Ράλι Μεσόπολις

Υπήρχαν φήμες, σαν αστικός θρύλος, για μια έξοδο κάπου πίσω από τα διόδια-φάντασμα. Λεγόταν πως κάποιοι είχαν φτάσει ως εκεί, αλλά κανείς δεν είχε επιστρέψει για να επιβεβαιώσει τον θρύλο - ή να τον διαψεύσει μια κι έξω

Ράλι Μεσόπολις

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια πόλη. Η πόλη είχε πάρα πολλούς δρόμους – κι αυτό ήταν το πρώτο πρόβλημα. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν πως κανείς απ’ όλους αυτούς τους δρόμους δεν οδηγούσε κάπου, έτσι που ένας πολιτικός που θα ήθελε να κερδίσει τις εντυπώσεις θα έπρεπε να υιοθετήσει ως σλόγκαν της προεκλογικής εκστρατείας του μια φράση του τύπου «Ψηφίστε Τάδε

Και όλοι οι δρόμοι της πόλης θα οδηγούν στο πουθενά!». Ακόμα και το Πουθενά άρχιζε να σου μοιάζει με Κάπου αν ζούσες για πολύ καιρό στην πόλη.

Κάποτε, σε έναν από τους δρόμους της πόλης, μια γυναίκα καθόταν πίσω από το τιμόνι του μεταχειρισμένου Σιτροέν της και το Σιτροέν της πίσω από το φορτηγάκι ενός αρτοποιείου, στο κέντρο μιας διασταύρωσης πέντε κατευθύνσεων. Το φορτηγάκι θα πρέπει να μετέφερε παιδιά. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ξέρει με σιγουριά, πάντως αυτό της θύμιζε η μυρωδιά που ερχόταν από κει μέσα – μυρωδιά μωρού, μυρωδιά γλυκού, απαλού, ζεστού, εφήμερου.

Κάτι που μπορείς να περιγράψεις με λέξεις που αντιστοιχούν σε όλες τις αισθήσεις πλην της όσφρησης. Η γυναίκα είχε κάμποσο χρόνο για τέτοιες αμπελοφιλοσοφίες, αφού βρισκόταν στο ίδιο σημείο για εδώ και δύο ώρες. Το φανάρι είχε ανάψει πράσινο τριάντα τρεις φορές. Τις είχε μετρήσει.

Ανοιξε το παράθυρο για να πάρει λίγη ακόμη από τη μυρωδιά των παιδιών, αλλά ο αέρας που μπήκε γέμισε το στόμα της με μια γεύση σαν από μέταλλο και τηγανητά κρεμμύδια, ενώ τ’ αφτιά της με τον απόηχο ενός μακρινού κορναρίσματος, κατσούφικου σαν τον στεναγμό που αφήνει μια αγελάδα όταν αρχίζει να την κουράζει το άρμεγμα.

Κανείς δεν ήξερε γιατί η πόλη ήταν όπως ήταν. Οι κάτοικοί της απλώς τη βρήκαν έτσι. Κάποιοι έλεγαν πως κάποτε, αιώνες πριν, ήταν αποικία κάποιας ξένης δύναμης, στην οποία χρησίμευε κυρίως ως βοσκοτόπι. Ωσπου κάποια ταραχοποιά στοιχεία έπεισαν άλλες ξένες δυνάμεις να διώξουν εκείνη που τους διαφέντευε.

Οι ξένες δυνάμεις το έκαναν και έφεραν τον τόπο στη δική τους κυριότητα, αλλά, από ταπεινοφροσύνη, αποφάσισαν να παραχωρήσουν το δικαίωμα χρήσης στους ντόπιους. Οι ντόπιοι χάρηκαν αρχικά – και ποιος δεν θα χαιρόταν -, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι δεν ήξεραν τι να την κάνουν όλη αυτή τη γη, αφού η μόνη τέχνη που γνώριζαν ήταν του βοσκού.

Κατά συνέπεια, ελλείψει πολεοδόμων, έχτισαν τούτο τον τόπο όπως και όπου τους φώτισε ο Θεός. Ποτέ δεν υπήρξε σχέδιο πόλεως. Με τον καιρό, απλώς ανοίγονταν σε μήκη και πλάτη, φτιάχνοντας το ένα κτίριο μετά το άλλο και συμφωνώντας να αφήνουν κάποια απόσταση ανάμεσα, για να μπαινοβγαίνουν. Τους ενδιάμεσους αυτούς χώρους τους αποκαλούσαν δρόμους.

Οι δρόμοι έστριβαν ο ένας προς τον άλλο και κατόπιν προς τον εαυτό τους. Κάποιοι κατέληγαν σε χωράφια, άλλοι σε ποτάμια και άλλοι σε πανομοιότυπους δρόμους, που υποτίθεται ήταν διαφορετικοί. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν συσκευές GPS, που ήταν τελείως άχρηστες, απλώς και μόνο επειδή τους άρεσε η αισθησιακή ρομποτική φωνή τους. Κατά τα άλλα, προτιμούσαν την προσευχή.

Η γυναίκα δεν είχε σε υπόληψη ούτε τα GPS ούτε την προσευχή. Κάποτε εργαζόταν σε ένα πανεπιστήμιο. Είχε ένα γραφειάκι, μια καρέκλα ντυμένη με δερματίνη, που γλιστρούσε κάπως ενοχλητικά, ένα ρετρό πράσινο φωτιστικό σαν αμερικάνικης βιβλιοθήκης, που δεν φώτιζε καθόλου, και μια εσπρεσιέρα που έκανε αδιανόητο θόρυβο, αν και στην ψυχή της ακουγόταν σαν κομμάτι που εμπνεύστηκε ο Τσαϊκόφσκι σε μανιακό επεισόδιο.

Μια μέρα, έφυγε από κει και δεν ξαναγύρισε. Αυτό έγινε πριν από τρεις μήνες. Ή έξι. Ή τριάντα τρεις. Δεν είχε σημασία. Ζούσε στο αυτοκίνητό της πια, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι στην πόλη.

Καμιά φορά, όταν η κίνηση παραήταν άσχημη, κάποιος ούρλιαζε. Δεν επρόκειτο για τον συνήθη συνδυασμό αρρενωπού γκαρίσματος και κορναρίσματος, αλλά για ένα Ουρλιαχτό απ’ τα σώψυχα κάποιου που έκανε λες και διαπίστωνε ξαφνικά ότι ο δρόμος όπου είχε ακινητοποιηθεί οδηγούσε στην παιδική του ηλικία. Ή κάτι τέτοιο.

Η γυναίκα δεν είχε ουρλιάξει ποτέ μέχρι σήμερα. Οταν ένιωθε το στόμα της ανήσυχο, άνοιγε το ντουλαπάκι, όπου φυλούσε μια οδοντόβουρτσα ταξιδιού, και έξυνε λίγο τα ούλα της. Πίστευε στη ρουτίνα. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να προσευχηθεί κάπου, θα προσευχόταν σ’ αυτήν. Μια φορά, πάνω στο βούρτσισμα, άκουσε στο παράθυρό της το χτύπημα του δαχτυλιδιού μιας άλλης γυναίκας, πιο μεγάλης σε ηλικία.

Οι μεγάλες γυναίκες το έχουν αυτό. Χτυπούν τα πάντα με την ανάστροφη του χεριού τους, λυγίζοντας λίγο τα δάχτυλα ώστε αυτό που θέλουν να χτυπήσουν να βρει ακριβώς στο δαχτυλίδι τους – ή, συνηθέστερα, σε μια ασφυκτική σειρά δαχτυλιδιών (βέρα αρραβώνα, βέρα και γάμου και φτηνό μονόπετρο επετείου με ζιργκόν) στον παράμεσο. Η ξένη την ενημέρωνε πως το Τέσλα της είχε πέσει σ’ ένα δέντρο (μάλλον δεν το έπιασαν οι αισθητήρες, επειδή ήταν σκούρο).

Η γυναίκα την προσκάλεσε μέσα, ανοίγοντας το ντουλαπάκι και βγάζοντας να της προσφέρει ένα μπουκάλι βιταμινούχο νερό και κρακεράκια. Κάθισαν για λίγο μαζί, κουβέντιασαν, γέλασαν, έκλαψαν, άκουσαν τα παράσιτα στο ραδιόφωνο και ύστερα η ξένη βγήκε κι εξαφανίστηκε.

Υπήρχαν φήμες, σαν αστικός θρύλος, για μια έξοδο κάπου πίσω από τα διόδια-φάντασμα. Λεγόταν πως κάποιοι είχαν φτάσει ως εκεί, αλλά κανείς δεν είχε επιστρέψει για να επιβεβαιώσει τον θρύλο – ή να τον διαψεύσει μια κι έξω. Ενα πρωί, η γυναίκα αποφάσισε να ακολουθήσει το κάμπριο ενός άντρα που μουρμούριζε ότι είχε ανακαλύψει το μοτίβο – τη λογική πίσω από τους δρόμους.

Φορούσε δύο ρολόγια στον ίδιο καρπό και φαινόταν να μονολογεί, σαν συγγραφέας αστυνομικών. Υστερα από τρεις μέρες, έφτασαν σε έναν κυκλικό κόμβο, όλες οι έξοδοι του οποίου σημαίνονταν με την ίδια πινακίδα: Καλώς ήρθατε στην πόλη.

Τότε, ο άντρας επιδόθηκε στο Ουρλιαχτό. Η γυναίκα τσούλησε λίγα εκατοστά με νεκρά ώσπου να τον ακουμπήσει, κραδαίνοντας με το χέρι έξω από το παράθυρο ένα πακέτο δραμαμίνες που είχε βγάλει από το ντουλαπάκι. Τζίφος.

Την ίδια νύχτα, η πόλη βυθίστηκε σε ένα κατευναστικό βουητό, όπως θα ακουγόταν το γκρι εάν ήταν ήχος. Φώτα φρένων εδώ κι εκεί τρεμόπαιζαν σαν πυγολαμπίδες. Οσοι έμεναν ξύπνιοι, αντάλλαζαν ιστορίες με τις διπλανές λωρίδες για τα μέρη όπου παραλίγο να φτάσουν. Η γυναίκα μισοκοιμόταν στο μισοκατεβασμένο κάθισμα με το παράθυρο μισάνοιχτο – είχε μια ρωγμούλα εκεί όπου είχαν χτυπήσει τα δαχτυλίδια της ξένης.

Μόλις ξυπνούσε, θα σκεφτόταν να τηλεφωνήσει στην οδική βοήθεια – ίσως έρχονταν σε κάνα εξάμηνο, που ήταν τα γενέθλιά της. Προς το παρόν, κοιμόταν και ονειρευόταν έναν δρόμο που πήγαινε μόνο ευθεία. Ηταν ένας ήσυχος μονόδρομος, που στο τέλος του, και όχι στην αρχή του, υπήρχε το Πάντα. Μόλις ξυπνούσε, η γυναίκα θα σκεφτόταν, επίσης, ότι το αντώνυμο του Πάντα είναι το Μέχρι. Το Μέχρι είναι το αντώνυμο όλων των πραγμάτων.

Το σώμα ως μαντείο

Ενίοτε αναθυμάμαι δεισιδαιμονίες των γιαγιάδων μου. Τη φαγούρα ως οιωνό: Αν σε τρώει η μύτη, θα φας ξύλο. Αν σε τρώει το δεξί αφτί, θα ακούσεις καλό. Αν σε τρώει το αριστερό, κακό. Αν σε τρώει το δεξί χέρι, θα πάρεις λεφτά. Αν σε τρώει το αριστερό, θα δώσεις. Τα τικ ως χρησμούς: Αν παίζει το δεξί μάτι, κάποιον θα δεις. Αν παίζει το αριστερό, θα κλάψεις. Τις θέσεις ως προκλήσεις: Αν σταυρώνεις τα πόδια, θα μαραζώσεις. Αν στηρίζεις το κεφάλι στα χέρια, κάποιος θα πεθάνει.

Τέτοιες προλήψεις, αναδυμένες σε αρχαίο χρόνο, κρύβουν τη διαπίστωση ότι η διάνοια, που κυνηγάει το μέλλον, υποτάσσεται πάντα στο σώμα, που απλώς οδηγείται εκεί. Ετσι, μαζί με το μυαλό, που κρατάει το μολύβι, θα πρέπει ν’ ακούει κανείς το σώμα, που κρατάει τη γομολάστιχα: τον φόβο. Επειδή τίποτα – ούτε η πρόοδος – δεν είναι υπεράνω κακοτεχνίας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version