Το 2026 δεν προδιαγράφεται ως ακόμη μία τυπική πολιτική χρονιά. Για την ευρύτερη Αριστερά, και ειδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, ενδέχεται να αποτελέσει έτος καμπής ή ακόμη και έτος ουσιαστικής αποσύνθεσης. Καθοριστικός παράγοντας είναι η επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στο πολιτικό προσκήνιο, αυτή τη φορά ως επικεφαλής νέου πολιτικού φορέα με σαφή φιλοδοξία εξουσίας.
Η επικείμενη ίδρυση κόμματος από τον πρώην πρωθυπουργό λειτουργεί ήδη ως επιταχυντής εξελίξεων. Όχι επειδή αιφνιδιάζει, αλλά επειδή αναδιατάσσει έναν χώρο που δεν πρόλαβε να ανασυγκροτηθεί μετά τη διάσπαση. Στον ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί η αίσθηση της στασιμότητας, της απουσίας στρατηγικής, του ασαφούς στίγματος και του ελλείμματος πειστικού αφηγήματος διακυβέρνησης.
Στη Νέα Αριστερά, το ερώτημα είναι πιο ωμό και υπαρξιακό. Αν υπάρξει κόμμα Τσίπρα, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος ενός μικρού σχηματισμού που γεννήθηκε ως ρήξη με το παρελθόν του μητρικού κόμματος, αλλά καλείται πλέον να αντιπαρατεθεί ευθέως και με αυτό και με τον άνθρωπο που τους έφερε στην εξουσία;
Οι δύο πλευρές
Ο διχασμός είναι εμφανής και στα δύο κόμματα. Στη μία πλευρά βρίσκονται όσοι αντιμετωπίζουν την πρωτοβουλία Τσίπρα ως απειλή και εισηγούνται τακτική περιχαράκωσης. Στην άλλη, όσοι εκτιμούν ότι πρόκειται για τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο επιστροφής της Αριστεράς στην εξουσία και μιλούν για συμπόρευση ή, στην καλύτερη περίπτωση, για στάση ανοχής.
Το πρόβλημα είναι ότι καμία από τις δύο γραμμές δεν έχει διατυπωθεί με σαφήνεια, αφήνοντας τα κόμματα σε στρατηγική ασάφεια. Πίσω από τις αναφορές σε «ανασύνθεση», «αριστερή ταυτότητα» και «προγραμματική ανανέωση» κυριαρχεί η αγωνία των στελεχών για το προσωπικό τους πολιτικό μέλλον. Ποιοι θα αντέξουν, ποιοι θα αποχωρήσουν και ποιοι θα μετακινηθούν, εφόσον το νέο κόμμα Τσίπρα αποκτήσει χαρακτηριστικά εξουσίας.
Μονοψήφια ποσοστά
Οι δημοσκοπήσεις επιβαρύνουν περαιτέρω το κλίμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παγιωθεί σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, αδυνατώντας να ανακτήσει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Νέα Αριστερά, εν όψει συνεδρίου στα τέλη Ιανουαρίου, κινείται οριακά πάνω από το κατώφλι της πολιτικής ορατότητας, χωρίς σαφή κοινωνική γείωση και χωρίς αφήγημα που να υπερβαίνει την κριτική στο παρελθόν. Το συνέδριο θεωρείται κομβικό, καθώς εκεί θα κριθούν τόσο η στάση απέναντι στον Αλ. Τσίπρα όσο και οι πιθανές σχέσεις με τα υπόλοιπα σχήματα του χώρου.
Ούτε το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη μένει ανεπηρέαστο. Η σκιά Τσίπρα συμπιέζει και αυτό το εγχείρημα, το οποίο οδεύει προς συνέδριο τον Φεβρουάριο σε κλίμα έντονης αβεβαιότητας. Στο εσωτερικό του κόμματος γίνεται λόγος για κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς η πολιτική του ταυτότητα δοκιμάζεται απέναντι στη δυναμική ενός ισχυρού κεντρικού παίκτη. Οι συζητήσεις περί διάλυσης δεν διατυπώνονται δημόσια, αλλά καταγράφονται ολοένα και πιο έντονα στο παρασκήνιο.
Ισχυρός πόλος
Σε αυτό το περιβάλλον, το κόμμα Τσίπρα δεν έρχεται απλώς να ανταγωνιστεί. Έρχεται να απορροφήσει: πρόσωπα, δυνάμεις, ακροατήρια. Και να αναγεννήσει την προσδοκία της κυβερνησιμότητας.
Για μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Αριστεράς, το ερώτημα δεν είναι ποιος τους εκφράζει περισσότερο, αλλά ποιος μπορεί να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Και αυτή η λογική ευνοεί τον ισχυρό πόλο, όχι τους κατακερματισμένους σχηματισμούς.
Το 2026, συνεπώς, ενδέχεται να μη σημάνει την τυπική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς ή του Κινήματος Δημοκρατίας. Μπορεί όμως να σηματοδοτήσει την περαιτέρω πολιτική τους αποψίλωση: μια αργή διαδικασία αποσύνθεσης, με απώλειες στελεχών, συρρίκνωση ακροατηρίου και παρατεταμένη στρατηγική αμηχανία.
