Ο συγγραφέας, το έργο και ο ιδανικός αναγνώστης
Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης
«Η ιδέα ενός οργανωμένου βιβλίου ήταν ολότελα έξω από το πνευματικό μου βεληνεκές όταν κάθισα να γράψω. […] Για την ακρίβεια, δεν ήμουν διόλου βέβαιος αν ήθελα να γράψω ή αν σκόπευα να γράψω ή, τέλος πάντων, εάν υπήρχε κάτι για το οποίο να γράψω». Το 1912, είκοσι τρία χρόνια μετά από μία μέρα απραξίας «στη διάρκεια κάποιων διακοπών» του 1889 κατά την οποία ο τριανταδυάχρονος Τζόζεφ Κόνραντ έπιασε «μια πένα παρατημένη» προκειμένου να γράψει την Τρέλα του Αλμάγερ, το πρώτο του μυθιστόρημα, επιστρέφει στο Προσωπικό ημερολόγιο στο συγγραφικό του ξεκίνημα.
Σε αυτή την περίσταση, όπως και σε άλλες όπου εκ των υστέρων εξηγεί τα έργα του, παρατηρεί ο Εντουαρντ Σαΐντ στο βιβλίο του Ο κόσμος, το κείμενο και ο κριτικός, ο Κόνραντ παρουσιάζει τις αφηγήσεις του ως απόρροια της τύχης μάλλον (ενός γοητευτικού περιστατικού, ενός στοιχείου προσωπικής εμπειρίας, ενός θέματος από μια εφημερίδα) παρά ως αποτέλεσμα μεθόδου.
Αν και οι αναμνήσεις του Προσωπικού ημερολογίου είναι διαβόητες για την αναξιοπιστία τους, ο Κόνραντ δίνει εδώ με τον τρόπο του μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απάντηση στο ερώτημα του πώς και για ποιον γεννιέται η γραφή: ως απροσδιόριστη εσωτερική ανάγκη που ίσως δεν απευθύνεται καν στον συγγραφέα. Για το πρώτο, την πιεστική αίσθηση της έκφρασης, κανείς λογοτέχνης δεν θα έφερνε αντίρρηση· για το δεύτερο, τον αποδέκτη του κειμένου, η ασυμφωνία είναι απόλυτη.
Υπάρχει ιδανικός αναγνώστης, τον οποίο ο συγγραφέας έχει στο μυαλό του, όταν γράφει, ή επιτελεί ο ίδιος αυτή τη λειτουργία; Είναι η γραφή μια μορφή επικοινωνίας με ένα ευρύ κοινό ή έχει και τον χαρακτήρα σιωπηρού διαλόγου με προηγούμενους ή σύγχρονους ομότεχνους; Και, από την άλλη πλευρά, επιδιώκει ο λογοτέχνης να συνομιλήσει με τους ανθρώπους του καιρού του ή ρίχνει κλεφτές ματιές προς την αιωνιότητα, γνέφοντας προς τις γενιές που έπονται;
Το κίνητρο αυτό, της νοητής συνάντησης με τον δέκτη, ίσως είναι επίσης μια ανάγκη, ανάλογη με εκείνη την πρωταρχική την οποία ο Τζόζεφ Κόνραντ αποτυπώνει με ένταση στον πρόλογο του Νέγρου του «Νάρκισσου»: «Να αρπάξεις σε μια στιγμή θάρρους, από την άσπλαχνη ορμή του χρόνου, μια περαστική φάση της ζωής».
Το φάντασμα του ιδανικού αποδέκτη
Γράφει ο Νίκος A. Μάντης

Το ερώτημα «για ποιον γράφουμε» είναι για τους ανθρώπους της γραφής κάτι που επιστρέφει συχνά ως ενοχλητική αλογόμυγα στη σκέψη, και που συνήθως ζητούμε να αποφύγουμε, ως περιττό και πιθανώς δημιουργικά επιζήμιο.
Αναρωτιόμαστε: Γράφουμε αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό μας, απολογούμενοι μονάχα στον προσωπικό μας δαίμονα, όπως θα απαντήσουν αναμφίβολα οι πιο καλλιτεχνικά αδέσμευτοι ανάμεσά μας; Γράφουμε για έναν ιδανικό, πλατωνικού τύπου αναγνώστη-συνομιλητή που «μόνο αυτός μπορεί να μας καταλάβει», όπως θα πουν οι ρομαντικότεροι; Είναι καλύτερος συγγραφέας ο Κάφκα, που δεν είχε αναγνώστες όσο βρισκόταν εν ζωή, ή ο Ντοστογέφσκι, που έγραφε τα μυθιστορήματά του σε μορφή επιφυλλίδων για εφημερίδες; Είναι καλύτερη ποιήτρια η Εμιλι Ντίκινσον, που έζησε κλεισμένη στο σπίτι της, άγνωστη και βουβή για τον κόσμο, ή ο Πάμπλο Νερούδα, που ήταν πάνδημος, φωνή και ηχείο ενός λαού και μιας ολόκληρης ιδεολογίας;
Ομολογουμένως, όπως και το καθολικότερο και υπαρξιακότερο «γιατί γράφω», το «για ποιον γράφω» αποτελεί μια αναρώτηση που στη βάση της περιέχει το πρωταρχικό ερώτημα: «Ποιος [θέλω να] είμαι;». Τις περισσότερες φορές βέβαια αυτό δεν τίθεται καν έτσι αυτόνομα. Μπορεί να έχει απαντηθεί ήδη με τη μορφή μιας παραδοχής που γίνεται σχετικά νωρίς στη δημιουργική μας ζωή, ως ένα πρώτο βήμα και δήλωση πρόθεσης ενός σχεδίου: «Θέλω να αφήσω το στίγμα μου στη λογοτεχνία», «Θέλω με τα βιβλία μου να προωθήσω την τάδε ή τη δείνα ατζέντα», «Θέλω να βγάλω από μέσα μου όσα με βασανίζουν», κ.λπ.
Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού είναι που τελικά θα χρωματίσει και τον βαθμό της επικοινωνίας μας με το δυνητικό κοινό που μας αναλογεί. Κάποτε, αυτό το δυνητικό κοινό είναι μεγάλο και εμείς συντονιζόμαστε μαζί του. Αλλοτε πάλι, όχι. Ισως τότε το έργο μας να είναι εξαρχής προορισμένο για λίγους. Ή ίσως εμείς να μην είμαστε επαρκώς καλοί, αλλά ίσως επίσης, πολύ σπάνια, να συμβαίνει και το αντίθετο. Γράφει ο Μαρσέλ Προυστ: «Η αιτία που ένα ιδιοφυές έργο μετά δυσκολίας γίνεται αμέσως αντικείμενο θαυμασμού, είναι πως αυτός που το έγραψε είναι ξεχωριστός, πως λίγοι άνθρωποι του μοιάζουν».
Πέραν των ατομικών επιδιώξεων, ωστόσο, βαρύνοντα ρόλο παίζει και η πραγματικότητα των αδήριτων δεδομένων. Ο αμερικανός συγγραφέας ξέρει ότι γράφοντας απευθύνεται δυνάμει σε όλη την υφήλιο. Ο Ισπανός, αντίστοιχα, σε ένα σεβαστό τμήμα της υφηλίου. Ο Πολωνός ίσως όχι σε τόσους πολλούς, αλλά σίγουρα σε ένα υπολογίσιμο κομμάτι των συμπατριωτών του, με δεδομένη τη φιλαναγνωσία εκεί.
Στη δική μας χώρα, όλα αυτά καταλήγουν λίγο ως πολύ μια προβολή σε μινιατούρα. Για τους περισσότερους εγχώριους συγγραφείς η συνάντηση με το ευρύ κοινό παραμένει ένα θεωρητικό ενδεχόμενο και ως βασικός σκοπός προέχει μάλλον η αυτοέκφραση. Γεγονός που μπορεί να περιλαμβάνει και καλές αλλά και λιγότερο καλές πλευρές.
Προσωπικά πάντως, πέρα από ορισμένες πρωταρχικές δημιουργικές παραδοχές που φέρουν μέσα τους εν σπέρματι την παρουσία ενός αποδέκτη, δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει συγγραφέας που να γράφει με διαρκή αναφορά σε κάποιον ή κάποιους τρίτους δυνάμει αναγνώστες, και όχι με βάση μια εντελώς προσωπική αίσθηση και πυξίδα για το τι νιώθει ότι είναι καλό ή όχι, τι νιώθει ως αντιπροσωπευτικό ή τι όχι. Η ίδια η ζέουσα διαδικασία της γραφής είναι τόσο απαιτητική, τόσο εξαρτημένη από συνεχείς επιλογές και εκφραστικά διλήμματα, που μονάχα ο εαυτός σου μπορεί να σε σώσει εκεί – κανένας άλλος. Αυτός είναι και ο λόγος που η συζήτηση περί κοινού είναι γενικά αμήχανη για τους συγγραφείς: το ότι στην ουσία δεν μπορούν ούτε να ελέγξουν ούτε να επηρεάσουν αληθινά το ποιοι και πόσοι θα αποτελέσουν τους αποδέκτες των έργων τους.
Ωστόσο, πέραν όλων αυτών, στο βάθος υπάρχει πάντα ο παράγοντας χρόνος. Και η ποθούμενη διάρκεια. Ή, αλλιώς, το προαιώνιο συγγραφικό απωθημένο της υστεροφημίας. Λίγοι το παραδέχονται ευθέως, αλλά αυτό που επιθυμούμε διακαώς είναι να μας δικαιώσουν οι επερχόμενες γενεές, είτε έχουμε κατακτήσει το κοινό στο σήμερα, είτε όχι. Αναμφισβήτητα όλοι θα προτιμούσαν να είναι ένας Καρυωτάκης, παρά ένας Μαλακάσης. Ενας Κάλβος, παρά ένας Ρίζος-Ραγκαβής.
Στην ερώτηση λοιπόν για τον ιδεατό αναγνώστη στον οποίο θα όμνυαν, οι περισσότεροι συγγραφείς θα απαντούσαν: «Ο αναγνώστης του μέλλοντος». Εστω κι αν, όπως δείχνουν η εμπειρία και οι πιθανότητες, αυτός μάλλον αποτελεί έναν ιδανικό αποδέκτη-φάντασμα.
Ο κύριος Νίκος A. Μάντης είναι συγγραφέας.
Μια συνθήκη εσωτερικού διαλόγου
Γράφει ο Δημήτρης Σωτάκης
Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι η διαδικασία της συγγραφής – τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση – περιέχει σε μεγάλο βαθμό την έννοια της ασάφειας. Ενώ συχνά έχω την αίσθηση (ή την ψευδαίσθηση) ότι διαθέτω μια καθαρή πρόθεση ή μια ξεκάθαρη εικόνα σε σχέση με τη φύση αυτού που κάνω, η αμφιβολία έρχεται κάποια στιγμή και με βουλιάζει σε αναρίθμητα ερωτηματικά. Και τα εν λόγω ερωτηματικά δεν αφορούν την αξιοπιστία, την αξία του κειμένου, όσο στο αν το συγκεκριμένο γραπτό απευθύνεται σε κάποιους ανθρώπους – εν δυνάμει αναγνώστες –, οι οποίοι έχουν τις δικές τους ζωές, βρισκόμενοι κάπου κοντά ή μακριά μου.
Μέσα σε αυτή την περιδίνηση, αναγκάζομαι να επινοήσω εγώ ο ίδιος έναν αναγνώστη μέσα μου. Κάποιον που σαφώς δεν είναι εγώ, έναν πολυσύνθετο χαρακτήρα αποτελούμενο από στοιχεία που έχω εντοπίσει σε διάφορους αναγνώστες στη μέχρι τώρα πορεία μου. Και όταν γεννιέται ο εν λόγω αναγνώστης, αυτόματα μπαίνουν κάποια νέα κριτήρια, κάποιες καινούργιες σταθερές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συνολική πορεία του γραπτού μου.
Επικρατεί, λοιπόν, τότε μια φαινομενική γαλήνη, μια περίοδος κατά την οποία δουλεύω με πειθαρχία και συνέπεια, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του. Αλλά και πάλι, όταν με αυτό το «τέχνασμα» κάπως ηρεμώ, αφού έχω αυτόν τον νέο φανταστικό φίλο να παρατηρεί αυτό που γράφω, έρχεται η στιγμή που και εκείνος δεν μου είναι αρκετός. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εισβάλλει για πρώτη φορά ο σπόρος που οδηγεί στην προαναφερθείσα ασάφεια.
Αναθεωρώ και αποφασίζω ότι δεν θέλω κανέναν να με παρακολουθεί, δεν νιώθω βολικά με ένα «μάτι» συνεχώς από πάνω μου, στο κάτω-κάτω δεν υπάρχει λόγος να αποδείξω σε κανέναν το παραμικρό. Και πράγματι για ένα διάστημα αυτή η νέα σκέψη τροφοδοτεί τη δουλειά μου, με απελευθερώνει και αποκτώ μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση που μου δίνει το θάρρος να συνεχίσω, διαθέτοντας τη βεβαιότητα ότι όλα βαίνουν καλώς.
Στην πραγματικότητα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτός ο εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μου συνεχίζεται μέχρι να ολοκληρωθεί η δουλειά μου. Κι αυτή ακριβώς η συνθήκη είναι περισσότερο ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι για να σπάσει τη συγγραφική μοναξιά μιας περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας έχω μπει σε έναν δικό μου μικρόκοσμο, παρά μια αληθινή ανάγκη για το εν λόγω κείμενο.
Εχω την εντύπωση ότι η φύση αυτής της διαδικασίας (της συγγραφής ενός λογοτεχνικού έργου) επιβάλλει τέτοιου είδους επινοήσεις. Από τη δική μου οπτική γωνία, είναι απολύτως απαραίτητο. Οταν δεν υπάρχει κανείς γύρω σου με σάρκα και οστά να μοιραστείς, να εκμυστηρευτείς όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι σου, τότε μοιραία δημιουργείς τις προϋποθέσεις ή έστω πασχίζεις να φτιάξεις ένα φιλόξενο περιβάλλον για να δουλέψεις, να μπορέσεις να βάλεις σε μια τάξη το χάος που επικρατεί μέσα σου. Οσο κι αν ακούγεται ως κλισέ, η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ένα ταξίδι.
Οι διακυμάνσεις στην ψυχολογία, τα ευρήματα και οι επινοήσεις, οι διαφορετικές ατμόσφαιρες που δημιουργούνται αποτελούν ένα ενδιαφέρον μα συχνά παράδοξο ψηφιδωτό, έναν χάρτη που συνεχώς μεταβάλλεται, μετατοπίζεται μέχρι να πάρει κάποια στιγμή την τελική του μορφή. Πάντως, κατά τη διάρκεια αυτής της άναρχης και ενίοτε άχρονης πορείας, το έργο με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο αποκτά σταδιακά μια αυτονομία, γίνεται κυρίαρχο του εαυτού του αδιαφορώντας σχεδόν για τη δράση του συγγραφέα. Κι αυτό μπορεί, κατά κάποιον τρόπο, να χαρακτηριστεί λογικό, μια που εν τέλει το έργο συναρτάται από όλα τα προαναφερθέντα σκαμπανεβάσματα, αποτελεί ένα παζλ συναισθημάτων, αντιφάσεων και ιδεών, οχυρωμένο με όλα τα χαρίσματα, μα και όλες τις αδυναμίες του.
Ο κύριος Δημήτρης Σωτάκης είναι συγγραφέας.
Ανεπίδοτες επιστολές σε ομότεχνους
Γράφει η κυρία Αμάντα Μιχαλοπούλου

Για ποιους γράφω; Aυτή την εβδομάδα γράφω μόνο για την αμερικανίδα συγγραφέα Κρις Κράους. Συμφωνώ με το μανιφέστο της πως «κάθε γράμμα είναι ένα ερωτικό γράμμα». Γράφω τέτοια γράμματα σε συγγραφείς που ερωτεύομαι. Αυτά τα γράμματα συνηθίζουμε να τα ονομάζουμε βιβλία. Κάθε βιβλίο μου είναι κατά βάθος μια ανεπίδοτη επιστολή σε ανθρώπινα πνεύματα που με τάραξαν με τις ιδέες τους. Η Κράους λέει πως η δημόσια βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης είναι «ένα μέρος για να συναντάς νεκρούς φίλους». Αλλά δεν είναι μόνο οι νεκροί φίλοι. Είναι και οι ολοζώντανες φίλες.
Την περασμένη εβδομάδα ήμουν ερωτευμένη με την Ελφρίντε Γέλινεκ και την Απληστία της. Συνδέθηκα όχι μόνο με τις μεγάλες ιδέες της αλλά και με τα μικρά προβλήματα της γραφής, με τις αποφάσεις που καλείται να πάρει ανά πάσα στιγμή.
Εγραφε, για παράδειγμα, ότι οι ήρωές της μπορεί να έχουν κι άλλα παιδιά «μπορεί και όχι, εξαρτάται αν θα μπορέσω να εκφράζομαι κατανοητά και δεν μπερδεύω συνεχώς τα πρόσωπα στην πλοκή». Αμέσως της απευθύνθηκα: «Αχ Ελφρίντε, εγώ να δεις, για αυτό έπαψα να γράφω πολυπρόσωπα μυθιστορήματα. Οταν διαβάζω σκηνές με πάρτι στον Πολ Μπόουλς σκέφτομαι πως έχει φυράνει το μυαλό μου».
Θυμάμαι εκείνη τη φορά που έγραφα ερωτικές σκηνές προσπαθώντας να σπάσω το περίβλημα της αξιοπρέπειας (δηλαδή της ντροπής) και απευθυνόμουν στην Κονστάνς Ντεμπρέ. «Θέλω να μάθω να γράφω μικρές φράσεις-πυροτεχνήματα σαν τις δικές σου» της έλεγα. «Και να μη μου καίγεται καρφί. Ξέρω πως αν με συναντούσες θα με θεωρούσες αστή για τα γούστα σου, θα σου θύμιζα όσα άφησες για να επανεφεύρεις τον εαυτό σου. Δεν έχουμε όλες την ίδια δύναμη, Κονστάνς. Ή την ίδια τρέλα».
Κάτι αντίστοιχο υπονοούσε η Κάθριν Μάνσφιλντ όταν έγραφε στη Βιρτζίνια Γουλφ το 1917. «Θεέ μου, πόσο μου αρέσει να σε σκέφτομαι, Βιρτζίνια, ως φίλη μου. Κάνουμε την ίδια δουλειά και είναι πραγματικά πολύ παράξενο και συναρπαστικό που επιζητούμε και οι δυο το ίδιο πράγμα».
Αυτό «το ίδιο πράγμα» είναι η συγγραφική πράξη και ο τρόπος που μπλέκεται με την ανάγνωση άλλων συγγραφικών πράξεων. Η Κράους το λέει με μεγάλη αμεσότητα: το να γράφει στα χνάρια του Φίλιπ Ντικ, του Αϊλίν Μάιλις ή της Αλις Νότλεϊ «είναι καλύτερο κι από σεξ. Το διάβασμα τηρεί την υπόσχεση που εγείρει το σεξ αλλά σχεδόν ποτέ δεν καταφέρνει να εκπληρώσει: εκτείνει τον ορίζοντά σου, επειδή μπαίνεις στη γλώσσα, στον ρυθμό, την καρδιά και το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου».
Παλιά με ενδιέφεραν σχεδόν αποκλειστικά οι ανδρικές καρδιές και τα ανδρικά μυαλά, επειδή μιλούσαμε πολύ γι’ αυτά και προσπαθούσαμε να τους μοιάσουμε.
Την τελευταία δεκαετία διαβάζω κυρίως γυναίκες, επειδή διέφυγαν της προσοχής μου όσο προσπαθούσα να γίνω μια αξιοσέβαστη συγγραφέας, ερήμην του φύλου μου, δηλαδή μια συγγραφέας που θα τη διαβάζουν οι άντρες. Σήμερα παθιάζομαι με το σημείο που το οικείο μπορεί να γίνει οικουμενικό, πολιτικό. Οι γυναίκες συγγραφείς σαν τη Γέλινεκ ή την Κράους μού στέλνουν άθελά τους γράμματα γύρω από αυτό το μεγάλο ανεξερεύνητο θέμα.
Γράμματα στα οποία απαντώ με τα βιβλία μου. Εξαιρείται ο Λατρόνικο με την Τελειότητά του. Συζητούσαμε το βιβλίο του με τη Ρέιτσελ Κασκ τις προάλλες. Μιλούσαμε με ενθουσιασμό, διακόπταμε η μία την άλλη. Φτιάξαμε μια δική μας ανάγνωση για το βιβλίο του. Νομίζω πως τον ζηλέψαμε όσο και τη Νεζ Σινό, επειδή και οι δυο τους ανανέωσαν τους κώδικες. Εγραψαν τρομερά ύπουλα βιβλία.
Αρα η απάντηση στο ερώτημα για ποιους γράφω είναι ότι γράφω γι’ αυτές που έχω διαβάσει και έχω θαυμάσει για την τόλμη και το κουράγιο τους. Δεν θα ήθελα να τις συναντήσω στην πραγματική ζωή, κάθε άλλο.
Η εμπειρία μού έχει δείξει ότι οι συγγραφείς δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσες όσο τα κείμενά τους. Εξάλλου δεν με απασχολεί ο θαυμασμός ή η οπαδοποίηση, με ενδιαφέρει η σχέση με το κείμενο: να του μιλάς κι εκείνο να απαντάει. Ή – ακόμα καλύτερα – να μην απαντάει, αλλά να θέτει αλλιώς την ερώτησή σου, να δημιουργείτε – το ξένο κείμενο κι εσύ – μια συγχορδία. Ενα υπαρξιακό ρεφρέν που ταξιδεύει ελεύθερα στο σύμπαν όσο διαβάζεις και γράφεις.
Η κυρία Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας.
