Η αμφισβήτηση του μεταπολεμικού κεκτημένου
Πολύ μακριά από τη σπαρασσόμενη Ευρώπη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ζώντας στη Νέα Ζηλανδία, σε μια χώρα εμπόλεμη αλλά ουσιαστικά εκτός της ζώνης άμεσου κινδύνου, αυτοεξόριστος από την ενσωματωμένη στη ναζιστική Γερμανία πατρίδα του, την Αυστρία, ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ συνέθεσε ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενα του 20ού αιώνα.
Γραμμένη στα χρόνια της σύρραξης, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της εκδόθηκε το 1945 και έγινε αντιληπτή ως παθιασμένη υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υπερασπιζόμενος τον πλουραλισμό και την ελευθερία, απορρίπτοντας τον τελεολογικό ιστορικισμό, επικρίνοντας σφοδρά την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Χέγκελ και του Μαρξ, ο Πόπερ καταδίκασε τόσο τον ολοκληρωτισμό όσο και τα κεντρικά σχεδιασμένα πολιτικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένου του κομμουνισμού.
Η κατεδάφιση των θεμελιωδών προταγμάτων του τελευταίου και η κατάταξή του στη χορεία του ολοκληρωτισμού είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στη συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου, είναι όμως η έννοια μιας κοινωνίας όπου κυριαρχούν η κυκλοφορία των ιδεών, ο διάλογος και οι ελεύθερες επιλογές εκείνη που γοήτευσε τους αναγνώστες του.
Η δημοκρατική αυτή κοινωνία δεν ήταν δεδομένη. Αν μια εκδοχή της οικοδομήθηκε στον δυτικό κόσμο τις μεταπολεμικές δεκαετίες, αυτό οφείλεται σε συνειδητές επιδιώξεις των πολιτικών ηγεσιών και τη συλλογική βούληση για την επίτευξη μιας διαφορετικής πορείας από εκείνη που είχε οδηγήσει στην καταστροφική κατάληξη του πρώτου μισού του αιώνα.
Παρά τις αναμφισβήτητες ατέλειες, τις επιμέρους αστοχίες, τα κενά και τις ανισότητες, εξασφάλισε εβδομήντα χρόνια ειρήνης και ευημερίας.
Αυτή η ανοιχτή κοινωνία μοιάζει να αμφισβητείται σήμερα από διάφορες πλευρές και με διάφορες αφορμές: ο δημοκρατικός καπιταλισμός φαίνεται ευάλωτος όταν ο αυταρχικός καπιταλισμός επιτυγχάνει τα ίδια και καλύτερα αποτελέσματα· η δημοκρατική ηγεσία απεικονίζεται ως αδύναμη όταν ένας δημαγωγός επαίρεται ότι ακυρώνει γραφειοκρατικά αδιέξοδα και κόβει γόρδιους δεσμούς εν μιά νυκτί· η φιλελεύθερη δημοκρατία λοιδορείται ως αναποτελεσματική όταν ανελεύθερα ακροδεξιά μορφώματα υπόσχονται μαγικές λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα.
Εκατό χρόνια μετά τον Μεσοπόλεμο, στο φόντο τεχνολογικών και οικονομικών τεκτονικών αλλαγών που υποδεικνύουν την οριστική μετάβαση από τη νεωτερικότητα σε μια απροσδιόριστη ακόμη συνθήκη, η ανοιχτή κοινωνία βάλλεται ξανά – και γίνεται εκ νέου αντιληπτό το ότι δεν είναι δεδομένη.
Μάρκος Καρασαρίνης
Η ανοιχτή κοινωνία ως συνθήκη ευνομίας
Του Στέφανος Δημητρίου

Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η κρίση της νομιμοποίησής της. Το ίδιο ισχύει και για την ανοιχτή κοινωνία, εφόσον ως τέτοια λογίζεται η πλουραλιστική κοινωνία. Η ανοιχτή κοινωνία, όμως, πάντα θα αξιολογείται με μέτρο το κατά πόσο είναι ανοιχτή. Πόσοι, δηλαδή, χωρούν σε αυτή;
Εδώ ανακύπτει το ζήτημα των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων. Χωρίς την αντιμετώπισή τους, η ανοιχτή κοινωνία αρχίζει να κλείνει. Αυτοί που μένουν εκτός φοβούνται. Η ανοιχτή κοινωνία κινδυνεύει πρωτίστως από τον φόβο, από τη σχέση κυριαρχίας και φόβου. Και ο κραυγάζων και ο κρυπτοφανής αυταρχισμός επενδύουν στον δεύτερο για να κερδίσουν την πρώτη. Ο διχαστικός, καταγγελτικός λόγος και η ρητορεία του μίσους, που οργανώνεται ως πολιτική του μίσους, ευδοκιμούν όταν οι δυτικές δημοκρατίες μετατρέπονται σε φοβικές κοινωνίες.
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να συντεθούν στο ακόλουθο ερώτημα: Πώς είναι δυνατό οι σημερινές, ευρωπαϊκές κοινωνίες του 21ου αιώνα να αναγνωρίσουν αυτό που είναι οι ίδιες, με όλες τις αντιφάσεις, την εισβολή στην Ουκρανία και τον πολυκερματισμό τους, σε ένα πολιτειακό, θεσμικό φαινόμενο που διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε τον 18ο και, κυρίως, τον 19ο αιώνα; Τι σημαίνει αυτό το ερώτημα για την ενεστώσα κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;
Νομίζω ότι μας οδηγεί στο να γίνουμε λίγο πιο «συντηρητικοί», κυριολεκτικώς όμως: να συντηρήσουμε το αξιακό τεκμήριο της ευρωπαϊκής δημοκρατικής παράδοσης, με την ουσιαστική στήριξη των πολιτικών και δικαιοκρατικών θεσμών, μαζί με μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική προοδευτικής φορολόγησης του πλούτου, για να στηριχθεί η δημόσια πολιτική αντιμετώπισης των ανισοτήτων, ενισχύοντας παράλληλα τις λειτουργίες του κράτους και ως μηχανισμού που θα κάνει τους πολίτες να νιώθουν ότι δεν αρμενίζουν αβοήθητοι στο πέλαγος των σύγχρονων διακινδυνεύσεων.
Στην Ευρώπη υπάρχει πολιτικό κενό. Εχει δικαιοκρατικούς θεσμούς που παρέχουν εγγυητική εξασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ταυτόχρονα υποτάσσεται σε έναν οικονομικό δογματισμό που εκτοπίζει την πολιτική και προκαλεί το κενό δημοκρατίας. Σε αυτό καταβαραθρώνεται το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
H Ευρώπη ταυτίστηκε με ένα επίπεδο ανάπτυξης, απότοκο μιας ανοικτής, δημοκρατικής και φιλελεύθερης κοινωνίας. Αλλά δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο εκλογικοί κύκλοι και αντιπροσώπευση. Είναι και μέριμνα για τις προϋποθέσεις της καλλιέργειας και ανάπτυξης της προσωπικότητας των πολιτών. Αυτήν παρεμποδίζουν οι ανισότητες. Παρεμποδίζοντας αυτήν, ενισχύουν τη ροπή των ανθρώπων να μισήσουν κάποιον.
Ομως, μαζί με τον κάθε φορά «κάποιον», μισούν και το «Εμείς» της δημοκρατίας. Η εξαλλοσύνη των «Εγώ» αυτό δείχνει, κάθε φορά που κατασπαράσσουν την επικράτεια του δημοκρατικού «Εμείς». Αλλά και αυτό το «Εμείς» χρειάζεται μια συνθήκη ευνομίας για να υπάρξει και να διατηρήσει τη συνοχή που το διασφαλίζει από το να κερματιστεί στα εμπόλεμα «Εγώ»· τα έμφοβα «Εγώ» που εκδηλώνουν τον δεσποτικό φόβο με την ανηλεή κυριαρχία επί των αδυνάτων.
Αλλά και οι τελευταίοι αναζητούν απλώς το εισιτήριο που θα τους επιβιβάσει στη θέση του δυνάστη. Μόνο η ευνομία, ως ισονομία, καταργεί τα εκδοτήρια τέτοιων εισιτηρίων. Και μόνο μια πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης διασφαλίζει την ισονομία, άρα και την ευνομία. Αλλιώς θα γυρνάμε σαν σβούρα ενός ανθρωποφάγου «ΠΑΡΤΑ ΟΛΑ».
Το μέλλον της Ευρώπης συνδέεται με το αν θα υπάρξει πολιτική κατατείνουσα προς την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση, ώστε να αποτραπεί η ολοκληρωτική πολιτική των φορέων του νεοαυταρχισμού, από τον οποίο κινδυνεύει η ανοιχτή κοινωνία.
Ενα ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι προϋπόθεση για τη θεσμική ανανέωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν να κατανοήσουμε ότι η ανοιχτή κοινωνία δεν είναι απλώς ένα συνεκτικό πλαίσιο ή ένα πεδίο. Είναι πρωτίστως συνθήκη ευνομίας. Και ευνομία δεν υφίσταται χωρίς ισονομία και πρόκριση του δημόσιου συμφέροντος, γιατί μόνο όπου υπάρχει νόμος υπάρχει ελευθερία.
Χωρίς ευνομία και ισονομία δεν θα είμαστε εξίσου ελεύθεροι, ούτε καν εξίσου φοβισμένοι. Μια κοινωνία κυριαρχούμενη από τη δεσποτική επιβολή του φόβου δεν έχει λόγο να είναι ανοιχτή.
Ο κύριος Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Φουκουγιάμα, Κονδύλης και πλανητική πολιτική
Του Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου

Η συζήτηση για τους κινδύνους που σήμερα διατρέχει η «ανοικτή κοινωνία» συνδέεται με την παραδοχή ότι την «ανοικτή κοινωνία» διασφαλίζει η ευημερία του μοντέλου της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής.
Ο Φράνσις Φουκουγιάμα με το άρθρο του «Το τέλος της Ιστορίας;» του 1989 και το βιβλίο του Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος του 1992 δεν υποστήριξε, όπως εσφαλμένα ευρέως νομίζεται, ότι επήλθε το τέλος της Ιστορίας με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά ότι – όπως ορθά παρατηρεί ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν στο βιβλίο του Μικρή Ιστορία των Ιδεών. Από τον Χομπς στον Φουκουγιάμα (2024) – οι απαρχές του τέλους της Ιστορίας, υπό την έννοια του τέλους της πολιτικής ιδεολογίας, ανάγονται στον πρώιμο 19ο αιώνα.
Τότε, κατά τον Φουκουγιάμα, που «ακολουθεί» τη φιλοσοφία της Ιστορίας του Χέγκελ, θεμελιώνεται η φιλελεύθερη δημοκρατική πολιτική, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί την ισχύ της στον 20ό αιώνα, ενώ όλες οι άλλες αντιλήψεις της πολιτικής εξαφανίστηκαν στο διάβα αυτού του χρόνου.
Για να κρίνουμε σήμερα από πού μπορεί να προκύψουν οι κίνδυνοι για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, πρέπει να επικεντρωθούμε στο κατά πόσο απειλούνται τα δύο βασικά – κατά Φουκουγιάμα – προτερήματά της, υποστηρίζει ο Ράνσιμαν.
Το ένα είναι η ευημερία – ή, πιο ορθά, η ευημερία και η ειρήνη, οι οποίες αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος –, ενώ το άλλο έγκειται στο γεγονός ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν βελτιώνει μόνο την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων, αλλά τους δίνει φωνή, τους επιτρέπει να εκφράζονται. Και έτσι τους προσφέρει αξιοπρέπεια.
Κατά τον Ράνσιμαν, το ερώτημα είναι αν ο κινεζικός κρατικός καπιταλισμός ή η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία θέτουν υπό έμπρακτη αμφισβήτηση το έμπρακτο δημοκρατικό πακέτο «αποτελέσματα συν υπερηφάνεια συν αξιοπρέπεια συν φωνή».
Από την άλλη, ο Παναγιώτης Κονδύλης βλέπει τελείως διαφορετικά από τον Φράνσις Φουκουγιάμα τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η διεθνής πολιτική σήμερα, κυρίως όσον αφορά το ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις σε αυτή τη διαδικασία. Στα βιβλία του Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού (1991) και Συντηρητισμός (1986), αλλά και στο δημοσίευμά του «Πλανητική πολιτική στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας», που περιέχεται στη συλλογή δοκιμίων του Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο (1992), έχει υποστηρίξει ότι οι ιδεολογίες του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού έχουν εκπνεύσει και το τέλος τους συνέπεσε με το τέλος της εποχής των Νέων Χρόνων.
Ισχυρίζεται ότι ζούμε πλέον στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και από τούδε και στο εξής θα βλέπουμε καθαρότερα την εκδίπλωση των βαθύτερων εκείνων κινητήριων δυνάμεων που διαμορφώνουν την πλανητική πολιτική. Οι δυνάμεις αυτές «συσσωρεύονταν, πολλές φορές ανεπαίσθητα, κάτω από τη θυελλώδη πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα» γράφει ο Κονδύλης. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι τα βασικά μορφικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής ενός κράτους στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας παρατηρούνται, κατ’ αναλογία, και στη διεθνή πολιτική.
Οι διεκδικήσεις για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κάλυψη αναγκών και ικανοποίηση προσδοκιών των ευρύτερων μαζών στο εσωτερικό των κατ’ ιδίαν χωρών (δοθέντος ότι η «έκπτωση» των ιδεολογιών αντιστοιχεί σε πραγματική κατάργηση των παραδοσιακών ταξικών διαχωρισμών) έχει το ανάλογό της στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Σε αυτό, οι διεκδικήσεις μπορεί να προέλθουν από τους «κολασμένους» ή τους υπό ανάπτυξη λαούς αυτής της Γης.
Οι τελευταίοι ενδέχεται να διεκδικήσουν, χάρη στην άνευ προηγουμένου πληθυσμιακή πυκνότητα σε πλανητική κλίμακα, ισότιμη συμμετοχή στη χρήση των πρώτων υλών και την κατανάλωση των παγκόσμιων αγαθών. Δηλαδή, με δυο λόγια, μπορεί να διεκδικήσουν την απόδοση στην έννοια των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» – τα οποία προπαγανδίζει ο φιλελεύθερος οικουμενισμός – ενός σαφώς πιο εμπράγματου περιεχομένου. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί εάν πρέπει να εξετάσει και μέσα από αυτή την οπτική το πρόβλημα της μετανάστευσης σήμερα.
Για να γίνει κατανοητός ο ισχυρισμός περί ήδη συντελεσθείσας μετάβασης από τους Νέους Χρόνους στη μαζικοδημοκρατική εποχή, αρκούμαι εδώ να τονίσω ότι, κατά τον Κονδύλη, η βασική διάκριση ανάμεσα στη σημερινή μαζικοδημοκρατική εποχή και στην παρελθούσα περίοδο της ακμής του αστικού κόσμου έγκειται στο ότι την πρώτη χαρακτηρίζει το «αναλυτικό – συνδυαστικό» σχήμα σκέψης, ενώ τη δεύτερη το «συνθετικό – εναρμονιστικό».
Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία για τον τρόπο με τον οποίο εκδιπλώνεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη σφαίρα της κοινωνίας, της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού. Κλείνοντας, οφείλει κανείς να επισημάνει τη βασική διαφορά μεταξύ των δύο θεωρήσεων: o Φουκουγιάμα προϋποθέτει ότι η νεωτερικότητα δεν «εξαντλήθηκε», ο Κονδύλης το αντίθετο.
Ο κύριος Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Μεροληψία υπέρ της αμυνόμενης Δημοκρατίας
Του Αντώνη Μεταξά
Το σημαντικό βιβλίο του αυστριακού, εβραϊκής καταγωγής, φιλοσόφου Καρλ Πόπερ, Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εξεδόθη το 1945. Εισήγαγε την έννοια της «ανοικτής κοινωνίας» ασκώντας κριτική στις θεωρίες του τελεολογικού ιστορικισμού και του φιλοσοφικού ντετερμινισμού.
Γύρω από την εν λόγω έννοια ουσιαστικά συγκροτούνται κομβικές παράμετροι αυτοπρόσληψης της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία βασίζεται στη δυνατότητα καλλιέργειας μιας κουλτούρας ελεύθερης διαβούλευσης και ανοικτότητας απέναντι στο «νέο» και το «άλλο» σε αντίστιξη με τις συμπαγείς δομές της δογματικής κλειστής κοινωνίας και του ολοκληρωτισμού που στηρίζεται στην αντιπλουραλιστική εμμονή για την ομοιογένεια.
Αυτή η διάστιξη αντιστοιχεί και σε δύο διακριτούς τύπους προσωπικότητας, με την «αυταρχική προσωπικότητα» να αντιστοιχεί περισσότερο σε μια πνευματική τάση κλειστότητας και απόρριψης του ορθολογισμού και της εγγενούς πολυπλοκότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων παρά σε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο σαφούς ιδεολογικού προσανατολισμού με βάση παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις.
Πράγματι, έχουμε εισέλθει και πάλι (δεν θα ήταν άστοχο να λεχθεί ότι υφίστανται μείζονες ομοιότητες με χαρακτηριστικά της περιόδου του Μεσοπολέμου) σε μια περίοδο που αυτά τα δύο μεγέθη, η Δημοκρατία και η Ανοικτή Κοινωνία, μάχονται για την επιβίωσή τους. Και ίστανται ενώπιον της σημαντικής και δυσεπίλυτης πρόκλησης της ανεύρεσης τρόπων αυτοπροστασίας τους που δεν θα συνεπάγονται την αυτοαναίρεσή τους.
Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της ενεργοποίησης μηχανισμών και θεσμών «εκτάκτου ανάγκης»: μια προοπτική την οποία η κοινωνία των πολιτών και η φιλελεύθερη διανόηση αντιμετώπιζε διαχρονικά με δυσπιστία για την εγγενή αρνητική της επενέργεια να δρα περιοριστικά σε σχέση με ατομικά και συλλογικά δικαιώματα (λ.χ., ο θεσμός της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων) τώρα τυγχάνει συχνά επίκλησης ως αναγκαιότητα.
Η Δημοκρατία οφείλει να αμυνθεί εν ανάγκη και με την «αξιοποίηση» οπλοστασίου παραδοσιακά ανήκοντος στους αντιπάλους της. Αλλά και να μην αφήσει τις ελευθερίες, που η ίδια διασφαλίζει και για αυτούς που την επιβουλεύονται, να αξιοποιηθούν για την κατάλυσή της. Μια κατάλυση, η οποία δεν γίνεται κατά κανόνα σήμερα με εμφανείς, βίαιες πράξεις αλλά μέσω μιας υφέρπουσας θεσμικής αποδόμησης, με την οποία σταδιακώς ο μέσος πολίτης εξοικειώνεται.
Αυτή είναι η στρατηγική που βλέπουμε να υιοθετείται τα τελευταία χρόνια από τα καθεστώτα του ανταγωνιστικού αυταρχισμού (competitive authoritarianism). Οι αντοχές και η άμυνα της Δημοκρατίας συνδέονται εν τούτοις πάντα με την προσαρμοστικότητά της στις προκλήσεις των καιρών, αλλά και με τη δυνατότητά της να προάγει την κοινωνική συνοχή και τη σύνταξη των πολιτών με τους καταστατικούς και αξιακούς της προσανατολισμούς.
Δεν ξέρω αν το έχουμε αντιληφθεί και επαρκώς συνεκτιμήσει, τα ανελεύθερα καθεστώταήδη, δεν θα πω μελλοντικά, εκλέγονται, αναδεικνύονται με «δημοκρατικές» διαδικασίες. Τούτο δεν συνιστά ένα ιστορικά πρωτόγνωρο φαινόμενο.
Μην ξεχνούμε ότι και οι εθνικοσοσιαλιστές του NSDAP είχαν λάβει σημαντικότατα εκλογικά ποσοστά στο γερμανικό εκλογικό σώμα του μεσοπολέμου, το οποίο μάλλον συνειδητά γύρισε την πλάτη στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία: κανένα συνταγματικό και πολιτειακό σύστημα προστασίας δεν μπορεί να αποτρέψει από μόνο του την κατάρρευση της δημοκρατικής πολιτείας, ειδικά αν η ιστορική συγκυρία και, εν τέλει, η ίδια το επιτρέψει.
Τα εγγενή θέλγητρα του δημαγωγικού αυταρχισμού είναι μάλλον σύστοιχα των εγγενών δυσχερειών και αμφισημιών του δημοκρατικού πλουραλισμού και της υπεύθυνης πολιτικής πράξης, η οποία προφανώς δεν μπορεί μεμιάς να ικανοποιήσει επιθυμίες, να άρει τις πολυπλοκότητες και, συνεπώς, να αμβλύνει με υπεραπλουστεύσεις φοβίες και ζωτικά άγχη.
Σε αυτό το σημείο γεννιέται η έντονη ανάγκη για την καθησυχαστική εξουσία που υπόσχεται τα πάντα, τα οποία «κάπως» θα προκύψουν, και κυρίως κατευνάζει τον φόβο μέσω της υπόσχεσης για την εκδίωξη του εκφοβιστικού «Αλλου» – ό,τι κι αν το «Αλλο» αυτό συμβολίζει. Στη βάση αυτή συγκροτεί η δημαγωγία την αντίστιξη προς αυτό το οποίο, λ.χ., ο «υπερφίαλος κοσμοπολιτισμός» δήθεν δεν αντιλαμβάνεται.
Εναντι όλων αυτών ο υπεύθυνος επιστημονικός λόγος δικαιούται να καταγράφει τις σκέψεις του «μερο-ληπτώντας», ήτοι λαμβάνων θέση και «μέρος». Η ούτω νοούμενη μεροληψία δεν συνιστά ένα a priori αρνητικό γνώρισμά του, αρκεί αυτή να μην εξοβελίζει την κριτική θεώρηση, αλλά και τη μεθοδολογική ευκρίνεια και συνέπεια.
Οι σαφείς τοποθετήσεις υπέρ της Δημοκρατίας και της Ανοικτής Κοινωνίας είναι απαραίτητες σε καμπές υπαρξιακών κρίσεων που συμπροσδιορίζουν κατ’ ουσίαν τους όρους της ανθρώπινης διαβίωσης και τους δομικούς μας κοινωνικούς προσανατολισμούς.
Ο κύριος Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
