Ο κόσμος ως καπρίτσιο

Η πολλών μεγατόνων μαγκιά του Γκόγια δεν είναι ότι ζωγράφισε τέρατα αλλά ότι αποκάλυψε γιατί τα τέρατα δεν μπορούν να απορριφθούν ως φαντασίες

Ο κόσμος ως καπρίτσιο

Ένα πρωί, ξύπνησα από βασανιστικά όνειρα σαν άλλος Γκρέγκορ Σάμσα και βρήκα εαυτόν μεταμορφωμένο σε γκρούπι του Φρανσίσκο Γκόγια. Θα πρέπει να ήταν το 2008, στα δεκαέξι μου τότε. Την αμέσως προηγούμενη ημέρα, είχα κάνει κοπάνα από το σχολείο και είχα βρεθεί με την τσίμπλα στο μάτι στην Εθνική Πινακοθήκη να δω μια έκθεση που έτρεχε τότε με τα χαρακτικά του. Γενικώς έκανα αρκετές κοπάνες στο λύκειο και φρόντιζα να είναι κατά πλειονότητα επικές, κι όταν λέμε επικές, εννοούμε «τραγική ηρωίδα σε ρωσικό μυθιστόρημα μεταφρασμένο στα γαλλικά» επικές. Γύριζα σε μουσεία, σε νεκροταφεία και σε απομονωμένα καφέ διαβάζοντας Μποντλέρ και Πετρόπουλο, το ζούσα κανονικά. Μετά πέρασα τη φάση «ρέιβ στην Πελοπόννησο – ούρσους-ρέντμπουλ – μηχανάκια», μετά τη φάση «Στραβίνσκι – σούσι – ροζ συνθετική γούνα από τα Zara» και μετά ηρέμησα.

Και να που μια αιωνιότητα μετά, το 2025, βρέθηκα ξανά στην Εθνική Πινακοθήκη για Γκόγια, για τη μικρή έκθεση με τα «Καπρίτσια», κατεβαίνοντας στο «μείον δύο» του κτιρίου χαλαρά σαν να σταματάω για καλημέρα σε σπίτι κοντινού συγγενή. Δεν πίστευα ότι αυτά τα έργα θα είχαν κάτι καινούργιο να μου πουν πια, τόσες φορές που τα έχω δει, δεν πίστευα ότι ο εαυτός μου θα είχε κάτι καινούργιο να σκεφτεί, τόσα χρόνια μακριά από τον εφηβικό εαυτό μου, που έβλεπε το «κακό» σαν θαυμαστό καινούργιο κόσμο αντί για το κακό σαν σπίτι κοντινού συγγενή, οικείο όσο η ανθρώπινη κατάσταση. Αλλά η όραση είναι η πιο αγύρτικη αίσθηση, και οι τέχνες που κοινωνούνται με τα μάτια, κάθε φορά που σου αποκαλύπτονται, διευρύνουν την άγνοιά σου όλο και πιο πολύ.

Τα «Καπρίτσια» είναι μια γκροτέσκα αναπαράσταση της ισπανικής κοινωνίας, ενός ολόκληρου κοινωνικού σώματος που ασθενεί από άγνοια, διαφθορά, λαγνεία, δεισιδαιμονία. Το κακό δεν νοείται ως «αμαρτία», προσωπική ή συλλογική, αλλά ως αρχή της κοσμικής αταξίας. Οταν ο Γκόγια επιγράφει «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα», διατυπώνει μια μεταφυσική αξίωση: το κακό αναδύεται όταν η λογική ικανότητα που θα έπρεπε να δομεί την πραγματικότητα, αντί να λειτουργεί, απεμπολεί. Αυτή η απεμπόληση δεν είναι μόνο ατομική αδυναμία, αλλά ιστορική συνθήκη. Το κακό, σε αυτό το επίπεδο, είναι η γραμματική ενός απορρυθμισμένου κόσμου. Εξηγεί γιατί η αδικία ευδοκιμεί, γιατί η σκληρότητα οργανώνει θεσμούς, γιατί οι άνθρωποι αρχίζουν να μοιάζουν με ζώα ή δαίμονες – με μορφές δίχως προαίρεση ή με αλλοιωμένη προαίρεση.

Ετσι ο Γκόγια παρουσιάζει μια μεταφυσική αλληγορία της ίδιας της Ιστορίας. Ο κόσμος καθίσταται κατανοητός μέσω του κακού, σαν να μην είναι ο πόνος και το παράλογο εξαιρέσεις, αλλά θεμελιώδεις αλήθειες. Οι μάγισσες και οι δαίμονες δεν είναι φαντασιοκοπήματα: είναι οι αληθέστερες εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας. Να εξηγείς τον κόσμο μέσα από το κακό σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι η Ιστορία δεν έχει καμία κρυφή αγαθότητα, καμία τελεολογία της προόδου. Το κακό είναι το σχήμα της εξουσίας – και η εξουσία η αρχιτεκτονική του κόσμου.

Ωστόσο, στα ύστερα «Μαύρα» (Pinturas negras), ο Γκόγια κάνει κάτι άλλο: στρέφεται προς τα μέσα. Ζωγραφισμένες στους τοίχους του ίδιου του σπιτιού του, οι εικόνες αυτές δεν φέρουν κοινωνικό σχόλιο ούτε σατιρική αιχμή. Δεν απευθύνονται προς τα έξω αλλά προς τα κάτω, στην άβυσσο της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Κρόνος που καταβροχθίζει τον γιο του, το Σάββατο των μαγισσών, ο σκύλος – αυτές οι εικόνες αποκαλύπτουν το κακό όχι ως ερμηνεία του κόσμου, αλλά ως εξομολόγηση όσων στοιχειώνουν το είναι. Εδώ το κακό δεν είναι η αρχή της κοινωνικής αταξίας αλλά το όριο της αυτοκατανόησης. Κοιτώντας τον Κρόνο, παρανοϊκό και αδηφάγο, δεν συναντάς απλώς έναν μυθολογικό συμβολισμό, αλλά την αναγνώριση εκείνου το οποίο κατατρώει την εσωτερική ψίχα του ανθρώπου: η βία της επιθυμίας, ο τρόμος του θανάτου, η ικανότητα για βία, που κρύβει κάθε υποκείμενο. Στα «Μαύρα», η ερμηνεία του κακού δεν είναι εξορθολογισμός του κόσμου, αλλά πάλη με την αδυναμία εξορθολογισμού του εαυτού. Ο Γκόγια δεν ενδιαφέρεται για ό,τι παραδοσιακά κινεί το χέρι του καλλιτέχνη: η καλοσύνη να παρέχει μια κάποια παρηγοριά στους ταλανιζόμενους από το χάος της ύπαρξης ανθρώπους. Ούτε παρηγοριά δίνει ο Γκόγια στον θεατή του ούτε συγχώρεση. Η μεταφυσική αξίωση αντιστρέφεται: η λογική ξύπνια, τα τέρατα ακόμη εδώ. Τούτο σε μια αντανάκλαση του σαιξπηρικού στίχου: «Η κόλαση είναι άδεια / και όλοι οι διάβολοι είναι εδώ». Ο μύθος είναι άδειος, η απορία έχει σιγάσει, η φύση έχει χαλιναγωγηθεί, ο νους εργάζεται κι εργάζεται κι εργάζεται, τα τέρατα, αντί να φεύγουν, εγκαθίστανται.

Η ταλάντωση ανάμεσα σε κόσμο και εγώ, Ιστορία και εσωτερικότητα, συγκρατείται από τη γλώσσα της αισθητικής του Γκόγια. Το έργο του δεν απεικονίζει απλώς το κακό, σκηνοθετεί την ίδια του τη μεταφυσική υφή. Η παραμόρφωση των σωμάτων, το κιαροσκούρο που θολώνει μορφή και σκιά, οι βίαιες χειρονομίες χαραγμένες στην εικόνα δεν είναι απλώς τεχνοτροπικά, αλλά οντολογικά στοιχεία. Καθιστούν σαφές ότι το κακό δεν είναι ούτε εξ ολοκλήρου έξω ούτε εξ ολοκλήρου μέσα, αλλά το ίδιο το κατώφλι όπου ο κόσμος συναντά το υποκείμενο. Η αισθητική, στον Γκόγια, γίνεται μεταφυσική: το τερατώδες δεν είναι στολίδι της φαντασίας αλλά αποκάλυψη της κρυφής ουσίας της πραγματικότητας. Να ερμηνεύεις το κακό μέσω του Γκόγια σημαίνει να αποδέχεσαι ότι η τέχνη, αντί να προσφέρει λύτρωση, απλώς παρουσιάζει τη φριχτή καθαρότητα αυτού που ήδη υπάρχει.

Ετσι, ο Γκόγια διδάσκει δύο τρόπους ερμηνείας του κακού: Το κακό ως λογική του κόσμου, ένα πλαίσιο ερμηνείας της Ιστορίας, της κοινωνίας και της εξουσίας, και το κακό ως αίνιγμα του εαυτού, μια απόπειρα αντιμέτωπης στάσης προς ό,τι δεν μπορεί να δαμαστεί μέσα στην ίδια την ύπαρξη. Αλλά αυτές οι δύο κατευθύνσεις κάπου τέμνονται. Ο κόσμος εξηγεί τον εαυτό του μέσα από το σκοτάδι του ανθρώπου, κι ο άνθρωπος εξηγεί τον εαυτό του μέσα από τη σκληρότητα του κόσμου. Από τα «Καπρίτσια» στα «Μαύρα», από τη σάτιρα στην άβυσσο, ο Γκόγια σκηνοθετεί τη νεωτερική συνθήκη: να βλέπουμε το κακό παντού και πουθενά, να το γνωρίζουμε ως ιστορική αναγκαιότητα και ως προσωπικό τρόμο, να αποδεχόμαστε ότι δεν μπορεί να υπερνικηθεί αλλά μόνο να υποφερθεί, να παρασταθεί και ίσως να κατανοηθεί αποσπασματικά.

Η πολλών μεγατόνων μαγκιά του Γκόγια δεν είναι ότι ζωγράφισε τέρατα αλλά ότι αποκάλυψε γιατί τα τέρατα δεν μπορούν να απορριφθούν ως φαντασίες. Να ερμηνεύεις το κακό μέσω του κόσμου σημαίνει να αντιμετωπίζεις την αδικία της Ιστορίας. Να ερμηνεύεις το κακό μέσω του εαυτού σημαίνει να αντιμετωπίζεις την άβυσσο εντός. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο όψεις βρίσκεται η αισθητική πράξη που συνέχει την ιδιοφυΐα του Γκόγια: η μετατροπή του τρόμου σε όραμα, του εφιάλτη σε αλήθεια. Το κακό, στον Γκόγια, δεν είναι μόνο θέμα – είναι η ίδια η συνθήκη της όρασης.

Θεολογία της προμήθειας

Τη νύχτα, τα σουπερμάρκετ γίνονται καθεδρικοί. Απλώς, αντί για γιγάντιες αιχμές που υψούνται ν’ αποδείξουν τη σχέση τους με τον ουρανό, είναι γιγάντια τετράγωνα που πλαταίνουν ν’ αποδείξουν τη σχέση τους με την πόλη. Κοιτάζεις απ’ έξω τους ημιφωτισμένους διαδρόμους σαν εγκάρσια κλίτη, ατέλειωτοι, συμμετρικοί, κατευθυνόμενοι στο ιερό όπου λειτουργούν το γάλα και το τυρί. Φαντάζεσαι τη μυρωδιά του ψωμιού ή του μαλακτικού να ποτίζει τοίχους και ντέξιον, όπως ποτίζει το λιβάνι τα ξύλα και τα μάρμαρα ενός ναού. Τα ράφια μισοάδεια – την επομένη, θα ξαναγεμίσουν θεούς που ανασταίνονται κάθε στιγμή. Τα πάρκινγκ έξω σαν περίβολοι, καλλωπιστικά δενδρύλλια, επαίτες. Βλέπεις την αφθονία να αντικαθιστά τη μεταφυσική, την υπόσχεση για σωτηρία ανανεούμενη μέσα από την ανανεούμενη τροφή, τον τρόμο όταν καμιά πολιτική αναμπουμπούλα μας κάνει να σαρώνουμε τα ράφια, σαν να γυρεύουμε εκκλησίες αφού το τέλος του κόσμου έχει κιόλας συντελεστεί.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version