τελευταία τριάντα χρόνια, θα διαπιστώσει ότι το μοτίβο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων έχει αλλάξει.

«Μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις μεγάλες περιόδους. Η πρώτη αρχίζει λίγο πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και διαρκεί όλη τη δεκαετία του 1990, όπου η Αμερική είναι πανίσχυρη, είναι η μοναδική υπερδύναμη. Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί μια τάση “ηθικοποίησης” της διεθνούς ζωής. Η διαμεσολάβηση, υπό την αμερικανική ηγεμονία, γίνεται εργαλείο για τη μεταμόρφωση καθεστώτων με σκοπό τον εκδημοκρατισμό τους. Είναι μια εποχή ιδεαλιστική, γεμάτη ωστόσο φρικτές συγκρούσεις, όπως η γενοκτονία στη Ρουάντα, ο πόλεμος στην Τσετσενία. Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις εγγράφονταν στο πλαίσιο της “νέας διεθνούς τάξης”. Τότε ετέθη για πρώτη φορά το δίλημμα “ειρήνη ή δικαιοσύνη”: ενώ δηλαδή υπήρχε η ανάγκη συμβιβασμού μεταξύ αντίπαλων δυνάμεων (η διαμεσολάβηση), ταυτόχρονα αυξανόταν και η πίεση για την καταπολέμηση της ατιμωρησίας – με τη σύσταση διεθνών δικαστηρίων και την ιδέα διεθνούς δικαιοσύνης εν μέσω πολέμου. Είναι επίσης η περίοδος που καταργούνται οι γενικές αμνηστίες, οι οποίες μέχρι το 1989 ήταν ο κανόνας μετά το τέλος ενός πολέμου».

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος. Τα κράτη αποφασίζουν να απαγορεύσουν κάθε διάλογο με τρομοκρατικές οργανώσεις, θεωρώντας ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής τους είναι η εξόντωση με τη βία.

«Αν τα 90s ήταν η εποχή της “soft power” (ήπια ισχύς), μετά το 2001, επιστρέφει η “hard power” (σκληρή ισχύς). Τα κράτη, κυρίως τα δυτικά αλλά όχι μόνον, ανακοινώνουν ότι “δεν μιλούν με τρομοκράτες”, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει στρατιωτική λύση. Καταλήγουν λοιπόν να μιλούν με αυτούς με τους οποίους “δεν πρέπει” να μιλήσουν. Η αντίφαση αυτή λύνεται μέσω των ΜΚΟ, χρηματοδοτούμενων από κράτη, οι οποίες αναλαμβάνουν να προσεγγίσουν οργανώσεις χαρακτηρισμένες ως τρομοκρατικές και να κάνουν όλη τη δουλειά των διαπραγματευτών».

Σύμφωνα με τον Αζάν, το 2011-2012 με την επιχείρηση στη Λιβύη και την έκρηξη του πολέμου στη Συρία εγκαινιάζεται η τρίτη περίοδος στο μοτίβο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Η Ρωσία δεν αποδέχεται πλέον τη διεθνή δικαιοσύνη. Παράλληλα, ανεβαίνει η Κίνα, η Ρωσία επιστρέφει, ενισχύονται οι περιφερειακές δυνάμεις και φτάνουμε στο σήμερα, στην επιστροφή των σφαιρών επιρροής. Η διαμεσολάβηση αποκτά πλέον καθαρά συναλλακτικό χαρακτήρα, ιδιότητα που επιτείνεται με την εκλογή Τραμπ.

Ο ορισμός της επιτυχίας

Ωστόσο στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών υπήρξαν επιτυχημένες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, όπως αυτές της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Βρετανία (Συμφωνίες της Μεγάλης Παρασκευής, 1998) και οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στη Βοσνία (Συμφωνίες του Ντέιτον, 1995). Ο Αζάν δεν είναι τόσο βέβαιος.

«Πρέπει πρώτα να ορίσουμε τι σημαίνει επιτυχία. Αν την ορίσουμε ως τερματισμό του πολέμου και μετάβαση από ένοπλη σε πολιτική σύγκρουση με διάρκεια, τότε ναι, είναι επιτυχία. Το Ντέιτον όμως ήταν πραγματική ειρήνη, ή ήταν απλώς μια συνεχιζόμενη κατάπαυση πυρός; Ο πόλεμος στη Βοσνία άφησε πάνω από 120.000 νεκρούς και φρικτά εγκλήματα. Η ειρήνη επιβλήθηκε από την κυβέρνηση Κλίντον, μετά από αμερικανικούς βομβαρδισμούς. Η διαπραγμάτευση έγινε το 1995, όταν η Αμερική ήταν στο απόγειο της ισχύος της, σε μια αμερικανική βάση. Η περιοχή (Βοσνία) παραμένει ευάλωτη, το κράτος δυσλειτουργικό, και τα βαθιά προβλήματα άλυτα. Τουλάχιστον όμως δεν υπάρχει πόλεμος – και αυτό έχει αξία».

Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής αποτελεί μεγαλύτερη επιτυχία εξαιτίας και του ευρωπαϊκού παράγοντα. «Με το Brexit όμως αυτός ο παράγοντας εξαφανίστηκε, αποσταθεροποιώντας τη συμφωνία. Ελπίζω ότι η συμφωνία θα διατηρηθεί, αλλά οι συμβιβασμοί είναι εύθραυστοι. Συνήθως το 50% των ειρηνευτικών συμφωνιών καταρρέουν μέσα σε πέντε-δέκα χρόνια. Αν πάτε σήμερα στη Βόρεια Ιρλανδία θα αισθανθείτε ότι ο πόλεμος τελείωσε “χθες”» .

Φτάνει η κατάπαυση πυρός;

Στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων προϋποθέσεις για μια ειρηνευτική διαδικασία αποτελούν αφενός η κατάπαυση του πυρός και αφετέρου οι πλευρές που εμπλέκονται στη σύγκρουση να αναγνωρίζουν η μια την άλλη. Ο Αζάν επισημαίνει ότι κάθε σύγκρουση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. «Συνήθως υπάρχει κατάπαυση πυρός, αλλά όχι πάντα. Στον εμφύλιο πόλεμο στην Κολομβία δεν υπήρξε κατάπαυση πυρός μέχρι την τελική συμφωνία (2016)».

Οσο για την αναγνώριση των δυο εμπλεκόμενων πλευρών σε μια σύγκρουση, φέρνει ως παράδειγμα τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ. «Σε έναν συναλλακτικό κόσμο είναι εφικτές οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, αν υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Οι Ισραηλινοί θέλουν να εκμεταλλευτούν το φυσικό αέριο της Μεσογείου, όπως και οι Λιβανέζοι. Με αμερικανική διαμεσολάβηση συμφώνησαν στον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων τους, παρότι ο Λίβανος δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ».

Το ίδιο συνέβη, προσθέτει, και στις συμφωνίες για τα ουκρανικά σιτηρά, μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας: οι συμφωνίες λειτούργησαν για έναν χρόνο, ανανεώθηκαν δύο φορές, αλλά τελικά δεν εξυπηρετούσαν πλέον τα συμφέροντα της Ρωσίας, ενώ και η Ουκρανία βρήκε εναλλακτικούς δρόμους εξαγωγής των σιτηρών της. Για τον πόλεμο στην Ουκρανία ο Αζάν αρκείται να πει ότι το διεθνές δίκαιο υποχωρεί και ότι οι κανόνες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου αποδομούνται. Τα αυταρχικά καθεστώτα ενισχύονται και οι δηλώσεις Πούτιν για την Ευρώπη είναι εξαιρετικά ανησυχητικές.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version