Τον Ιούλιο του 1987 η Ελλάδα δοκιμάστηκε από έναν από τους πιο σκληρούς καύσωνες της ιστορίας της, με επίκεντρο τη Νότιο Ελλάδα και κυρίως την Αττική. Η παρατεταμένη ζέστη, που συνεχιζόταν και τις νύχτες, και η αυξημένη υγρασία επιδεινώθηκαν – τουλάχιστον στην Αθήνα – από δύο επιβαρυντικούς παράγοντες: την κακή ποιότητα της ατμόσφαιρας, το γνωστό τότε «νέφος», και το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας.
Αυτό που συνοψίζεται στην καθημερινή φράση «βράζουν τα τσιμέντα» και που οι κάτοικοι των μεσογειακών μεγαλουπόλεων γνωρίζουν ως «θερμοσυσσωρευτή του μπετόν». Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.300 – απώλειες που θυμίζουν εμπόλεμες καταστάσεις, όχι θερινή καθημερινότητα εν καιρώ ειρήνης.
Η πυκνή δόμηση, η έλλειψη πράσινου και νερού και η μορφολογία της Αθήνας – μια λεκάνη κλειστή από βουνά, με μόνο το νότιο μέτωπο ανοιχτό προς τη θάλασσα – συνέβαλαν καθοριστικά στα τραγικά αποτελέσματα αυτού του σπάνιου κλιματικού συνδυασμού.
Η ίδια η θερμότητα, είτε τυχαίο σύμπτωμα είτε πρόωρη εκδήλωση της κλιματικής αλλαγής, δεν ήταν αρκετή για να σκοτώσει τόσο μαζικά. Ηταν η πόλη που γέμισε τους νεκροθαλάμους. Οι ανεμιστήρες δεν επαρκούσαν και η γνώση αυτοπροστασίας που σήμερα θεωρείται αυτονόητη δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί και διαδοθεί. Εκτοτε, παρατηρείται αύξηση της θνητότητας – κυρίως μεταξύ ευάλωτων ή ασθενών – στους πρόσφατους καύσωνες, χωρίς όμως την εκατόμβη του 1987.
Η πόλη ωστόσο δεν άλλαξε. Η αποσυμπύκνωσή της θα απαιτούσε ένα φαραωνικό σχέδιο που μόνο μια ολοκληρωτική εξουσία και η κοινωνική της μηχανική θα μπορούσε να επιβάλει. Ετσι, προτιμήθηκε ο κλιματισμός.
Μετά την άρση των δασμών, προϊόν των εμπορικών συμφωνιών της παγκοσμιοποίησης, κάθε χώρος άρχισε να κλιματίζεται: από αποθήκες και παιδικά δωμάτια μέχρι πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και εστιατόρια. Το καλοκαίρι δεν ήταν πια τόσο υπαίθριο. Πιθανόν, τον Ιούλιο να περνάμε περισσότερες ώρες σε εσωτερικούς χώρους απ’ ό,τι τον Φεβρουάριο.
Η Γαλλία βίωσε αντίστοιχο σοκ το 2003. Ειδικά στον Νότο, οι αυξημένες θερμοκρασίες και η υγρασία θέρισαν τους ανήμπορους. Ο Αύγουστος εκείνης της χρονιάς είχε περίπου 14.000 υπερβάλλοντες θανάτους, φέρνοντας στο φως ένα από τα δομικά ταμπού της γαλλικής κοινωνίας: τη μοναξιά των ηλικιωμένων ως στοιχείο της εθνικής κουλτούρας. Οι μικροκοινωνιολογικές καταγραφές επικεντρώθηκαν στην αφυδάτωση: ηλικιωμένοι, μόνοι, που δεν ένιωθαν τη δίψα, χωρίς κάποιον να τους δώσει νερό.
Είκοσι και πλέον χρόνια μετά, ενώ η κλιματική κρίση εντείνεται, η πολιτική διαμάχη στη Γαλλία στράφηκε στον κλιματισμό. Η Ακροδεξιά – με τη Λεπέν και τον Σιοτί – πρότεινε «εθνικό σχέδιο» για τον συστηματικό κλιματισμό χώρων νοσηλείας και φιλοξενίας ηλικιωμένων / παιδιών.
Η Αριστερά και οι προοδευτικοί αντέδρασαν με οικολογικό καθωσπρεπισμό. Ορθές βεβαίως οι μακροοικολογικές αντιρρήσεις τους: τα κλιματιστικά επιδεινώνουν την υπερθέρμανση της αστικής νησίδας. Ομως υπάρχει και το παρόν – το άμεσο: άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν. Στην παιδιατρική του νοσοκομείου του Μπορντό η θερμοκρασία έφτασε τους 44 βαθμούς.
Η γεωθερμία, η νέα ρυμοτομία και οι βιοκλιματικές λύσεις είναι μεν βιώσιμες και ευεργετικές αν όπως προτείνουν οι αντι-λεπενικοί σχηματισμοί συνδυαστούν με τον συμβατικό σχηματισμό, αλλά το φρέον – τη στιγμή που όλα καίνε – σώζει. Κι όταν αγνοείται η ανάγκη των αδυνάμων για στοιχειώδη ευεξία, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η άνοδος του αυταρχισμού και του ανορθολογισμού.
Τα νέα από την Αμερική έχουν φτάσει και κάνουμε πως δεν τα ακούμε. Και δεν νομίζω ότι όσοι πιστεύουμε στην ανάγκη συγκράτησης των ρυθμών αύξησης της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας έχουμε την πολυτέλεια ανάλογης πολιτικής οπισθοδρόμησης στο όνομα μιας ανάγκης που τείνει να μετασχηματιστεί σε ασκητική ορθοφροσύνη.
Η στοιχειώδης ευεξία των πιο αδύναμων πολιτών, που είναι και η μεγάλη εκλογική δεξαμενή της Ακρας Δεξιάς, μοιάζει σημαντικότερη, τόσο από την άποψη της υπεράσπισης της δημοκρατίας όσο και από εκείνη της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, από την ορθή οικολογική ζωή που επιβάλλουν κάποιοι ζηλωτές.
