Οι στεναγμοί ανακούφισης της κυβέρνησης, επειδή η δοκιμασία των παρελάσεων για την 28η Οκτωβρίου ολοκληρώθηκε «αναίμακτα», ασφαλώς δεν αποτελεί και επιβεβαίωση πως έπεσε αυλαία στις πολλαπλές αναταράξεις που προκάλεσε αυτή η ιστορία με την τροπολογία για τον Αγνωστο Στρατιώτη. Ισως γιατί η «επιτυχία» δεν οφείλεται τόσο στην αποφασιστικότητα της κυβέρνησης όσο στο ότι για τους δικούς του σχεδιασμούς το κίνημα των «νεο-αγανακτισμένων» (που σχηματοποιήθηκε με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών) επέλεξε να μην αμφισβητήσει επί του πεδίου τώρα την, ούτως ή άλλως, αχρείαστη ρύθμιση.
Το γιατί οι «νεο-αγανακτισμένοι» δεν θέλησαν να την ακυρώσουν στην πράξη προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι το πολυποίκιλο σύστημα που στηρίζει το κύριο ρεύμα τους, υπό την κυρία Καρυστιανού, διαβάζει και αυτό τις δημοσκοπήσεις. Τις ίδιες αυτές δημοσκοπήσεις που είχε στη διάθεσή της και η κυβέρνηση πριν αποφασίσει να προχωρήσει στην ψήφιση της αχρείαστης, επαναλαμβάνω, ρύθμισης.
Αυτές δηλαδή που κατέγραψαν εξακολουθητικά ότι για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, που υπερβαίνει τις κομματικές διαχωριστικές γραμμές και κυρίως εκπροσωπεί το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κέντρου, η μετατροπή του χώρου μνήμης των αγώνων του ελληνικού λαού σε χώρο ελεύθερου κάμπινγκ και υπαίθριο καφενείο θεωρήθηκε, και σωστά, ως το σημείο μηδέν της συμπαράστασης, της ανεκτικότητας, της συμπάθειας και της αλληλεγγύης στους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών.
Ακόμη και η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία φέρεται να καθοδηγεί πολιτικά ένα μικρότερο ρεύμα της ίδιας κατηγορίας «νεο-αγανακτισμένων», απέφυγε να προχωρήσει σε ενέργειες που θα αμφισβητούσαν τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Επειδή, δε, διαβάζει και αυτή τις δημοσκοπήσεις, η μετακίνησή της από την πλατεία Συντάγματος στη Βουλή δεν πρέπει να είναι άσχετη με τις ασκήσεις θεσμικότητας που επιχειρεί η, αποδεδειγμένα πλέον, ανταγωνίστριά της, ως κύρια και αποκλειστική διεκδικήτρια του «κινήματος», κυρία Καρυστιανού.
Αντέδρασε μεν στην ψήφιση της τροπολογίας για τον Αγνωστο Στρατιώτη με μια σκληρή δήλωση, αλλά όχι πολεμικού χαρακτήρα, όπως έχει κάνει κατά το παρελθόν, με καλέσματα για συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πανελλαδικά. Ενώ την παραμονή των μαθητικών παρελάσεων προτίμησε να στείλει ένα πολιτικό μήνυμα με αποδέκτες τους μαθητές, και αυτό ήταν όλο.
Παρουσιάζει λοιπόν ενδιαφέρον το πώς θα εξελιχθεί αυτή η κόντρα, η οποία αναπόφευκτα έχει προβολή και στις γενικότερες πολιτικές ζυμώσεις που παρατηρούνται στον χώρο της αντιπολίτευσης. Εκεί όπου το «κόμμα» Τσίπρα, που απειλεί να εξαερώσει όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα που προήλθαν από τις διασπάσεις του, πιθανότατα θα τα βρει σκούρα με το «κόμμα» της κυρίας Καρυστιανού.
Το οποίο «κόμμα» Καρυστιανού προσβλέπει σε μια αρκετά ευρεία δεξαμενή, που υπερβαίνει αυτή των «νεο-αγανακτισμένων». Είναι η δεξαμενή της αντισυστημικής ψήφου, την οποία όμως ταυτόχρονα προσπαθεί να εκφράσει η κυρία Κωνσταντοπούλου, ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για να επιβιώσει το κόμμα της, η Πλεύση Ελευθερίας, από τη θεωρητική «απειλή» που συνιστά το… συστημικό «κόμμα» Τσίπρα.
Θεωρητική επί του παρόντος η απειλή, διότι η ανακοίνωση των 41 ονομάτων που αποτελούν το πρόπλασμα του «κόμματος» Τσίπρα μάλλον ανακούφιση προκάλεσε. Οχι μόνο στην κυρία Κωνσταντοπούλου, αλλά και σε ολόκληρο το φάσμα των κομμάτων που προήλθαν από τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Παλιά υλικά πασπαλισμένα με τη χρυσόσκονη της επιστημοσύνης προφανώς δεν αποτελούν σοβαρή απειλή για κανένα. Ωδινεν όρος και έτεκεν μυν ο πρώην πρωθυπουργός…
Ανεξάρτητα πάντως από το ποια θα είναι η συνέχεια του εγχειρήματος του κ. Τσίπρα, κατά την άποψή μου από όλο αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει ανεπηρέαστη και η υπόλοιπη αντιπολίτευση, και ειδικά το ΠαΣοΚ. Μια σειρά άστοχων αποφάσεων της ηγεσίας του, σε συνδυασμό με την υφέρπουσα εσωστρέφεια που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, επαναφέρουν το κόμμα στην προ έτους κατάσταση, λίγο πριν από την εσωκομματική διαδικασία που οδήγησε στην επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη.
Ο χώρος έδειξε ότι στον έναν χρόνο που πέρασε δεν κατάφερε να ανακάμψει. Παρά την εντεινόμενη και παρατεταμένη φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απέτυχε να πείσει το πολιτικό κέντρο, που «χρήζει» κυβέρνησης, ότι αποτελεί εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Για να είμαι δίκαιος, οι ευθύνες δεν ανήκουν αποκλειστικά στον κ. Ανδρουλάκη και τις επιλογές του, όπως τον κατηγορεί το σύστημα που τον αμφισβητεί. Ανήκουν και στη λεγόμενη «ηγετική» ομάδα, η οποία έκανε ό,τι μπορούσε για να μην ανακάμψει ποτέ το ΠαΣοΚ ώστε να πιστωθεί την «επιτυχία» ο κ. Ανδρουλάκης.
Εξ ου και κάθε φορά που «τσίμπαγε» κάτι σε ποσοστά, πάντα θα βρισκόταν κάποιος να θυμίσει ότι το ΠαΣοΚ οφείλει να κάνει αυτό ή είναι υποχρέωσή του να απορρίψει εκείνο. Ασόβαρη στάση, αλλά με σοβαρή στόχευση, σε μια εποχή που η χώρα είναι – κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο – «μη διακυβερνήσιμη» πλέον.
