Ζωή είναι, θα περάσει

Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι παλιά τραγουδούσαν την ποίηση επειδή είχαν κάνει το ρισέρτς τους και είχαν αποφανθεί ότι έτσι κοινωνείται καλύτερα ή επειδή τότε ήταν απολύτως αδύνατο να τη διαμοιράσεις γραπτώς και, ακόμα κι αν δεν ήταν, ο μισός πληθυσμός δεν θα ήξερε να τη διαβάσει.

Ζωή είναι, θα περάσει

Τη βλέπω στο μετρό. Εχει όλα όσα χρειάζεται ο μέσος επιβάτης για να καρφώσει το βλέμμα του πάνω της με ένα μείγμα απέχθειας, φόβου και, ίσως, λίγης απροσδόκητης συμπόνιας: στρουμπουλή, με επιφάνειες σάρκας να προβάλλουν από την τσιτωμένη μπλούζα ή το ελαστικό παντελόνι, μελαψή τόσο από γεννησιμιού της όσο και από κακή υγιεινή, με ένα στοιχειωμένο δάσος στο κεφάλι της που κάποτε ήταν ένας λειμώνας από κατάμαυρους βοστρύχους.

Στο πλάι της στέκονται δυο προσηνείς φύλακες με φωσφοριζέ γιλέκα, πιθανολογώ για να τη συνοδεύσουν έξω στην επόμενη στάση. Κάτι μουρμουράει, που δεν καταφέρνω να το καταλάβω, μα θα πρέπει να ήταν αρκετά θλιβερό ώστε ο ένας από τους δύο φύλακες να κλίνει ελαφρώς το κεφάλι του προς το μέρος της και να της απαντήσει: «Ζωή είναι, θα περάσει».

Λίγο παραπέρα, μια άλλη γυναίκα. Νεαρή, όμορφη, με έναν λειμώνα από κατάμαυρους βοστρύχους στο κεφάλι, το οποίο κεφάλι, όμως, είναι υπερβολικά μεγάλο. Ισως το πιο μεγάλο κεφάλι που έχω δει ποτέ. Η γυναίκα είναι αρκετά αδύνατη, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αποφασίσω εάν το τόσο λιανό σώμα κάνει το κεφάλι να δείχνει τόσο μεγάλο ή αν το τόσο μεγάλο κεφάλι κάνει το σώμα να δείχνει τόσο λιανό.

Αυτό το πραγματικά, πραγματικά μεγάλο κεφάλι, αυτός ο λειμώνας από μαύρους βοστρύχους, τα χρώματα της προσεγμένης περιβολής της, μαύρο και κόκκινο, και μια υποψία νευρικότητας στην έκφρασή της μου θυμίζουν την Ντάμα Κούπα, την κακιά βασίλισσα από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Μήπως είναι στρεσαρισμένη επειδή φοβάται πως τόση ώρα που στέκεται εκεί ακίνητη μπορεί κάποιος να παρατηρήσει το κεφάλι της;

Στις θέσεις από πίσω της κάθονται δύο γυναίκες που συνομιλούν. Οι μετρημένες τριάντα ρωσικές λέξεις που γνωρίζω μου αρκούν για να αποφανθώ πως πρόκειται για Ρωσίδες, μολονότι από τις τριάντα λέξεις μου καμιά δεκαριά είναι ονόματα λογοτεχνών και άλλες πεντέξι ονόματα φαγητών και οι δυο τους δεν κουβεντιάζουν για τίποτε από αυτά. Αλλά υπάρχουν εκατομμύρια άλλα ζητήματα για να κουβεντιάσουν δυο Ρωσίδες, οι οποίες γενικώς μιλούν υπερβολικά πολύ, μεταξύ τους όταν είναι παρέα, στο κινητό τους όταν είναι μόνες.

Αυτό με εντυπωσίαζε ανέκαθεν, επειδή θεωρώ τους Ρώσους σκληροτράχηλο λαό – θα περίμενες ότι οι θερμοκρασίες εκεί πάνω θα τους είχαν εκπαιδεύσει να κρατούν τα καμένα από την παγωνιά χείλη τους σφαλιστά. Ομως καταλαβαίνω ότι η ανάγκη σε αλλάζει. Και εγώ, αν και άνθρωπος που δεν του αρέσει να μιλάει, μεγαλώνοντας απέκτησα σταδιακά τη συνήθεια να τηλεφωνώ στη μάνα μου για ό,τι μου κατεβαίνει: έπιασα την άκρη της πιτζάμας μου σε μια πόρτα και ξηλώθηκε, μου τελείωσαν τα λαστιχάκια της κουζίνας, σήμερα έχει υγρασία, αγόρασα ένα αμπαζούρ με κρόσσια. Ωστόσο, και η μάνα μου μιλάει για παρόμοια ζητήματα με τη δική της μάνα ολημερίς. Είναι κληρονομικό.

Μία από τις αδελφές μου παρατήρησε μάλιστα, με κάποιον εσχατολογικό τρόμο, ότι δεν περίμενε ποτέ να είμαι ειδικά εγώ εκείνη που θα κληρονομούσε την έξη της μαμάς στην τηλεφωνική πάρλα. Αλλά ίσως αυτό κάνει η απόσταση στις γυναίκες. Βέβαια, εγώ και η μάνα μου δεν ζούμε η μία στον Αρκτικό Ωκεανό και η άλλη στο Αιγαίο, δύο δήμους παραδίπλα είμαστε, αλλά και πάλι.

Οσο τα σκέφτομαι, νιώθω την ανάγκη να τηλεφωνήσω στη μάνα μου, αλλά δεν έχω σήμα στο μετρό και όταν κατέβω θα τρέχω επειδή έχω αργήσει κάπως. Πηγαίνω σε μια λογοτεχνική εκδήλωση, από εκείνες στις οποίες καταλήγω να παρίσταμαι μάλλον από κάποιον υπολανθάνοντα προτεσταντισμό, σύμφωνα με τον οποίο η λέξη «όχι» ανήκει αποκλειστικά στον Θεό και απαγορεύεται στους ανθρώπους. Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω καθόλου.

Κυρίως επειδή στο πάνελ των ομιλητών θα βρίσκεται μια αντιπαθητική διανοούμενη που συνηθίζει να φλυαρεί για την προφορική καταγωγή της ποίησης. Κρίνοντας, ανερυθρίαστα, με δύο μέτρα και δύο σταθμά, ομολογώ πως, σε ό,τι αφορά την ποίηση, οι αντιλήψεις μου περί πάρλας είναι διαφορετικές. Οχι πως διαφωνώ με τη θεωρία του πράγματος, απλώς έχω μια περιέργεια για την πραγματικότητα «πίσω» από την Ιστορία.

Ας πούμε, δεν ξέρω αν οι άνθρωποι παλιά τραγουδούσαν την ποίηση επειδή είχαν κάνει το ρισέρτς τους και είχαν αποφανθεί ότι έτσι κοινωνείται καλύτερα ή επειδή τότε ήταν απολύτως αδύνατο να τη διαμοιράσεις γραπτώς και, ακόμα κι αν δεν ήταν, ο μισός πληθυσμός δεν θα ήξερε να τη διαβάσει.

Με τα πολλά, φτάνω στην εκδήλωση, όλοι όσοι δεν θέλω να δω είναι ήδη εκεί, οπότε, προτού εισέλθω, στέκομαι παράμερα να καπνίσω και να προετοιμαστώ ψυχολογικά. Πίσω από το μπούγιο που μπαίνει σιγά-σιγά βλέπω μια γυναίκα. Αν και ο καιρός έχει ζεστάνει, μου φαίνεται υπερβολικά ντυμένη, με ένα μάλλινο πανωφόρι με κρόσσια, σαν το αμπαζούρ μου, γάντια και δερμάτινο καπέλο. Δεν βιάζομαι να την κρίνω για τις στυλιστικές της επιλογές, μπορεί να έχει κανένα πρόβλημα στο κυκλοφορικό· και εγώ έχω και σουλατσάρω Αύγουστο μήνα με σοσόνια.

Παρ’ όλα αυτά, κάτι πάνω της δεν κολλάει. Οπως περνάει από δίπλα μου και κάνει να ανοίξει τη βαριά πόρτα του κτιρίου για να μπει, βγάζει έναν δραματικό λυγμό, σαν να είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Ούτε αυτό το κρίνω. Και εγώ θα νιώσω την ανάγκη να βγάλω έναν λυγμό ανοίγοντας αυτή την πόρτα σε λίγο. Μπορεί και εκείνη να αναθεματίζει που βρίσκεται εκεί.

Οταν μπαίνουμε και βολευόμαστε – τρόπος του λέγειν – στα απαράδεκτα πτυσσόμενα καρεκλάκια, η γυναίκα κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα. Αν και αποσύρομαι πίσω (φυσικά), την έχω στο οπτικό μου πεδίο. Την παρακολουθώ κάθε τόσο. Μιλάει μόνη της, νεύει στο υπερπέραν, κάπου-κάπου γελάει. Ομιλητές και κοινό φιλοτιμούνται να κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αλλά κάποια στιγμή τα ηχητικά παράσιτα είναι πια πολύ δυνατά.

Μου έρχεται στον νου μια σκηνή από το Τετράγωνο του Σουηδού Ρούμπεν Εστλουντ (2017). Σε μια ομιλία, ένας άνδρας από το κοινό αρχίζει να βωμολοχεί ακατάσχετα, τόσο που ομιλητές και κοινό, που τον αγνοούσαν καρτερικά, κάποια στιγμή φτάνουν στα όριά τους και επιτρέπουν εις εαυτόν κάποια δειλά κοιτάγματα, που ωθούν τη συνοδό του άνδρα να τους καθησυχάσει λέγοντάς τους να μη δίνουν σημασία: απλώς έχει σύνδρομο Τουρέτ.

Η γυναίκα εδώ μάλλον δεν έχει Τουρέτ και εμείς δεν είμαστε Σουηδοί, οπότε σε λίγη ώρα δύο αρμόδιοι από τον χώρο της εκδήλωσης έρχονται για να οδηγήσουν τη γυναίκα στην έξοδο. Μόλις σηκώνεται από την καρέκλα, τους χαμογελά εγκάρδια, τους καλησπερίζει και τους δίνει το χέρι της για χειραψία. Ενας τους το πιάνει και ολοκληρώνει τη χειραψία, χωρίς, πάντως, να πει κάτι για την πάροδο της ζωής. Αλίμονο σε εμάς, που έχουμε μια αιωνιότητα ακόμα πάνω σε ετούτα εδώ τα απαράδεκτα καρεκλάκια, ανάμεσα σε όλους ετούτους εδώ τους τρελούς.

Το ChatGPT και οι καλοί τρόποι

Τα «παρακαλώ» και τα «ευχαριστώ» στις συνομιλίες με το ChatGPT, που, όπως δήλωσε ο Σαμ Αλτμαν, κοστίζουν εκατομμύρια σε ρεύμα, πυροδότησαν αρκετές συζητήσεις σχετικά με το πώς αντιμετωπίζουμε την τεχνητή νοημοσύνη. Αναρωτήθηκα εάν όσοι απευθύνονται με ευγένεια στο ChatGPT κάνουν το ίδιο και στους ανθρώπους (όποιος βρίζει τους υπαλλήλους του σουπερμάρκετ επειδή δεν έχουν αρκετά ταμεία ανοιχτά θα γράψει μετά στο ChatGPT «μου λες, παρακαλώ, πόση ώρα πρέπει να βράζουν τα αβγά;»;).

Απόδιωξα ενοχικά τη σκέψη, επειδή μου φάνηκε πως έμοιασα σε εκείνους τους τύπους που σε ρωτούν πώς τολμάς να ταΐζεις αδέσποτα γατάκια όταν υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε. Η ευγένεια δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αντιμετωπίζουμε σαν άνθρωπο την τεχνητή νοημοσύνη, όπως δεν αντιμετωπίζουμε πάντα ως ανθρώπους τους συνανθρώπους μας. Η ευγένεια, μάλλον, και ειδικά η ανούσια ευγένεια, είναι πρωτίστως μια ένδειξη ότι αναγνωρίζουμε την ανθρωπινότητα του εαυτού μας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version