Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν είναι καθόλου ασυνήθιστες οι διαδηλώσεις. Ηταν όμως το 2001 που φιλοξένησε μία από τις ογκωδέστερες στην ιστορία της. Στα τέλη Απριλίου εκείνης της χρονιάς, χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας προκειμένου να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για κάτι που ο Τύπος της εποχής περιέγραφε ως «βόμβα στα θεμέλια του Ασφαλιστικού».
Ελάχιστοι, τότε, αντιλαμβάνονταν πως τα υποτιθέμενα θεμέλια ήταν εντελώς σαθρά. Ανάμεσά τους ήταν ο υπουργός Εργασίας Τάσος Γιαννίτσης, συντάκτης μιας δέσμης μέτρων που δεν είχαν πάρει καν τη μορφή νομοσχεδίου. Οι προτάσεις του για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού έτυχαν τελικά της τύχης που είχε τύχει πριν αλλά και θα τύγχανε στη συνέχεια σχεδόν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Απλώς μπήκαν στο συρτάρι.
Τι είχε προηγηθεί; Τον Μάρτιο του 2001 είχε περιέλθει στα χέρια του κ. Γιαννίτση από τον κ. Αντριου Γιανγκ μελέτη βρετανικής αναλογιστικής εταιρείας για την κατάσταση του Ασφαλιστικού στη χώρα μας. Η σοβαρότητα της κατάστασης είναι τέτοια που στη συνάντηση του υπουργού με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη επιβεβαιώνεται, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα τη εποχής, «η βούληση της κυβέρνησης να μην κάνει πίσω». Το πλήθος των συσκέψεων που έπονται περιβάλλεται από άκρα μυστικότητα. Το σκεπτικό της επικοινωνιακής διαχείρισης ήταν πως οι τυχόν διαρροές στον Τύπο θα προκαλούσαν πανικό στον κόσμο.
Στην πραγματικότητα, το επικοινωνιακό τρικ ήταν ένα είδος «αναβολής της εκτέλεσης». Οταν μοιραία αίρεται το απόρρητο, γίνεται μοιραία και η στιγμή. Οι πρώτοι που αντιδρούν είναι συνδικαλιστές του κυβερνώντος κόμματος που διαμηνύουν πως «αυτά δεν περνάνε, πάρ’ τα πίσω» και η τεράστια αναταραχή που προκαλείται στους κόλπους της κυβέρνησης εκτονώνεται σε μια απόσυρση που ενδοπασοκικά χαιρετίζεται ως «πράξη γενναιότητας» και εκβάλλει σε μια αόριστη δέσμευση για «διάλογο από μηδενική βάση».
Ο,τι ακολούθησε ήταν μια χαμένη δεκαετία. Οπως θα διαβάσετε στις επόμενες σελίδες, η μεταρρύθμιση έγινε εν τέλει το 2010, αλλά με το Ασφαλιστικό σε μια συνθήκη πλήρους κατάρρευσης και τη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας. Το τίμημα της υποτιθέμενης γενναιότητας αποδείχθηκε τεράστιο και, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε επόμενη λύση ήταν πολύ χειρότερη από την προηγούμενη.
Είναι αμφίβολο ότι ο Εμανουέλ Μακρόν γνωρίζει την πικρή, ελληνική εμπειρία. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς επίσης εάν κάποιος φιλομακρονικός συνδικαλιστής διαμαρτυρήθηκε στον γάλλο πρόεδρο πως «παίρνουμε διαζύγιο από την κοινωνία», όπως είχε διαμαρτυρηθεί τότε ένας σταρ του ελληνικού συνδικαλισμού της εποχής. Το βέβαιο είναι πως ο Μακρόν είδε στη Γαλλία του 2023 κάτι που δεν είχαν δει πολλοί στην Ελλάδα το 2001: Την τελευταία ευκαιρία για να μην καταρρεύσει στη δική του χώρα ένα σύστημα που επιπλέον, και σε σύγκριση με άλλες χώρες, διατηρεί στοιχεία «πολυτελείας».
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο πρόεδρος Μακρόν τόλμησε τη σύγκρουση στη δεύτερη θητεία του, που είναι και η τελευταία. Ακόμη και αν δεν γνώριζε την ελληνική ιστορία του 2001, θα μπορούσε να φανταστεί ότι η γαλλική του 2023 θα γραφόταν με μια ογκωδέστατη διαδήλωση στο Παρίσι και σε άλλες γαλλικές πόλεις. Στο κάτω-κάτω ούτε στη Γαλλία είναι ασυνήθιστες οι διαδηλώσεις. Οπως οι ελληνικοί, έτσι και οι γαλλικοί δρόμοι έχουν τη δική τους ιστορία, και αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο διαβάτες, εποχούμενους και τροχονόμους.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο που ενώνει την Αθήνα με το Παρίσι. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως το Ασφαλιστικό δεν είναι μια υπόθεση που κλείνει σήμερα για να ξεχαστεί αύριο. Η Ελλάδα, η Γαλλία, όπως και κάθε άλλη χώρα του δυτικού ημισφαιρίου, βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του 21ου αιώνα, το Δημογραφικό. Κάτι που σημαίνει πως το Ασφαλιστικό θα το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας. Και με το βλέμμα στραμμένο πάντα στα θεμέλιά του…