«Επρεπε να φύγουμε από τη Μοσούλη. Το Ισλαμικό Κράτος σκότωνε, βίαζε γυναίκες, εξαφάνιζε Κούρδους και Αραβες, χάσαμε πολλούς συγγενείς. Ο πατέρας μου βρήκε έναν διακινητή, του έδωσε 10.000 δολάρια. Ημασταν πέντε. Οδηγώντας μέσα από την έρημο, μπήκαμε στη Συρία. Εκεί ένας άλλος διακινητής μας πήγε στα τουρκικά σύνορα. Προορισμός μας η Ευρώπη. Βρήκαμε άλλον διακινητή, του δώσαμε τα τελευταία μας λεφτά, γύρω στα 8.000 δολάρια, και μας πέρασε στην Κω, αλλά μας είπε ψέματα. Η βάρκα δεν είχε 20 άτομα αλλά 100. Το ταξίδι ήταν πολύ επικίνδυνο, ήταν χειμώνας, η βάρκα κουνούσε. Ο ίδιος δεν ήρθε μαζί μας, την οδηγούσε κάποιος πρόσφυγας».
Βερολίνο, Ανταπόκριση
Ο Μόντερ, 37 ετών σήμερα, μιλά στο «Βήμα» χωρίς να δείχνει συναισθήματα. Το κομμάτι προσφυγιάς από τη Μοσούλη στην Κω το 2015 ήταν μόνο ένα από τα πολλά που έζησε με την οικογένειά του.
Γεννήθηκε το 1988, όταν τέλειωνε ο πόλεμος Ιράν – Ιράκ. Μετά ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ και εκεί τελείωσε η παιδική του ηλικία, αν κι ακόμη παιδί. Τέλος της δεκαετίας του ’90 πήρε η οικογένεια τον δρόμο για την πρώτη προσφυγιά στη Λιβύη μέσω Ιορδανίας και Αιγύπτου. Ο Μόντερ ξεκίνησε σπουδές στην Ιατρική. Η Αραβική Ανοιξη το 2011 βύθισε τη Λιβύη στο χάος, γονείς και κόρη επέστρεψαν στη Μοσούλη.
Η ιστορικά πολύ αρνητική εικόνα της Γερμανίας ως ψυχρής, βίαιης χώρας έχει αλλάξει σημαντικά. Η ανθρωπιστική και ηθική υποχρέωση ως κίνητρο της Μέρκελ προκάλεσε θαυμασμό και ανέβασε το κύρος της Γερμανίας.
Εμεινε ο Μόντερ με τους δύο αδελφούς του. «Τα τελευταία χρόνια Ιατρικής δεν ήταν καθόλου εύκολα» μας λέει. «Ξεκίνησα να δουλεύω, αλλά ξέσπασε εμφύλιος, κινδύνευε η ζωή μας. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε στη Μοσούλη και να φύγουμε πάλι όλοι μαζί για την Ευρώπη». Ο Μόντερ και η οικογένειά του ήταν ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που μέσω Ελλάδας πήραν τη βαλκανική οδό, πότε με τα πόδια, πότε με λεωφορείο ή τρένο, για τη Γερμανία. Η υποδοχή από τους απλούς Γερμανούς ήταν συγκινητική, αλλά ο αριθμός των προσφύγων ήταν τόσο μεγάλος – 10.000 το Σαββατοκύριακο αρχές Σεπτεμβρίου του 2015 – που οι Αρχές δεν ήταν σε θέση να τους καταγράψουν.
Οι πρόσφυγες αναγκάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι σε άλλες γερμανικές πόλεις. Μια τεράστια πρόκληση για την πολιτική και την κοινωνία, όπως αποδείχτηκε αργότερα. «Μετά από πορεία ημερών, νιώσαμε ανακούφιση όταν φτάσαμε στο Μόναχο» θυμάται ο Μόντερ. «Σε αντίθεση με άλλους, είχαμε ταυτότητες, τα πτυχία μας. Οι δυσκολίες ξεκίνησαν όταν μας προώθησαν στο Βερολίνο. Ηταν το απόλυτο χάος. Μας έβαλαν σε κατάλυμα με εκατοντάδες άλλους, το στρες ήταν τεράστιο. Αλλά είμαστε μια οικογένεια που κοιτάζει πάντα προς το μέλλον».
Σέλφι και AfD
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, 31 Αυγούστου, από τότε που η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είπε το περίφημο «θα τα καταφέρουμε», τρεις λέξεις για τις οποίες επικρίνεται έντονα μέχρι σήμερα επειδή κοινωνία και πολιτεία δεν ήταν προετοιμασμένες, με αποτέλεσμα η ακροδεξιά AfD να εκμεταλλευτεί τη διάχυτη δυσαρέσκεια και να ενισχύσει σημαντικά τη δύναμή της με λαϊκισμούς.
«Μετέτρεψε ένα πρόβλημα για το οποίο η ίδια ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη σε πρόβλημα της κοινωνίας» επικρίνει την πρώην καγκελάριο μιλώντας στη «Süddeutsche Zeitung» ο ολλανδός κοινωνιολόγος Ρουντ Κούπμανς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου με έρευνες για τη μετανάστευση και την κοινωνική ένταξη. «Η κυβέρνησή της αγνόησε την προσφυγική κρίση που διαφαίνονταν από το 2011 στη Μέση Ανατολή. Το 2015 η Μέρκελ παρασύρθηκε από τα γεγονότα και με επικοινωνιακούς χειρισμούς έδωσε την εντύπωση ότι μπορούσε να ταξιδέψει κανείς ανεμπόδιστα στη Γερμανία. Πολλοί το έκαναν».
Οι περίφημες σέλφι της Μέρκελ του 2015 με πρόσφυγες χρησιμοποιούνται από επικριτές της μέχρι σήμερα για να αποκρύψουν εντέχνως ότι το 65% των τότε προσφύγων είναι πολίτες που εισφέρουν με την εργασία τους στα κοινωνικά ταμεία της χώρας, το δε 5% με δική του δουλειά, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του ZDF.
«Οι τότε πρόσφυγες έχουν γίνει σήμερα χρήσιμοι συνεργάτες, γείτονες, φίλοι, συμμαθητές, κομμάτι αυτής της κοινωνίας» παρατηρεί στη «SZ» η καθηγήτρια Νάικα Φορουτάν, επικεφαλής του Γερμανικού Κέντρου Ερευνας για την Ενταξη και Μετανάστευση. «Η ιστορικά πολύ αρνητική εικόνα της Γερμανίας ως ψυχρής, βίαιης χώρας έχει αλλάξει σημαντικά. Η ανθρωπιστική και ηθική υποχρέωση ως κίνητρο της Μέρκελ προκάλεσε θαυμασμό και ανέβασε το κύρος της Γερμανίας».
Σχέση win-win
Τι κατάφερε λοιπόν η Γερμανία 10 χρόνια μετά; Να ξεχάσει ασφαλώς το μήνυμα που βγαίνει από τα συμφραζόμενα της Μέρκελ, ότι ως μια ισχυρή χώρα έχει πετύχει πολλά, άρα μπορεί να τα καταφέρει και με τους πρόσφυγες. Σε ντοκιμαντέρ του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, η πρώην καγκελάριος δήλωσε κατάπληκτη για την κριτική που εξακολουθεί να δέχεται.
«Για εμένα η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά παραμένουν κεντρικές κατευθυντήριες αρχές της πολιτικής για τους πρόσφυγες» είπε. Σαφής υπαινιγμός κατά του πολιτικά ομογάλακτού της καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς που, με την πολιτική του, παραβιάζει κατάφωρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο με ελέγχους και απωθήσεις προσφύγων στα γερμανικά σύνορα. «Πρέπει επιτέλους η Γερμανία να καταλάβει ότι χρειάζεται τη μετανάστευση, όχι ως εξαίρεση, αλλά ως μια θεμελιώδη στιγμή μιας κοινωνίας που διέρχεται δημογραφική αλλαγή» υποστηρίζει η καθηγήτρια Φορουτάν. «Η μεταναστευτική πολιτική χρειάζεται κατεύθυνση, όχι μόνο αντίδραση».
Απέτυχε λοιπόν η Γερμανία να υπερασπιστεί τις ευρωπαϊκές αξίες; «Εγώ πάντως τα κατάφερα», μας είπε ο Μόντερ, «εξασκώ το επάγγελμα που αγαπώ, την ιατρική, έδωσα μάχη για την αναγνώριση του πτυχίου μου λόγω γραφειοκρατίας. Εχω γονείς και αδέλφια στη Γερμανία, τη δική μου οικογένεια, φίλους, και για πρώτη φορά ειρήνη στη ζωή μας. Δίνω κάτι σε αυτή την χώρα και αυτή μου το επιστρέφει, είναι μια σχέση win-win».
