Το λάθος και το απρόβλεπτο

Μέσα στην αναζήτηση του σωστού, στην εμμονή με την τάξη και την αρμονία, ξεχνάμε πως η δουλειά του ανθρώπινου είναι να παραπαίει, να παραμορφώνεται, να εισβάλλει σε πλαίσια που δεν του ανήκουν και να τα κάνει δικά του.

Το λάθος και το απρόβλεπτο

Στο μέσο της εβδομάδας, βρίσκομαι εντελώς απρόσμενα και εντελώς κατά λάθος σε ένα κλειστοφοβικό μπαρ με φίλους να πίνω βότκα μέσα στον καύσωνα. Είναι όλο λάθος. Δεν βγαίνω στο μέσο της εβδομάδας, δεν συμπαθώ τους κλειστούς χώρους, δεν έχω φίλους, δεν πίνω βότκα, δεν αντέχω τον καύσωνα. Και να με, παρ’ όλα αυτά. Οπως κάθομαι, ψάχνω στην τσάντα μου με απόλυτη σιγουριά, για να διαπιστώσω ότι δεν υπάρχει πουθενά ο αναπτήρας που με θυμάμαι πολύ καθαρά να βάζω σε μια συγκεκριμένη τσέπη προτού φύγω από το σπίτι. Θυμάμαι λάθος. Αφού κάπως τα βολεύω με τον αναπτήρα, με τον καύσωνα, με τη βότκα, με τους ανθρώπους, με το κλειστοφοβικό μπαρ, με το μέσο της εβδομάδας και, επιπλέον, ένα φρικαλέο ρολόι τοίχου στο βάθος που είναι σταματημένο στις εννέα και δώδεκα, παρατηρώ τη σερβιτόρα – μια ψηλή κοπελίτσα με μαλλιά στο χρώμα του ελντερμπέρι, τόσο λάθος για τη χλωμή επιδερμίδα της – να αφήνει στο τραπέζι μας ένα πιάτο με κάτι ψωμάκια. Δεν έχω ιδέα τι ακριβώς είναι. Γλυκά, αλμυρά, σκέτα, γεμιστά; Είναι απλώς ψωμάκια, που φαίνεται τα σερβίρουν εδώ με τα ποτά, χώρια από τα φιστίκια και τα πατατάκια, και αρχίζω να το χάνω, δεν έχω άλλη υπομονή. Ποιος συνοδεύει αλκοόλ με ψωμάκια; Είναι απλώς λάθος. Αυτά τα ψωμάκια δεν έχουν καμία δουλειά εδώ, ούτε το πιάτο τους – ένα γιαγιαδίστικο πιάτο με μαβιά λουλουδάκια σαν τα μαλλιά της σερβιτόρας –, που δεν ταιριάζει με το πιάτο των φιστικιών – ένα τετράγωνο μπολάκι με κίτρινα τετράγωνα –, ούτε με το πιάτο των πατατακίων – ένα στρογγυλό μπολάκι με δύο μπλε γραμμές· έχουμε τρία καταραμένα σερβίτσια εδώ πάνω και είναι όλο λάθος. Δεν υπάρχει τίποτα σωστό, ούτε η κατάσταση ούτε η εμπειρία ούτε η μνήμη. Νιώθω πως έχω πέσει σε μια λακκούβα στο χωροχρονικό συνεχές όπου όλα είναι σε λανθασμένη θέση και φωνάζω από μέσα μου: Τι κάνω εγώ εδώ;

Και σκέφτομαι, λοιπόν, ότι καμιά φορά στον λαβύρινθο της ύπαρξης, όπου μυριάδες όντα διασταυρώνονται μεταξύ τους στη ροή του γίγνεσθαι, προκύπτει αυτό το ιδιόμορφο είδος παραλογισμού: πράγματα που απλώς βρίσκονται στη λάθος θέση. Τέτοια πράγματα μπορεί να προκαλέσουν μια αίσθηση δυσφορίας, δυσαρμονίας ή ακόμα και βαθιάς αποξένωσης. Είναι, κατά μία έννοια, εισβολείς στον τακτοποιημένο κόσμο των κατηγοριών, διαταράσσοντας τον αρμονικό ρυθμό εξέλιξης των πραγμάτων ως αντιληπτών. Η γλώσσα του Ιμάνουελ Καντ είχε μαλλιάσει για τη δομητική φύση του ανθρώπινου νου πάνω στο χάος του εξωτερικού κόσμου. Για αυτόν, ο χρόνος και ο χώρος δεν είναι εμπειρικές κατηγορίες, αλλά μάλλον a priori προϋποθέσεις για τη δυνατότητα της εμπειρίας. Σε ένα βήμα παραπέρα, μπορούμε να θεωρήσουμε τον τόπο ως προϋπόθεση για τη συνοχή της ίδιας της ύπαρξης. Για να βγάζει νόημα κάτι, πρέπει να υπάρχει στον κατάλληλο τόπο, σε αρμονία με την εξελισσόμενη δομή του κόσμου. Με αυτή την έννοια, ο τόπος δεν είναι απλώς ένα κενό που περιμένει να γεμίσει με αντικείμενα, αλλά ένα συστατικό στοιχείο της ύπαρξης του κόσμου. Ετσι, όταν λέμε ότι κάτι βρίσκεται σε λάθος θέση, δεν περιγράφουμε απλώς μια εμπειρική ανωμαλία, αλλά σηματοδοτούμε μια ρήξη στην ίδια την υφή της πραγματικότητας. Δεν μιλάμε απλώς για ένα αντικείμενο που βρίσκεται σε λάθος θέση, αλλά για μια δυσαρμονία μέσα στο όλο συστηματάκι της ύπαρξης, μια αντίφαση μεταξύ της ουσίας ενός πράγματος και της πραγματικής του θέσης.

Αναπόφευκτα ο άνθρωπος επηρεάζεται από τις λανθασμένες θέσεις (εγώ, τουλάχιστον, επηρεάζομαι), δελεάζεται να αναστοχαστεί την έννοια του λάθους, της διαταρακτικής ατέλειας. Ωστόσο, αυτές οι διαταραχές δεν είναι απαραίτητα αρνητικές – μπορούν να δημιουργήσουν νέα νοήματα. Υπάρχει μια ορισμένη δημιουργική δύναμη στα αντικείμενα που βρίσκονται σε λάθος θέση, αυτό το ελιοτικό «Do I dare / Disturb the universe?» («Τολμώ / Να ταράξω το σύμπαν;»), που κατά βάθος είναι ενοχλητικό επειδή βασικά το σύμπαν είσαι εσύ. Εσύ είσαι αυτό που διαταράσσεται, ο κόσμος που περιέρχεται στην αταξία, η βεβαιότητα που καταλύεται, εσύ είσαι το μετέωρο ανάμεσα σε όλες αυτές τις ορθές και λανθασμένες θέσεις, ανήκοντας στη φύση σου και συνάμα ξεχωρίζοντας από αυτή, επειδή όλα είναι ακαθόριστα ώσπου εσύ, αν θες, να τα καθορίσεις. Ολα είναι σωστά επειδή εσύ τα θέλεις σωστά, όλα είναι λανθασμένα επειδή εσύ τα θέλεις λανθασμένα.

Στη μεγάλη μεταφυσική εικόνα, η χειρότερη μορφή «λάθους» είναι αυτή του ίδιου του ανθρώπου. Γιατί είμαστε πλάσματα που ξεχωρίζουμε από τα υπόλοιπα όντα, ικανά να σκεφτόμαστε την ίδια μας την ύπαρξη και, με αυτόν τον τρόπο, να αναγνωρίζουμε την έλλειψη φυσικής θέσης στον κόσμο. Ο Χάιντεγκερ αποκαλεί αυτή την κατάσταση «Angst» («άγχος», «αγωνία», τρέχα γύρευε). Είναι η υπαρξιακή αγωνία που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση ότι έχουμε ριχτεί σε έναν κόσμο χωρίς να το επιλέξουμε, σε ένα σύμπαν που είναι αδιάφορο για την ατομική μας ύπαρξη. Είμαστε όντα εκτός τόπου, γιατί υπάρχουμε σε μια κατάσταση μη-ανήκειν, διαρκώς εγκλωβισμένα μεταξύ του πεπερασμένου και του απείρου, του παροδικού και του αιώνιου. Είμαστε όντα που επιδιώκουν να ανήκουν, αλλά η ίδια η φύση μας μάς ωθεί να υπερβούμε τους περιορισμούς της θέσης μας. Προσπαθούμε πάντα να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας μέσα στο μεγάλο σχήμα της ύπαρξης, αλλά η θέση μας δεν είναι ποτέ βέβαιη, ποτέ σταθερή. Με αυτή την έννοια, είμαστε το απόλυτο «αταίριαστο». Απ’ όπου και να μας πιάσεις, είμαστε λάθος. Και γι’ αυτό έχουμε εφεύρει τινά όπως τη λογική, την τάξη ή τη συνήθεια, γι’ αυτό βαυκαλιζόμαστε με την έννοια του ορθού: για να γεμίζουμε την απορία μας με μικρές, ανακουφιστικές ισορροπίες.

Κι όμως, ίσως αυτό το «λάθος» να είναι η πιο γνήσια μας θέση – μια θέση χωρίς θέση. Γιατί μέσα στην αναζήτηση του σωστού, στην εμμονή με την τάξη και την αρμονία, ξεχνάμε πως η δουλειά του ανθρώπινου είναι να παραπαίει, να παραμορφώνεται, να εισβάλλει σε πλαίσια που δεν του ανήκουν και να τα κάνει δικά του. Προφανώς και η αλήθεια είναι πως, αν δεν υπήρχαν τα λάθη, δεν θα υπήρχε, όχι το ορθό, αλλά κάτι καλύτερο: το νέο, το απρόβλεπτο ή το θαυμαστό. Εμείς οι άνθρωποι θα ήμασταν μια απορία καταδικασμένη κάποτε να πάψει να απορεί. Το λάθος είναι αυτό που αποτρέπει τον κόσμο από το να ολοκληρωθεί, να σταθεροποιηθεί, να σφραγιστεί και αυτό που του επιτρέπει να εκδηλώνεται σε συμπτώσεις, παρεξηγήσεις και αποκαλύψεις. Υπάρχουμε για να λατρεύουμε το ατελές – είμαστε σαν το τσάι. Αυτό για να θυμηθώ τον Οκάκουρα Κακούζο, που αποκαλούσε το τσάι «λατρεία του ατελούς». Πόσο ευκολοχώνευτα θα ήταν για εμένα τα μυστήρια της ύπαρξης εάν δεν είχα διαβάσει κάπου κάποτε ένα ρωσικό ρητό που πήγαινε κάπως έτσι: «Το τσάι δεν είναι βότκα – δεν μπορείς να πιεις πολύ».

Αρετές που έμειναν αναξιοποίητες

Ως γνωστόν, ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία ενός καταστήματος είναι η τοποθεσία. Η τοποθεσία για το οικοδόμημα είναι ό,τι η αύρα για τους ανθρώπους – όμορφο ξε-όμορφο, αν δεν υπάρχει σωστά, τι να το κάνεις; Κάθε φορά που βλέπω έναν χαριτωμένο επαγγελματικό χώρο σε κακή τοποθεσία, με αιώνιες ενδείξεις «ενοικιάζεται», «πωλείται» ή ένα απελπισμένο «ενοικιάζεται ή πωλείται», μελαγχολώ σαν να βλέπω τη δυνατότητα που θάβεται στις συνθήκες, σαν να βλέπω το δυνάμει κουκλίστικο βιβλιοχαρτοπωλείο ή κεφάτο κομμωτήριο ή μυρωδάτο μανάβικο να στερείται την ιστορία του προτού τη γράψει, ακριβώς όπως οι άνθρωποι που οι αρετές τους έμειναν αναξιοποίητες κατά τύχη. Ο Ντάλιτ που στη δυνατότητά του κρυβόταν η θεραπεία του καρκίνου, η κοπελίτσα από το Φλιντ του Μίσιγκαν που στη δυνατότητά της κρυβόταν μια κολορατούρα, ανοίκιαστα ντουβάρια σε έναν κόσμο που τρέχει πολύ γρήγορα για να δει ό,τι δεν του δείχνεται.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version