Αυτή την περίοδο το πιο δύσκολο πράγμα στην Ελλάδα είναι να στείλεις επιστολές με τις οποίες να προτρέπεις κρητικούς φίλους σου στα Βορίζια να συμφιλιωθούν. Αλλά, φαντάζομαι, κάποια στιγμή θα έρθει ο σασμός στα ΕΛΤΑ ή θα μπει στο Υπερταμείο η βεντέτα και κάπως θα διευθετηθούν τα πράγματα. Αλλά για αυτά θα διαβάσετε σε άλλες σελίδες της εφημερίδας. Ας περιοριστώ σε αυτό το αμφιβόλου ποιότητος σχόλιο και ας μιλήσω για άλλου τύπου βάσανα.
Η «νταντά»
Διότι πολύ κοντά σε βαθμό δυσκολίας έρχεται το να εξηγήσεις σε ένα παιδί (και σε πολλούς ενηλίκους, είναι η αλήθεια) το πόσο προβληματική μπορεί να γίνει η σχέση μας με την τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη. Και πώς να μη γίνει, όταν ήδη εδώ και κάποια χρόνια οι οθόνες έχουν πάρει ρόλο ταυτόχρονα παιδικού ηρεμιστικού και άτυπης νταντάς. Είναι ο τρόπος των γονέων για να κρατήσουν τα βλαστάρια τους «φρόνιμα». Εν ολίγοις, τα επιβραβεύουν τοποθετώντας τα για ώρες, παθητικά, απέναντι σε μια οθόνη. Βάζοντάς τα να κάνουν μια πρόβα της ενήλικης ζωής τους, καθώς σχεδόν ό,τι επάγγελμα και να κάνουν θα το ασκήσουν αγκαλιά με ένα κομπιούτερ.
Και, βέβαια, είναι και το κοινωνικό κομμάτι στη μέση. Μια φίλη, η οποία με νύχια και με δόντια προσπαθεί να ελέγξει την έκθεση του 10χρονου γιου της στις οθόνες, είχε καλέσει κάποιους συμμαθητές του σε αυτά τα λίγο άχαρα (αν δεν είσαι δεκάχρονο αγοράκι) πάρτι, όπου εκόντες άκοντες είναι καλεσμένοι και οι γονείς. Ε, κάποια στιγμή, κάποιο από όλα τα παιδάκια βαρέθηκε, ρώτησε τη μαμά του αν μπορεί να παίξει με το κινητό της και αυτή του το έδωσε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Η κολλητή έγινε δικαιολογημένα έξαλλη, γιατί φαντάστηκε (όπως τη φαντάζεστε κι εσείς) τη συνέχεια από τη θιγμένη έκφραση του δικού της γιου: Γιατί αυτός και όχι εγώ;
Και είναι αλήθεια ότι οι γονείς, όση καλή προαίρεση και να έχουν, είναι καταδικασμένοι να κάνουν λάθη. Οταν δεν μπορούν να φανταστούν τη δική τους ζωή σε δέκα, πέντε ή και δύο χρόνια, έπειτα από άλλα δέκα, πέντε ή δύο χρόνια ανεξέλεγκτης τεχνολογικής ανάπτυξης, πώς να κατευθύνουν το τέκνο τους μέσα σε τόση ρευστότητα; Τις προάλλες πέτυχα στην ουρά ενός ταμείου μια τρυφερή σκηνή. Μια μητέρα έλεγε λέξεις στην 9χρονη κόρη της και της ζητούσε παράγωγα.
«Εσύ με τη Μαρία είστε φίλες. Αρα σας συνδέει…;». «Φιλία!». «Μπράβο. Και φέρεστε η μία στην άλλη…;». «Φιλικά». «Μπράβο, κοριτσάκι μου». Υπερνικώντας την αντικοινωνικότητά μου, μίλησα στη μαμά και της είπα ότι αυτό που έκανε με την κόρη της μου φάνηκε πολύ ωραία γλωσσική άσκηση. «Τι τα θέλετε;» μου απαντά. «Αφού βάζουν τα παιδιά να μαθαίνουν ομόρριζα από τη Γ’ Δημοτικού. Γιατί δεν τους δίνουν να παίζουν με κανέναν υπολογιστή καλύτερα; Εκεί είναι το μέλλον…».
Την αποχαιρέτησα με ένα μαγκωμένο χαμόγελο. Ο,τι κι αν πιστεύω, ό,τι κι αν φοβάμαι εγώ, τίποτα δεν αποκλείει να έχει αυτή το δίκιο. Να πρέπει από τώρα να μάθουμε τα παιδιά να συνεργάζονται με τον αυριανό τους συνάδελφο: το τάδε ή το δείνα Μεγάλο Γλωσσικό Μοντέλο.
Προλαβαίνουμε;
Σε κάθε περίπτωση, η στήλη έχει εκφραστεί επανειλημμένα κατά της λογικής της «ατομικής ευθύνης». Ας μη μέμφομαι λοιπόν τους γονείς, όταν όλο το πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης είναι πρακτικά ανεξέλεγκτο, και μάλιστα Αμερικανοί και Ασιάτες μοιάζουν να λοιδορούν την ΕΕ για το πόσο «πίσω βρίσκεται» και για τις αμήχανες κινήσεις της με στόχο τη στοιχειώδη ρύθμιση του κλάδου.
Οσο αργά κι αν μοιάζει, μήπως είναι καιρός για μια επανεκκίνηση;
